Έτσι θα καταστέλλεται στο εξής το έγκλημα στα μεγάλα αστικά κέντρα του κόσμου

Η δεδηλωμένη πρόθεση του Γερμανού Υπουργού Εσωτερικών Χανς-Πέτερ Φρίντριχ να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της εγκληματικότητας, με αφορμή τον ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου ενός νέου άντρα στην πλατεία Αλεξάντερπλατς στο κέντρο του Βερολίνου, με τη συστηματική τοποθέτηση βιντεο-τεχνολογιών επιτήρησης και ελέγχου, επαναφέρει στο προσκήνιο μια διαμάχη που εδώ και σαράντα περίπου χρόνια βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας και του κριτικού διαλόγου.

Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό καμερών που καταγράφουν καθημερινά και αδιαλείπτως τα τεκταινόμενα στους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους των μεγάλων αστικών κέντρων. Ένας στρατός τηλεοπτικών συστημάτων κλειστού κυκλώματος προμηθεύουν τα κέντρα παρακολούθησης με έναν ποταμό οπτικοακουστικών δεδομένων αντλημένων από πλατείες, δρόμους, λεωφόρους, σιδηροδρομικούς σταθμούς, αεροδρόμια, ενίοτε και από πισίνες, μουσεία και σχολεία.

Αν κανείς συμπεριλάβει τις κάμερες παρακολούθησης σε ιδιωτικούς χώρους δημόσιας πρόσβασης, λόγου χάρη στα σούπερ-μάρκετ, στα κάθε λογής καταστήματα, αλλά και στις κατοικίες, τότε εύλογα αναρωτιέται κανείς:

Πρόκειται πράγματι για τόσο αποτελεσματικό μέσο καταστολής; Όντως συμβάλλει στη μείωση της εγκληματικότητας σε τέτοιο βαθμό ώστε να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε κάθε έννοια της ιδιωτικότητας στο βωμό της απόλυτης ορατότητας;

Ανάμεσα σε εκείνους που βλέπουν με σκεπτικισμό μία τέτοια εξέλιξη και αμφιβάλλουν για το κατά πόσο μπορεί να συμβάλλει πραγματικά στη μείωση των ποσοστών εγκληματικότητας, είναι και ο επικεφαλής της Επιτροπής για την Προστασία και την Ελευθερία της Πληροφορίας, Γιόχαν Κάσπαρ.

Σύμφωνα με τον τελευταίο, «η αποτρεπτική ικανότητα τέτοιων μέτρων είναι πολύ μικρή, ειδικά σε ό,τι αφορά τα βίαια εγκλήματα». Και προσθέτει πως τα άτομα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους εγκληματικές συμπεριφορές συνήθως ενεργούν παρορμητικά, πολύ συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

Και παρ' όλο που η ηλεκτρονική επιτήρηση μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση εγκλημάτων και στην ταυτοποίηση εγκληματιών, αναφέρει ο ίδιος, αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να γεμίσουμε τους δημόσιους χώρους με «ηλεκτρονικούς οφθαλμούς».

Άλλοι, όπως ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκρέιφσβαλντ, Μάνφρεντ Μπόρνεβασερ, ο οποίος έχει μελετήσει εκτενώς το πρόβλημα μέσω εμπειρικής έρευνας, θεωρούν πως οι τεχνολογίες βίντεο-επιτήρησης λειτουργούν αποτρεπτικά μόνο αν οι εγκληματίες έχουν την αίσθηση ότι η αστυνομία μπορεί ανά πάσα στιγμή να αντιληφθεί άμεσα τη δράση τους και να επιχειρήσει τη σύλληψή τους.

Και πάλι όμως τα παραπάνω ισχύουν σε ορισμένες μονάχα περιπτώσεις και τύπους εγκλημάτων, κυρίως εκείνα που απαιτούν κάποια προετοιμασία. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση των αναπάντεχων ξεσπασμάτων βίας, όπου δεν υπάρχει χρόνος για την αποτροπή της πράξης;

Ο Μπόρνεβασερ πιστεύει πως η επίγνωση και μόνο ότι μία περιοχή παρακολουθείται μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά, καθώς οι εγκληματίες μοιραία θα αναγκαστούν να αποφεύγουν αυτές τις περιοχές.

Από την άλλη, σκεπτικιστές όπως ο Κάσπαρ διατυπώνουν τις αντιρρήσεις τους, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η αίσθηση και μόνο ότι βρίσκεται κανείς υπό παρακολούθηση αρκεί για να ασκήσει πίεση, εξαναγκάζοντας τα άτομα σε μία ψυχολογική στάση υποχρεωτικής συμμόρφωσης.

Κοινώς, ό φόβος φυλάει τα έρμα, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο έλεγχος και η επιτήρηση, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να είναι εσωτερικευμένη...

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