Ο Νίκος Μάντης μιλάει για το «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί», ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα για το δύσκολο παρόν, το ανυποψίαστο παρελθόν, το δυσοίωνο μέλλον.
Ένα μυθιστόρημα με ήρωες εκείνους που δεν έχουν να χάσουν τίποτα πια κι εκείνους που μπορεί να χάσουν τα πάντα.
«Όλοι εμείς, εδώ και αιώνες, γεννιόμαστε για να μισούμε ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί τους υπόλοιπους, και αν δεν αλλάξει αυτό καμιά ανόητη “πρόοδος” και “ανάπτυξη” δεν πρόκειται να συντελεστεί. Γι’ αυτό έβαλα μπρος εκείνο που για μένα είναι ένα κοινωνικό πρωτίστως πείραμα: να ναρκώσω το μίσος διά του κάθετου και γενικού πλουτισμού. Έτσι, με ξένα λεφτά, οι Έλληνες θα γίνουν απ’ τη μια μέρα στην άλλη πιο πλούσιοι. Κι ίσως σε δέκα, είκοσι χρόνια τα τωρινά βρέφη να ξυπνήσουν ένα πρωί και να ’χουν ξεχάσει ότι οι πατεράδες τους και οι παππούδες τους κάποτε μισούσαν τόσο πολύ και να ’χουν με κάποιον τρόπο αποκτήσει την ικανότητα να κοιτάξουν ανεμπόδιστα το μέλλον. Να σχεδιάσουν κάτι μακροπρόθεσμο, να δουλέψουν όλοι μαζί, δίχως το παλιό δηλητήριο μέσα στις φλέβες» λέει σε κάποια στιγμή έντονης αυτοκριτικής ο Αρχηγός, ο Ηγέτης της Αλλαγής που κάποτε ξεσήκωνε τα πλήθη, σε κάποιον από τους ήρωες του βιβλίου του Νίκου Μάντη.
Το «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί» είναι ένα μυθιστόρημα για όλα όσα συμβαίνουν σήμερα, για εκείνα που ξεκίνησαν στο παρελθόν και εκείνα που θα αντιμετωπίσουμε, πιθανότατα, στο μέλλον. Επικοινωνήσαμε μαζί του και τον ρωτήσαμε για το καινούργιο του βιβλίο, τους ήρωές του, τη συγγραφή, τα βιβλία γενικότερα.
Το «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί» είναι το τρίτο μυθιστόρημα που γράφετε. Προηγήθηκαν «Το χιόνι του καλοκαιριού» και το βραβευμένο «Άγρια Ακρόπολη». Μιλήστε μας λίγο για το νέο σας βιβλίο. Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Τι ακριβώς (ή περίπου) συμβαίνει στις 262 σελίδες του βιβλίου;
Το βιβλίο αποτελείται από οχτώ ιστορίες ας πούμε κοινωνικού ρεαλισμού, με φόντο την Ελλάδα και ειδικά την Αθήνα του σήμερα, οι οποίες συνδέονται, διασταυρώνονται, αλληλοκαλύπτονται και οδηγούνται σε μια κατάληξη, που πιστεύω δικαιώνει κάπως τα βάσανα των ηρώων, αποφορτίζοντας το μίσος που αποτελεί το βασικό καμβά του έργου. Πρόκειται για τη μεταφορά της λογικής του γνωστού παιδικού παιχνιδιού στον κόσμο των ενηλίκων, σε μια χώρα όπου κάποιοι είναι αποφασισμένοι να τα ρισκάρουν όλα για όλα, μιας και θεωρούν ότι δεν τους μένει πια να χάσουν τίποτα, ενώ κάποιοι άλλοι θα παίξουν άμυνα μέχρι το τέλος, γαντζωμένοι σε όσα θεωρούν ότι για κείνους είναι τα πάντα.
