Μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση στέλνει για μια ακόμα φορά η ΤτΕ, τονίζοντας ότι αν και οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν- έστω με καθυστέρηση- αν δεν αντιμετωπιστεί στη ρίζα του το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες και ακολούθως η οικονομία, δεν μπορούν να σηκώσουν κεφάλι.
Στην έκθεση της για την κατάσταση του Χρηματοπιστωτικού συστήματος, η ΤτΕ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι σε απόλυτο μέγεθος, το απόθεμα των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων συρρικνώνεται με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο α΄ τρίμηνο του 2017 εξαιτίας της μείωσης του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας από την παράταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Εντονότερα, επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών δανείων.
Επισημαίνεται ότι το 73,7% του συνόλου των ΜΕΑ που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 77,9%, για τα επιχειρηματικά στο 73,4%, ενώ για τα καταναλωτικά τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου στο 83%. Στο ίδιο πλαίσιο, προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το 52,3% των ΜΕΑ που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος του 2015 ανερχόταν σε 28,7%. Σημειώνεται ότι η εν λόγω αυξητική τάση έχει σταθεροποιηθεί από το β΄ εξάμηνο του 2016.
Ως κλειδί για το στόχο της μείωσης των κόκκινων δανείων χαρακτηρίζεται το πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού αλλά και η ηλεκτρονική πλατφόρμα πλειστηριασμών. Ωστόσο δεν λείπει ο προβληματισμός για τις μεγάλες καθυστερήσεις που παρατηρούνται στο δικαστικό σκέλος. Σύμφωνα με την ΤτΕ, για τα δάνεια που έχουν καταγγελθεί (Δεκέμβριος 2016: 48 δισεκ. ευρώ), η ανάλυση καταδεικνύει ότι τυχόν επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών κατά τρία χρόνια θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία τους κατά 7 δισεκ. ευρώ.
Η γενική εικόνα είναι ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας προδιαγράφονται ευοίωνες- αν και για φέτος δεν προβλέπεται ανάπτυξη πάνω από 1,6%- ενώ η προοπτική ένταξης στο QE θα βελτίωνε ακόμα περισσότερο τις συνθήκες χρηματοδότησης, βελτιώνοντας ακόμα περισσότερο το κλίμα εμπιστοσύνης. Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Ο χάρτης των προβληματικών δανείων
Πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης (79,9%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (58,7%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (68%), της μεταποίησης (47%) και των κατασκευών (54,8%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (5%), της δημόσιας διοίκησης (0,6%) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (26,4%).
Διαβάστε την έκθεση της ΤτΕ ΕΔΩ