CINEMASS: Οι ταινίες της εβδομάδας (2 εως 8 Νοεμβρίου)

Ο Τάσος Θεοδωρόπουλος (terra_gelida@hotmail.com ) ανακαλύπτει ξανά τον Σπίλμπεργκ – παιδί που αγάπησε στον «Τεν Τεν», προκειμένου να πάρει δυνάμεις απέναντι στην συγκλονιστικό ερμηνευτικό ψυχικό άδειασμα της Τίλντα Σουίντον στο «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν».

Χαιρετάει καλόκαρδα τον Έντι Μέρφι με τον Μπεν Στίλερ, περιμένοντας να του διδάξουν «Πώς να Κλέψετε έναν Ουρανοξύστη» και αυτομαστιγώνεται για τον κρυφό του πόθο απέναντι στον Τζέραλντ Μπάτλερ «Φύλακα Αγγέλων». Αμήχανος απέναντι στην εκρηκτική αυτοφλεγόμενη αναρχική gay όπερα της «Ανταρσίας της Κόκκινης Μαρίας» αναλύει το box office της εβδομάδας που πέρασε και αμέσως μετά τηλεμεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη για το 52ο φεστιβάλ κινηματογράφου, συνεχίζοντας να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει χειρότερα από κάθε άλλον: να γράφει για σινεμά.

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΕΝ ΤΕΝ, ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟΚΕΡΟΥ / THE ADVENTURES OF TIN TIN,THE SECRET OF THE UNICORN: «Όταν η οθόνη εκρήγνυται»

