Αυτό το μουσείο είναι ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της Αθήνας -Με γραμματόσημα και άλλους θησαυρούς [εικόνες]

Αποτελεί ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της Αθήνας.

Παρά τη 40χρονη λειτουργία του στην καρδιά της πρωτεύουσας, μια ανάσα από το Παναθηναϊκό Στάδιο, οι επισκέπτες του αποτελούνται κυρίως από μυημένους Έλληνες και ξένους συλλέκτες. Το «άγνωστο» Φιλοτελικό και Ταχυδρομικό Μουσείο διανύει τον τελευταίο καιρό μια μεταβατική περίοδο αναδιοργάνωσης. Με στόχο τον εκσυγχρονισμό και εχέγγυο τα μοναδικά και σπανιότατα εκθέματα του το ΦΤΜ ετοιμάζεται για τη δυναμική επάνοδο του στον τουριστικό χάρτη της Αθήνας.

«Λόγω της καταλογογράφησης η επισκεψιμότητα διαμορφώνεται κατόπιν τηλεφωνικών συνεννοήσεων και αφορά ομαδικές επισκέψεις καθώς περιλαμβάνει ξενάγηση, ενώ η είσοδος είναι δωρεάν. Φυσικά είναι προσβάσιμο στους μεμονωμένους ερευνητές, αλλά πάντοτε κατόπιν επικοινωνίας», εξηγεί στο iefimerida ο φιλόλογος και ιστορικός τέχνης με υπερεικοσαετή εμπειρία σε ιστορικά αρχεία Εμμανουήλ Γεωργουδάκης, ο οποίος είναι ένας από τους μόλις πέντε (!) υπαλλήλους του Μουσείου που με ζήλο το κρατούν ζωντανό παρά τις αντιξοότητες.

Ποια είναι όμως τα πολύτιμα εκθέματα που κρύβονται στο υπόγειο του γωνιακού κτιρίου της Πλατείας Σταδίου 5 και Φωκιανού που αξίζει να γνωρίσει το κοινό;

Σφραγίδες, χρονολογικά σήμαντρα, ζυγαριές, παλιά τηλέφωνα, μηχανές σφράγισης επιστολών, στολές διανομέων, ποδήλατα και μοτοσυκλέτες, παλιά γραμματοκιβώτια, επιστολές, φύλλα και δοκίμια γραμματοσήμων, φεγιέ, φάκελοι πρώτης ημέρας κυκλοφορίας, πίνακες ζωγραφικής και μακέτες γραμματοσήμων μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών ξεδιπλώνουν μπροστά στα μάτια του επισκέπτη τη νεότερη ιστορία του τόπου.

Επιπλέον, στις προθήκες του εκτίθενται σπάνια χρονολογικά σήμαντρα των αρχών του 20ου αιώνα των κινητών ταχυδρομείων, προγραμματοσημολογικές επιστολές, δηλαδή επιστολές πριν την εφαρμογή του γραμματοσήμου ως μέσου πληρωμής της ταχυδρομικής μεταφοράς καθώς και μια συλλογή με επιστολές και σφραγίδες από ταχυδρομικά γραφεία της Μικράς Ασίας. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος του εκθεσιακού υλικού είναι αφιερωμένο στα ολυμπιακά γραμματόσημα που έχουν ιδιαίτερη συλλεκτική και καλλιτεχνική αξία.

«Η πλειονότητα των εκθεμάτων είναι μοναδικά, είτε από την φύση τους είτε διότι δεν έχουν διασωθεί άλλα παρόμοια. Ενδεικτικά, στα μεν ταχυδρομικά έχουμε ένα κιβώτιο φυλάξεως αξιών (μεταλλικό σεντούκι-χρηματοκιβώτιο), το οποίο αναφέρεται στα αρχεία ότι ανήκε στον Ιωάννη Καποδίστρια και ένα γραμματοκιβώτιο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913). Στα δε φιλοτελικά υπάρχουν οι διάφορες κεφαλές του Ερμού, δηλαδή τα πρώτα ελληνικά γραμματόσημα, τα οποία θεωρούνται από τα κορυφαία παγκοσμίως. Επιπλέον, τα προσχέδια των γραμματοσήμων είναι μοναδικά όχι μόνο από την φύση τους αλλά και επειδή έχουν σχεδιαστεί από τους κορυφαίους Έλληνες χαράκτες, όπως ο Τάσος, ο Κεφαλληνός, η Κατράκη κ.ά.