Η έκδοση του βιβλίου πώς προέκυψε; Λένε πως μια από τις αρετές του συγγραφέα είναι να ξέρει να περιμένει. Χρειάστηκε να περιμένετε για το «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί»; Όλα τα βιβλία σας έχουν κυκλοφορήσει από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Είναι δική σας επιλογή; Αισθάνεστε ασφάλεια;
Το βιβλίο γράφτηκε μ’ έναν γρήγορο και πυρετώδη ρυθμό, λες και ξύπνησα ιδρωμένος από εφιαλτικό όνειρο και έσπευσα να το καταγράψω. Το άγχος μου, δημιουργικό κατ’ αρχάς, ταυτίστηκε με το άγχος επιβίωσης και ύπαρξης των χαρακτήρων και όλο αυτό οδήγησε σε ένα βασανισμένο και βασανιστικό παλίμψηστο (αλλιώς και «αχταρμά») μπροστά στο οποίο έμεινα αρχικά κάπως αμήχανος. Ωστόσο τα πρώτα σχόλια των γύρω μου ήταν πολύ ενθαρρυντικά, ενώ και ο Καστανιώτης αγκάλιασε το κείμενο. Οφείλω λοιπόν να ευχαριστήσω τον εκδότη μου, στον οποίο με οδήγησαν εδώ και δέκα περίπου χρόνια οι συγκυρίες, που αποτελούν συνήθως προϊόν επιλογής της ίδιας της ζωής για εμάς. Ως εκ τούτου, δεν έχω κανένα λόγο να μην αισθάνομαι ασφαλής κοντά του.
Πώς γράψατε το «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί»; Πώς ξεκινήσατε; Τι ήταν αυτό που σας ώθησε; Μια έμπνευση της στιγμής; Μια κεντρική ιδέα; Πόσο καιρό σας πήρε να ολοκληρώσετε το μυθιστόρημα;
Εν αρχή υπήρξαν οι χαρακτήρες, ιδίως ο ναρκομανής Ρομέο που με τραβούσε για καιρό απ’ το μανίκι για να μιλήσω τη γλώσσα του και να αφηγηθώ την ιστορία του. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι. Όλα αυτά σιγόβραζαν μέσα μου και η ζύμωσή τους φαίνεται είχε οδηγηθεί σε ένα βαθμό ωρίμανσης τέτοιο, που μου επέτρεψε, όταν επιτέλους κάθισα στον υπολογιστή, να ολοκληρώσω το βιβλίο πολύ γρήγορα, μέσα σε μερικές εβδομάδες. Δεν ήταν πρόθεσή μου εξαρχής να κάνω ένα συνολικό σχόλιο για τη χώρα και την εποχή που διανύουμε, προέκυψε όμως, και κορυφώθηκε στα πιο πολιτικά μέρη του βιβλίου, στις ιστορίες όπου μπλέκουν η πολιτική και οι πολιτικοί με την τρέχουσα ─και εντελώς αγοραία, φοβάμαι─ έννοια.