Βαθμολογία: 5 / 5


Yπήρξε μία εποχή που πιστεύαμε ότι όλα ήταν πιθανά και η ζωή δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο από μια τεράστια υπόσχεση. Ταξιδιού και περιπέτειας. Μια εποχή που ήμασταν σίγουροι ότι θα ταξιδεύαμε μέχρι το τέλος της γης, θα βλέπαμε μέρη εξωτικά, θα αντιμετωπίζαμε ανομολόγητους κινδύνους, θα λύναμε μπερδεμένους γρίφους και το τέλος της ημέρας, θα μας έβρισκε θριαμβευτές και ατσαλάκωτους, με το χτενισμένο μας τσουλούφι στη θέση του και ούτε ένα λεκέ στο πουκάμισο που μας είχε σιδερώσει η μητέρα. Αυτή είναι η εποχή του Τεν Τεν, αυτός είναι και ο λόγος που ο «γεννημένος» το 1929 από τον Βέλγο κομίστα Ερζέ, χαρακτήρας, μίλησε στις καρδιές τόσων διαφορετικών ανθρώπων. Ένας μοναδικός, χωρίς ηλικία και οικογενειακό status εκτός από τον πιστό του σκύλο Μιλού, ήρωας, σε απροσδιόριστο χώρο και χρόνο κάπου στις δεκαετίες του 30 και του 40, που με την ιδιότητα του δημοσιογράφου ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης (έχοντας μια ιδιαίτερη έφεση στον ασιατικό και αφρικανικό εξωτισμό) μπλεγμένος πάντα σε ένα επικίνδυνο μυστήριο. Φτιαγμένος και σχεδιασμένος έτσι (δεν είναι τυχαίο ότι τόσο στα κόμικ όσο και στην ταινία ο Τεν Τεν είναι ο πιο αδιάφορος χαρακτήρας από όλους) ώστε ο κάθε ένας και σε κάθε ηλικία να μπορεί να προβάλλει πάνω του τον εαυτό του. Πόσο μάλλον ο κατ' εξοχήν παιδήλικας και παραμυθάς σκηνοθέτης. όπως είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ο άνθρωπος που είναι ταυτισμένος στο σύγχρονο σινεμά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο με το φάντασμα του Πίτερ Παν, την κινηματογραφική action φρενίτιδα και το πάντρεμα της τεχνολογικής εξελάνς με τη ρετρό αναπόληση. Ότι ακριβώς είναι ο κινηματογραφικός Τεν Τεν, ότι ήταν και ο Ιντιάνα Τζόουνς, μέσω του οποίου ο Σπίλμπεργκ ανακάλυψε και ερωτεύτηκε τον Τεν Τεν, όταν στη δεκαετία του 80 κάποιοι κριτικοί επεσήμαναν τις ομοιότητες ανάμεσα στους δύο ήρωες. Και ότι επιτέλους, ξανασυναντά με ενθουσιασμό στο σινεμά ο θείος Στίβεν, ρισκάροντας την υπογραφή του για πρώτη φορά τόσο στο 3D όσο και στο χώρο του ψηφιακού κινουμένου σχεδίου ή για να ακριβολογήσουμε, του motion capture animation. Της τεχνικής δηλαδή εκείνης κατά την οποία κανονικοί ηθοποιοί (εδώ ο Τζέιμι Μπελ στο ρόλο του Τεν Τεν και ο Άντι Σέρκις στον απολαυσικό ρόλο του Κάπτεν Χάντοκ) παίζουν κανονικά τους ρόλους τους συνδεδεμένοι με αισθητήρες οι οποίοι καταγράφουν τους μορφασμούς και τις κινήσεις τους σε υπολογιστή και τους μετατρέπουν σε ζωντανά καρτούν. Δεν μπορώ να ξέρω και δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιος κριτικός που να μπορεί να ξέρει, πως ακριβώς συμβαίνει αυτό το θαύμα που βλέπουμε σαν τελικό αποτέλεσμα στα μάτια μας. Και είναι τουλάχιστον ανόητο να προσπαθήσει κάποιος να το κρίνει με τις συμβατικές κινηματογραφικές του γνώσεις. Σε ποιο βαθμό η μαγεία οφείλεται στον Σπίλμπεργκ ή στον παραγωγό εν προκειμένω τον Πίτερ Τζάκσον (που πρόκειται να αναλάβει σκηνοθετικά το δεύτερο μέρος της σειράς και εδώ εκτελεί και χρέη second unit director) ή στους χιλιάδες συνεργάτες που διαβάζεις στα credits του τέλους, με ειδική εποπτεία σε χίλιους διαφορετικούς τομείς: από την ασύλληπτη καλλιτεχνική διεύθυνση που κι αυτή με τη σειρά της αναπαριστά με πίστη την αισθητική του Ερζέ μέχρι τους φωτισμούς στους οποίους στα credits αναφέρεται σαν σύμβουλος ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ. Όποιος και να έχει κάνει το οτιδήποτε, το σινεμά ανέκαθεν ήταν μια συνολική δουλειά, κι εδώ περισσότερο από πολλές άλλες περιπτώσεις με το σκηνοθέτη σε ρόλο του τελικού ενορχηστρωτή. Και σε αυτό το ρόλο, δηλαδή του ενορχηστρωτή, ο Σπίλμπεργκ, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τόσο το δικό του ενθουσιασμό και ταλέντο όσο και τη συνεισφορά όλων των προαναφερθέντων κάνει πραγματικά παπάδες. Δημιουργώντας την πιο θεαματική και διασκεδαστική εξωτική περιπέτεια που έχεις δει στο σινεμά εδώ και χρόνια. Ενώνοντας με τη βοήθεια των εξαιρετικών σεναριογράφων του στοιχεία από τουλάχιστον τρία διαφορετικά κόμικ άλμπουμ του Ερζέ, σε μια υπερταχεία συγκινήσεων που το μόνο για το οποίο θα μπορούσες να την κατηγορήσεις είναι η εξοντωτική της εναλλαγή οπτικών θαυμάτων, σκηνοθετικών εφευρημάτων δράσης, λεπτομέρειας και χρωμάτων που σε συνδυασμό με το πολύ καλό 3D και αυτή την περίεργη αίσθηση του τριπαριστικού motion capture animation σε μετατρέπει από ένα σημείο και μετά σε θεατή on acid, καταργώντας τα όρια ανάμεσα σε αυτό που γνωρίζεις ως πραγματικότητα και αυτό που βλέπεις ως αποτέλεσμα ψηφιακού κινουμένου σχεδίου. Χωρίς ούτε μία στιγμή να προδίδεται στο ελάχιστο το πρωτογενές υλικό που δεν αποτίνει απλώς φόρο τιμής στο σύμπαν του Ερζέ, αλλά διεισδύει μέσα μέσα του και το διαστέλλει, την ώρα που ο Σπίλμπεργκ κατουρημένος από χαρά ανακαλύπτει την κάμερα που πάντα ονειρευόταν για τις ταινίες του: Μια ψηφιακή άυλη κάμερα σε προσομοίωση της κανονικής με απεριόριστες δυνατότητες ως προς τις κινήσεις της και το τι και πως μπορεί να φιλμάρει. Δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο τελικά και εκ του αποτελέσματος, την απόφαση να μη γυρίσει τον Τεν Τεν σε live action, και ταυτόχρονα αφήνοντας χιλιόμετρα πίσω, όσον αφορά την κινηματογραφική πλαστικότητα των κάδρων αλλά και την εκφραστικότητα των χαρακτήρων, τον πρωτεργάτη του motion capture, Ρομπερτ Ζεμέκις. Μην το χάσετε για κανένα λόγο, πρόκειται για ένα θαύμα ατόφια ψυχαγωγικού σινεμά.

