Ο Μάριο Ντράγκι απέφυγε να πάρει θέση, όταν ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο συμμετοχής της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Στη συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για τα πεπραγμένα της ΕΚΤ το 2014, ο πρόεδρός της ρωτήθηκε από τον Δημήτρη Παπαδημούλη για το «εάν σκοπεύει να προχωρήσει και ενισχύσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (…) και πότε θα αποφασίσει και τη συμμετοχή της Ελλάδας (…) με δεδομένο ότι υπάρχουν ενδείξεις σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας».
Ομως, ο κ. Ντράγκι απέφυγε να απαντήσει, και αντί αυτού αναφέρθηκε στο ιστορικό «εμπλοκής της ΕΚΤ στα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής με την τρόικα».
«Οταν σχηματίσθηκε η τρόικα στις αρχές του 2010, η Νομισματική Ενωση δεν είχε τη δυνατότητα αντιμετώπισης της απώλειας, από χώρες- μέλη, της πρόσβασης στις αγορές. Αρχικά είχε σχεδιασθεί ως συμβουλευτικός ο ρόλος της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ για τα κράτη και για την Ελλάδα, προσφέροντας την εμπειρία τους. Εταν σαφείς οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η συμβολή της ΕΚΤ αλλά και γιατί αποδέχθηκε η ΕΚΤ τη συμμετοχή της . Γιατί μια επιτυχία των προγραμμάτων θα σήμαινε έναν καλό μηχανισμό και χρηματοπιστωτική σταθερότητα», εξήγησε.
Ομως, συμπλήρωσε, η τελική επιλογή και οι αποφάσεις για τα προγράμματα ανήκουν στο Eurogroup, και στον ESM και όχι στους θεσμούς που εμπλέκονται στα προγράμματα.
Ακόμη, ο κ. Ντράγκι μίλησε για ενδεχόμενη αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ τον Μάρτιο, ενώ υπερασπίστηκε την πολιτική της ΕΚΤ το καλοκαίρι του 2014, κρίνοντας πως τα μέτρα που ελήφθησαν τότε, ήσαν αποτελεσματικά στο να οδηγήσουν σε ευρεία χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης, τόνωση της τραπεζικής πίστης και τελικά, σε στήριξη των διαδικασιών ανάκαμψης της ευρωζώνης· αποδείχθηκαν ωστόσο ανεπαρκή σε ό,τι αφορά τη σταθερότητα των τιμών.