Πολλοί συγγραφείς λένε ότι όταν ξεκινούν να γράψουν, γνωρίζουν την αρχή και το τέλος της ιστορίας, συχνά και τον τίτλο του βιβλίου. Ισχύει κάτι τέτοιο στη δική σας περίπτωση; Αλήθεια, ο ευρηματικός τίτλος πώς προέκυψε; Είναι μια αναφορά στο παλιό παιδικό παιχνίδι; Η πέτρα νικά το ψαλίδι που νικά το χαρτί που νικά την πέτρα;
Όχι, δεν γνώριζα το τέλος του βιβλίου, ούτε καν το τέλος της κάθε μιας από τις ιστορίες. Είναι κάτι που μου συνέβη για πρώτη φορά, γιατί γενικά δίνω σημασία στη δομή και θέλω να ξεκινάω τη γραφή με κάποιο σχετικά σαφές πλάνο. Εδώ όμως τα πράγματα σα να προέκυψαν, αποτυπώθηκαν λες και συνταίριαξαν ρυθμός και στίχος, λες κι έγραψα με τη μία ένα τραγούδι. (Το ξέρω, ακούγεται «κάπως» αυτό, αλλά έτσι έγινε.) Ο τίτλος «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί» ήρθε ως κερασάκι στη σκέψη μου, αμέσως μόλις ολοκλήρωσα την πρώτη γραφή. Αναφέρεται στο παιδικό παιχνίδι, που εδώ έχει αγριέψει αρκετά, αλλά και στη διαπάλη, στις σελίδες του βιβλίου, ανάμεσα στις τρεις χρονικές φάσεις που συμβολίζονται: το δύσκολο παρόν, το ανυποψίαστο παρελθόν και το δυσοίωνο μέλλον. Ποιο απ’ τα τρία θα υπερισχύσει, αφήνοντας οριστικά τη σφραγίδα του;
Πείτε μας λίγα λόγια για τους τόσο διαφορετικούς ήρωες του βιβλίου σας: ο Ραζέλος, ο Ρομέο, ο Αλέξης και η Άντα, ο Ιντρίς ή Αντρέας, ο Αθανάσιος Κλάδης, η Λίτσα, ο Φοίβος, η Δήμητρα. Ποιοί είναι; Τι κάνουν; Πώς περνούν τις μέρες τους; Οι πρωταγωνιστές ανήκουν σε ολότελα διαφορετικούς κόσμους: οι παράνομοι μετανάστες, ο υπόκοσμος, της πορνεία και των ναρκωτικών, οι βιοπαλαιστές, οι «έντιμοι» αστοί, οι ευνοημένοι πολιτικοί. Στην Αθήνα της κρίσης οι δρόμοι τους διασταυρώνονται συνεχώς.
Νομίζω ότι είναι προτιμότερο να αφήσω τους χαρακτήρες να αφηγηθούν μόνοι τους τις ιστορίες τους. Άλλωστε είναι όλοι τους λαλίστατοι, αφού διεκτραγωδούν τις προσωπικές τους καταστάσεις με κάθε λεπτομέρεια, απευθυνόμενοι στο εσωτερικό αυτί τους, που τυχαίνει να ταυτίζεται κάθε φορά με τον αναγνώστη. Στόχος μου πάντως ήταν να δείξω ότι στον κόσμο του σήμερα δεν υπάρχουν στεγανά, ότι η συμφορά του ενός αργά ή γρήγορα θα μολύνει τον δίπλα του, όσο προφυλαγμένος κι αν νομίζει ότι είναι. Η απώλεια είναι πάντα η κατάληξη. Για αρκετούς αυτό σημαίνει λεφτά, για άλλους αξιοπρέπεια, για κάποιους ακόμα και τη ζωή τους την ίδια. Μέχρι χτες σκοπός της πολιτικής και της καθεστηκυίας τάξης ήταν να υπάρχουν στεγανά προστασίας για μερικούς, θυσιάζοντας ενδεχομένως κάποιους άλλους. Η κατάρρευση της πολιτικής οδηγεί στην κατάρρευση όλου αυτού του καλοφτιαγμένου πλάνου. Το δράμα μας ωστόσο είναι ότι ούτε απ’ αυτό δεν πρόκειται να προκύψει δικαιοσύνη, αλλά ίσως κάτι ακόμα χειρότερο.