Δείτε το trailer εδώ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΕΒΙΝ / WE NEED TO TALK ABOUT KEVIN: «Κακό παιδί ο Κέβιν. Πολύ κακό».

Βαθμολογία: 3 / 5


Αντιμέτωπη με τη δικτατορία της μητρότητας, η συγκλονιστική για άλλη μια φορά Τίλντα Σουίντον, διηγείται εκ των υστέρων, μια τραγική ιστορία ψυχικής αποσύνδεσης, ανάμεσα σε εκείνη και το παιδί της, η οποία κατέληξε σε ένα φρικτό μακελειό. Στιγματισμένη ως η μητέρα του «τέρατος», η Σουίντον θυμάται τα γεγονότα που οδήγησαν στο τραγικό φινάλε, από τη γέννηση του παιδιού της μέχρι το οριακό συμβάν, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να ανασυντάξει τα απομεινάρια του ρημαγμένου εσωτερικού της τοπίου, δαμάζοντας (ή απλά παρατώντας τον εαυτό της σε αυτά) τα κύματα της εχθρότητας του περίγυρου αλλά και της δικής της επιθυμίας αυτοτιμωρίας. Ανοιγμένη σε όλα αυτά τα επίπεδα η ταινία της Λιν Ράμσεϊ που βασίζεται σε ένα πολύκροτο best seller, υποφέρει ενίοτε από το σύνδρομο της ανισόπεδης διάβασης «εντυπωσιακών» εκρήξεων που δεν κατορθώνουν να αποκτήσουν όλες το αναμενόμενο επεξηγηματικό βάθος, αλλά λειαίνει τις διαφορές εστιάζοντας και χρησιμοποιώντας για κορμό την μοναδική ερμηνεία της Σουίντον: Ένα υπόδειγμα σπαραχτικής και αυστηρά συγκρατημένης κατάδυσης σε βραχώδεις και άνυδρες ψυχικές περιοχές σε μια ταινία που άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο επιτυχημένα ακροβατεί ανάμεσα στο δράμα, το ψυχογράφημα και το θρίλερ. Μάστορας της μινιμαλιστικής διαχείρισης ατμόσφαιρας, η Ράμσεϊ κατορθώνει να πετύχει μια ανατριχιαστική μεταδοτικότητα σε επί μέρους χαρτογραφήσεις σκοτεινών και αμφίσημων περιοχών, αδυνατώντας όμως ταυτόχρονα, να ισορροπήσει τους τόνους, ιδιαίτερα όσον αφορά τον αβανταδόρικο ρόλο του Κέβιν, που με τη σκιαχτική ερμηνεία του 18χρονου Έζρα Μίλερ και τον άτσαλο σκηνοθετικό και κυρίως σεναριακό χειρισμό, προκύπτει χαρακτήρας ταινίας τρόμου τύπου ο Μικρός Αντίχριστος. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου.

