Φιάσκο αποδείχθηκε η «αποκάλυψη» του αρχαίου θησαυρού σε μαντρί της Φυλής, καθώς η πεπλοφόρος κόρη η οποία θεωρήθηκε από κάποιους ως «δίδυμη αδελφή της διάσημης Πεπλοφόρου της Ακρόπολης» δεν είναι παρά ένα κακότεχνο αντίγραφο...
Η εξέλιξη προκάλεσε «κόντρα» μεταξύ αρχαιολόγων και αστυνομικών, με τους πρώτους να μιλούν για πίεση που δέχθηκαν να γνωμοδοτήσουν γρήγορα ώστε να παρουσιάσει η ΕΛΑΣ μια επιτυχία.
«Είναι σαφές ότι πρόκειται για κίβδηλο έργο ακόμη και με μακροσκο πική εξέταση» εκτιμά μιλώντας στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» η γενική διευ θύντρια Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού Μαρία Βλαζάκη και εξηγεί πως το «εύρημα» εξε τάζεται ενδελεχώς από τη Διεύθυνση Συντήρησης προκειμένου να διαπιστωθεί το ακριβές υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένη.
Ωστόσο από μόνη της η δήλωση της αρχαιολόγου δεν είναι αρκετή, καθώς οι αστυνομικοί της Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας έχουν στα χέρια τους δύο ένορκες καταθέσεις αρχαιολόγων που επιβεβαίωναν πως το έργο ήταν αυθεντικό και άλλες τρεις επιστημόνων που διατηρούσαν επιφυλάξεις για τη γνησιότητα του. Με όλες τις καταθέσεις να περιλαμβάνονται στη δικογραφία, η αρμόδια ανακρίτρια είχε ζητήσει την προφυλάκιση των κατηγορουμένων που επιχείρησαν να πουλήσουν την αρχαιότητα-μαϊμού σε αστυνομικούς.
Η υπόθεση άρχισε να αποκαλύπτεται όταν αρχαιολόγος του υπουργείου Πολιτισμού κλήθηκε από τη Δίωξη προκειμένου να εκφράσει γνώμη για το γλυπτό. Η γνώμη της ήταν κάθετα αντίθετη από αυτή των συναδέλφων της σε σχέση με το υλικό και τη γνησιότητα.
Υποψίες κίνησε αμέσως το γεγονός ότι η κόρη από τη Φυλή είχε σπάσει... στα ίδια σημεία με εκείνα της Πεπλοφόρου από την Ακρόπολη.
«Δεν είναι δυνατόν να έχουν τα δυο έργα τα ίδια σπασίματα. Το ότι ήταν πλαστό φαινόταν ακόμη και από τις πρώτες κακές φωτογραφίες που είδα από την τηλεόραση» σχολίαζε ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Δημήτρης Παντερμαλής.
Όταν το γλυπτό πα ραδόθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, οι αρμόδιοι αρχαιολόγοι οι διαπίστωσαν πως ήταν φτιαγμένη από βαρύ υλι κό, το οποίο δεν είχε τη λεπτότητα και την καθαρότητα που διακρίνει ένα μαρμάρινο έργο. Εν συνεχεία παρατήρησαν πως τόσο στο μπροστινό μέρος του κορμού όσο και στα πλάγια έφερε ραφές, ένδειξη πως είχε γίνει με καλούπι, ενώ διακρίνονταν και φυσαλίδες από τη διαδικασία χύτευσης. Εν ολίγοις επρόκειτο για ένα χυτό αντίγραφο που δεν ήταν δουλεμένο καλά και δεν απέπνεε τη ζωντάνια του πρωτοτύπου, «μοιάζει με χαλκομανία», όπως είπε χαρακτηριστικά αρχαιολόγος που εξέτασε το άγαλμα.
«Πρόκειται για ένα κίβδηλο έργο, έξυπνα φτιαγμένο, με αρκετά λαθάκια όμως» υποστήριξε ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Βασίλης Λαμπρινουδάκης.
Οι ειδικοί στα εργαστήρια συντήρησης εκτιμούν πως η ποιότητα του υλικού θα αποκαλύψει και την περίοδο της κατασκευής του κίβδηλου αγάλματος, το οποίο δεν αποκλείεται να είναι κατασκευασμένο ακόμη και τον 19ο αιώνα, ενώ εκτιμάται πως ανάλογες πεπλοφόρους μπορεί να συναντήσει κάποιος και στο εξωτερικό καθώς πρόκειται για αγάλματα τα οποία χρησιμοποιούνταν ως διακοσμητικά σπιτιών.