Εξίσου σημαντικές είναι και οι συλλογές των ολυμπιακών γραμματοσήμων με κορυφαία την αναμνηστική έκδοση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 η οποία θεωρείται εξέχουσα καλλιτεχνικά και ιστορικά στον ελληνικό αλλά και παγκόσμιο φιλοτελισμό. «Η Ελλάδα, είναι η πρώτη χώρα διεθνώς που εξέδωσε ολυμπιακά γραμματόσημα και η σειρά αυτή έθεσε τις βάσεις για την έκδοση πλήθους σειρών αθλητικών γραμματοσήμων από όλες τις χώρες του κόσμου, αποδεικνύοντας πως το γραμματόσημο αποτελεί ένα ισχυρό μέσο διάδοσης ιδεών αλλά και πληροφοριών», σημειώνει ο κ. Γεωργουδάκης.

Η ιδιαιτερότητά του σε σύγκριση με άλλα αντίστοιχα μουσεία του εξωτερικού έγκειται στη διασύνδεση του -όχι μόνο χωροταξικά αλλά και ιστορικά- με τον περιβάλλοντα χώρο του Σταδίου: «Ο συνδετικός κρίκος είναι οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, οι οποίοι οργανώθηκαν με επίκεντρο το Καλλιμάρμαρο, ενώ και τα ΕΛΤΑ αφιέρωσαν πολλές και αξιόλογες σειρές σε αυτούς. Η σύνδεση ειδικά της ελληνικής αρχαιότητας με την ευρύτερη περιοχή του Μουσείου (Ακρόπολη, Στύλοι Ολυμπίου Διός, Πύλη Αδριανού) μπορεί να θεωρηθεί ότι περικλείει σε ένα μικρό εκθεσιακό χώρο όλον τον αναστοχασμό του παρελθόντος με την επίσημη πάντα ματιά του ελληνικού κράτους. Μη λησμονούμε ότι οι παραστάσεις των γραμματοσήμων αποτελούν την έκφραση της εκάστοτε επίσημης άποψης του κράτους επί της ιστορίας. Είναι δηλαδή η εικόνα που θέλει να έχει το κράτος για τον εαυτό του».

Το ΦΤΜ υλοποιήθηκε με την δωρεά του υπάρχοντος κτιρίου προς το Ελληνικό Δημόσιο και ειδικότερα προς τα ΕΛΤΑ το 1978 από την σύζυγο του υπουργού Ανδρέα Στράτου, Νία Στράτου, η οποία υπήρξε φιλοτελίστρια. Στα χρόνια που ακολούθησαν εμπλουτίστηκε με συλλογές διαφόρων συλλεκτών, με την ετήσια παραγωγή των ΕΛΤΑ αλλά και με διάφορα αντικείμενα που συγκέντρωσαν και διέσωσαν με κόπο και προσωπική εργασία πολλοί υπάλληλοι των ΕΛΤΑ.

Εκτός όμως από την αρχική δωρεά, η συνδρομή των ιδιωτών και ειδικά της φιλοτελικής κοινότητας υπήρξε, όχι απλώς ουσιώδης, αλλά γενεσιουργός αιτία για το ίδιο το Μουσείο καθώς το ΦΤΜ υπήρξε μακροχρόνιο αίτημα της φιλοτελικής κοινότητας, της οποίας άλλωστε τιμήθηκαν προσφάτως διακεκριμένοι εκπρόσωποι με σειρά γραμματοσήμων από τα ΕΛΤΑ.

«Δυστυχώς προ ημερών συνέβη και η απώλεια του Μωυσή Κωνσταντίνη, ο οποίος υπήρξε όχι μόνο αξιόλογος ερευνητής της ταχυδρομικής και φιλοτελικής ιστορίας αλλά και σύμβουλος του Μουσείου. Ήταν από τους αρχικούς εισηγητές και συντελεστές της δημιουργίας του Μουσείου και μερίμνησε μεταξύ άλλων για την οργάνωση και έκθεση των συλλογών του», προσθέτει ο κ. Γεωργουδάκης.

Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και τη μετάβαση σε μια πιο εξωστρεφή φάση οι υπεύθυνοι του Μουσείου ευελπιστούν στη διευθέτηση μιας σειράς ζητημάτων όπως οι σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή. «Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων στο οποίο υπάγεται εδώ και σχεδόν ένα χρόνο το ΦΤΜ, μέχρι στιγμής έχει υποστηρίξει την προσπάθεια που γίνεται με γενναιοδωρία. Βεβαίως χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά, προ πάντων οργανωτική και διοικητική, ώστε να μπορέσει το Μουσείο να αναπτύξει επαρκώς τις δυνατότητές του. Το κτιριακό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα καθώς η μεν θέση είναι η καλύτερη δυνατή, ειδικά μάλιστα για το εν λόγω Μουσείο, ο χώρος όμως είναι αρκετά μικρός. Τέλος, θεωρούμε ότι μία καλή λύση είναι η συνεργασία με άλλους συναφείς φορείς σε όλα τα επίπεδα και αυτό το έχουμε ήδη ξεκινήσει, π.χ. με την Βιβλιοθήκη της Βουλής», καταλήγει ο κ. Γεωργουδάκης.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