Δείτε το trailer εδώ

Παρουσιάσεις

ΠΩΣ ΝΑ ΚΛΕΨΕΤΕ ΕΝΑΝ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΗ / TOWER HEIST

Ο Μπρετ Ράτνερ μαζεύει τους Έντι Μέρφι, Μπεν Στίλερ, Κέισι Άφλεκ, Άλαν Άλντα και Τία Λεόνι φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ένα διασκεδαστικό κράμα κωμωδίας και ληστείας αλά «Συμμορία των 11». Ο υπεύθυνος προσωπικού ενός ουρανοξύστη χλιδάτων κατοικιών σχεδιάζει μαζί με μια ομάδα της συμφοράς που αποτελείται από συναδέλφους του να κλέψουν 20 εκ. δολάρια που υποτίθεται πως υπάρχουν στο φυλαγμένο από το FBI διαμέρισμα ενός ενοίκου, ο οποίος καταχράστηκε τα λεφτά τους

O ξένος τύπος έγραψε

+ Μια καλολαδωμένη μηχανή μαζικής ψυχαγωγίας. THE HOLLYWOOD REPORTER

-Το πιο πιθανό είναι να νοιώσεις πως αυτός που ληστεύουν είσαι εσύ σαν θεατής. ΤΙΜΕ ΟUT NEW YORK

Δείτε το trailer εδώ


ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΩΝ / MACHINE GUN PREACHER


Άβυσσος η ψυχή του σκηνοθέτη και εν προκειμένω του Μαρκ Φόρστερ, που από τον οσκαρικό «Χορό των Τεράτων» μεταπήδησε στον «Τζέιμς Μποντ» και τώρα αναλαμβάνει περιπέτεια με τον Τζέραλντ Μπάτλερ που υποτίθεται ότι βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός κακού με γκάνια ο οποίος μετά έγινε καλός, έγινε και ευαγγελιστής, πήγε και στο Σουδάν, άνοιξε κι ορφανοτροφείο κι όποτε έσκαγε κανείς κακός να του πειράξει τα ορφανά τον έκανε τρυπητήρι με τις σφαίρες από το γκάνι που του είχε ξεμείνει από τότε που ήταν κακός.

Ο ξένος τύπος έγραψε

+ Μολονότι ο 'εκμεταλλευτικός' τίτλος της ταινίας δε σε προϊδεάζει για κάτι καλό, αυτή κινηματογραφική μεταφορά μιας απίστευτης αληθινής ιστορίας καταφέρνει να σε συναρπάσει και να σε εμπνεύσει με την στρωτή αφήγησή της. BOX OFFICE MAGAZINE

-O τίτλος της ταινίας υπόσχεται ένα φτηνό κιτς b movie. Όταν τελειώνει, αυτό που σκέφτεσαι είναι μακάρι να ήταν έστω κάτι τέτοιο. ENTERTAINMENT WEEKLY

Δείτε το trailer της ταινίας εδώ


ΤΗΕ ΒLACK POWER MIXTAPE 1967 – 1975


Ο σκηνοθέτης Γκόραν Όλσον συμμαζεύει ένα τεράστιο σε όγκο αρχειακό υλικό της σουηδικής τηλεόρασης γύρω από τους «Μαύρους Πάνθηρες» και τους αγώνες των αφροαμερικάνων στη δεκαετία του 60. Αποκλειστικά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας και τον Ζέφυρο. Βραβείο μοντάζ στο τελευταίο φεστιβάλ του Sundance.

O ξένος τύπος έγραψε

+ Ένα αξιοσημείωτο και φρέσκο στην οπτική του ντοκιμαντέρ που ξεχωρίζει. VILLAGE VOICE

-Ένα ντοκιμαντέρ γεμάτο από cool ομιλούντα κεφάλια που ρητορεύουν αντί να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε είδος δράσης. SLANT MAGAZINE

Δείτε το trailer εδώ


H ANTAΡΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΜΑΡΙΑΣ


Προκλητικό, εκτός ελέγχου, ιδεολογικά και πολιτικά εκρηκτικό αλλά ταυτόχρονα για πολλούς αβάσταχτος και απωθητικός, ο κινηματογράφος του Κώστα Ζάπα που είναι σίγουρα μοναδικός στην ελληνική κινηματογραφία αποφασίζει αυτή τη φορά να «μολύνει» με την καλή ή την κακή έννοια, τόσο τον φύσει ανατρεπτικό χώρο του queer cinema όσο και αυτόν του μιούζικαλ, με ένα ανατρεπτικό πολιτικό, τρομοκρατικό, ερωτικό, gay, punk αντιμιούζικαλ. Ένας αλκοολικός πιτσιρικάς πέφτει θύμα επίθεσης νεοναζί και βρίσκει απάγκιο κι απανέμι στην αγκαλιά ενός πρώην τρομοκράτη που ντύνεται τραβεστί, ονομάζεται Κόκκινη Μαρία και περφορμάρει σε μπαρ. Aποκλειστικά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.

Ο ελληνικός τύπος έγραψε

+ H πρώτη ελληνική πολιτική ταινία μετά το «Θίασο»... Ο Κώστας Ζάππας άνοιξε ένα νέο δρόμοι που ακολούθησαν οι Λάνθιμος και Τσαγγάρη. ΑΛΕΞΗΣ ΔΕΡΜΕΤΖΟΓΛΟΥ

-Ομιχλώδη ιδεολογήματα και μια ασαφής προβληματική που δείχνει μαζί βαθυστόχαστη και απλοϊκή ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Δείτε το trailer εδώ


52ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 4- 13 / 11

Υπό νέα διεύθυνση από πέρσι, αυτή του έμπειρου Δημήτρη Εϊπίδη και με το ένα δέκατο του προϋπολογισμού σε σχέση με τα «μεγαλεία» της τελευταίας τετραετίας, το σημαντικότερο εγχώριο κινηματογραφικό event προσπαθεί αφ' ενός να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του και αφ' ετέρου να διαχωρίσει τη θέση του από την προηγούμενη διοίκηση. Τόσο μέσω του προγραμματισμού του, όσο και μέσω των «πύρινων» συνεντεύξεων του Δημήτρη Εϊπίδη στις οποίες βάλλεται κατά των σπαταλών της προηγούμενης διευθύντριας Δέσποινας Μουζάκη αλλά και του Χολιγουντιανού κινηματογράφου εφ' όσον ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις του, ο Εϊπίδης δηλώνει «Το Χόλιγουντ δεν έχει καμιά δουλειά εδώ». Ξεπερνώ τον εκνευρισμό που μου προκαλούν τέτοιοι χοντροκομμένοι μπαρόκ αφορισμοί μιας εντελώς ξεπερασμένης κινηματογραφικής και γενικότερης αντίληψης, ευχόμενος (από τη στιγμή που είμαι φιλοξενούμενος του φεστιβάλ) το τελικό αποτέλεσμα να δικαιολογήσει τις μεγαλοστομίες. Επί του πρακτέου, το φετινό πρόγραμμα που αν μη τι άλλο φαίνεται να είναι φτιαγμένο με μέτρο, άποψη και αγάπη για το σινεμά δε θυμίζει σε τίποτα τις άτακτες λεγεώνες ταινιών των προηγούμενων ετών, κι αυτό είναι σίγουρα θετικό μένει όμως, και ειδικά στο πάντα πονεμένο και συνήθως πλέον αδιάφορο διαγωνιστικό κομμάτι του φεστιβάλ να δικαιολογήσει την ύπαρξη και την αξία του θεσμού. Σε αυτό το τμήμα, από ελληνικής πλευράς όλα τα φώτα είναι στραμμένα στην μετά από 15 χρόνια επανεμφάνιση του μοναδικού τρυφερού εικονοκλάστη, Μενέλαου Καραμαγγιώλη με το πολυσυζητημένο «J.A.C.E.» του που δημιούργησε αίσθηση στο πρόσφατο φεστιβάλ του Τόκιο και αγοράστηκε για διανομή στην Ιαπωνία και ο «Παράδεισος» του Παναγιώτη Φαφούτη, μέσα από τον οποίο ο σκηνοθέτης θα προσπαθήσει να ξεπλύνει τις αλγεινές εντυπώσεις της εμπορικής κωμωδίας «Η Κληρονόμος» (αλγεινές όχι γιατί η ταινία ήταν εμπορική, αλλά επειδή ήταν αυτό που ήταν) πραγματοποιώντας στροφή 180 μοιρών με ένα προσωπικό αυτή τη φορά, art project.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ BOX OFFICE

Δύο οι ελληνικές ταινίες που κυκλοφόρησαν την προηγούμενη εβδομάδα. Δύο και τα πατατράκ. Γιατί μπορεί η «εμπορική» «Λούφα» να είναι στην πρώτη θέση του box office, αλλά με τι νούμερα από τη στιγμή που άνοιξε σε παραπάνω από 80 αίθουσες; Ούτε 1000 εισιτήρια τετραημέρου δηλαδή για το κάθε σινεμά που την έπαιξε, που αν διαιρέσεις το 1000 με το 4, σου κάνει 250 εισιτήρια την ημέρα κι αν διαιρέσεις το 250 με 4 προβολές τη μέρα πόσους θεατές σου βγάζει ότι είχε κατά μέσο όρο η κάθε προβολή; 60 και κάτι. Οπότε όχι μόνο δε μιλάμε για επιτυχία αλλά για αποτυχία ολκής, ειδικά από τη στιγμή που την προηγούμενη «Λούφα» στις αίθουσες την είδανε 1.500.000 νοματαίοι. Φταίει η κρίση; Μπορεί. Φταίει όμως σίγουρα και η ταινία στην οποί κανείς δε γελάει. Και πάμε στο άλλο άκρο, το εντελώς «καλλιτεχνικό» σινεμά των «Άλπεων» με τις περγαμηνές των βραβείων. Πόσοι Έλληνες ενδιαφέρθηκαν να δουν τι ήταν αυτό που βραβεύτηκε; 3.229 σε πέντε αίθουσες. Ούτε καν οι ίδιοι οι σινεφίλ δεν πήγαν. Γιατί; Ας αναρωτηθούν όσοι προκαταβολικά επαίρονται, και τρέχουν σε βαφτίσια. Επειδή πολύ απλά, είναι καιρός να γίνει κατανοητό, ότι α) καμία βράβευση δε σου εξασφαλίζει απολύτως τίποτα εκτός από περίσσια πόζα αν εξ αρχής έχεις αποφασίσει ότι το έργο σου θέλεις να μιλάει μόνο με εσένα που το έφτιαξες, σαν να κοιτιέσαι στον καθρέφτη και όχι με το κοινό. Ακόμα και το art σινεφίλ κοινό. Και δεν φταίει το κοινό του σινεμά, (που είναι τελείως διαφορετικό από της τηλεόρασης, οπότε δεν μιλάμε για μάζα) γιατί δε θα έχριζε τον Γούντι Άλεν βασιλιά και blockbuster που πάει να ξεπεράσει τα 200 χιλιάρικα. Σε ένα box office, που γι αυτή τουλάχιστον την εβδομάδα, δεν μπορείς να το κατηγορήσεις για έλλειψη εκλεκτικότητας. Εφ' όσον μια χαρά εισιτήρια συνεχίζει να κόβει τόσο ο Κλούνεϊ που εξακολουθεί να διατηρείται στην πεντάδα όσο και ο μετριότατος αυτή τη φορά για τα δικά μου γούστα, Σόντερμπεργκ. Σίγουρα όχι όσα θα έκοβαν σε άλλες εποχές, όπως και ο Αλμοντοβάρ, που καβάντζωσε τις 30 χιλιάδες, και πάλι καλά γιατί και στη δική του περίπτωση δε φταίει η κρίση, αλλά η ταινία του. Και αν θες να μιλήσουμε για πραγματικά καλλιτεχνικά σουξέ, το βλέμμα στραμμένο για άλλη μια εβδομάδα στον εξαιρετικό ιρανικό «Ένα Χωρισμό» που το να φτάσει κάτω από αυτές τις συνθήκες στις 27.500 εισιτήρια είναι άθλος. Το αυτό και για το πανέμορφο «Κάποτε στην Ανατολία» που κατάφερε να πείσει 3.350 θεατές μόλις σε δύο αίθουσες. Θέλεις να κάνουμε πάλι τις διαιρέσεις που κάναμε στην αρχή, για να καταλάβεις σε αναλογικά μεγέθη, ποιος έκανε τη μεγάλη επιτυχία της εβδομάδας; Η «Λούφα» ή η «Ανατολία»;

1.ΛΟΥΦΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ: ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ: 68.098

2.ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ: 17.615 (σύνολο 183.077)

3.CONTAGION: 14.811 (σύνολο 56.402)

4.KILLER ELITE: 13.886 (σύνολο 48.856)

5.ΑΙ ΕΙΔΟΙ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ: 12.334 (σύνολο 79.936)

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