Tο «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί» είναι ένα μυθιστόρημα για το σήμερα: έχει πάμπολλες αναφορές στη σημερινή κρίση και στα γεγονότα που στιγμάτισαν τις μέρες μας. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αναφέρεται στη δεκαετία του ’80, στα αδικημένα παιδιά της Ιστορίας, στην επιστροφή της Δημοκρατίας, στον μεγάλο Ηγέτη της Αλλαγής και στην κοσμοθεωρία του: «όταν η διαφθορά είναι μαζική, καθολική, τότε παύει να είναι διαφθορά». Μέσα στις σελίδες του βιβλίου ψηλαφίζετε, ανιχνεύετε και ψάχνετε να βρείτε τις αιτίες. Πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση όπου όλα φαίνονται να έχουν καταρρεύσει;
Δεν υπάρχει κάποιο αφανές, μαγικό στοιχείο, που να εξηγεί τα πάντα και που θα το ανακαλύψουν ως εκ θαύματος οι ιστορικοί του μέλλοντος. Πιστεύω ότι το λόγο της αποτυχίας μας κατά βάθος τον ψυχανεμιζόμαστε όλοι, άσχετα αν κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε, ή αλληλο-κοροϊδευόμαστε πολλές φορές. Παραπέμπω στον τίτλο ενός καλού βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα: «Έλληνες, τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» του Κώστα Κωστή.
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο άλλοτε παντοδύναμος υπουργός, χρεοκοπημένος πια, μιλάει για το μίσος που δεν γιατρεύεται με τίποτε: «Τα λεφτά δεν γιατρεύουν το μίσος. Τίποτε δεν γιατρεύουν τα λεφτά. Ό,τι υπάρχει πριν, όταν του ρίξεις και λεφτά από πάνω, θα το γιγαντώσεις. Σίγουρα πράγματα, νομοτελειακά. Κι εγώ πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα θα ᾿ρθούνε και οι επαγγελματίες του μίσους». Η κρίση δεν θα φέρει τίποτε καλό; Το μέλλον μας θα είναι γεμάτο οργή και μίσος;
Όπως ευκόλως εννοείται, οι φράσεις αυτές αφορούν τη Χρυσή Αυγή, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προβληματική του βιβλίου. Η κρίση θα μπορούσε να φέρει κάτι καλό, αν η οπτική μας οδηγούσε σε αυστηρή ενδοσκόπηση και αυτοκριτική, αρχικά σε προσωπικό και έπειτα σε συλλογικό επίπεδο. Πιστεύω όμως ότι, όσο ψάχνουμε για λύσεις σε φταίχτες και αποδιοπομπαίους τράγους μεταξύ μας ή και έξω από εμάς, τίποτα θετικό δεν προοιωνίζεται. Το μίσος άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ καλός οδηγός για κανέναν.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου κάπου, κάπως κρύβεται ο συγγραφέας. Φανερωθείτε, παρακαλώ. Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση από το «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί»;
Την αγαπημένη μου φράση στο βιβλίο δεν την έχω γράψει εγώ, αλλά ο Άκης Πάνου. Πρόκειται για το μότο του βιβλίου, το στίχο «Θέλω να τα πω / σα να παραμιλώ» που δίνει το πνεύμα και τον τόνο όσων πρόκειται να ακολουθήσουν.
Όλοι οι συγγραφείς αγαπούν τα βιβλία. Και μερικά τα αγαπάνε περισσότερο από άλλα. Ωστόσο υπάρχει κάποιο βιβλίο που ξεχωρίζετε; Θα μας πείτε τι το ξεχωριστό έχει για εσάς;
Είμαι οπαδός των κλασικών και όσων διεκδικούν με θράσος την συμπερίληψή τους στους κλασικούς του μέλλοντος. Κατεξοχήν τέτοιος είναι για μένα ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ό,τι δικό του έχω διαβάσει μου έχει μείνει αξέχαστο. Αυτό θεωρώ το πιο σίγουρο δείγμα της αυθεντικής γραφής, να εντάσσεται στις αναμνήσεις σου, παίρνοντας θέση δίπλα στις καθαυτό δικές σου εμπειρίες. Διαβάζοντας τους «Άγριους Ντετέκτιβ», είχα την αίσθηση ότι μέσα σε μερικές εβδομάδες έζησα μια ζωή ολόκληρη μαζί με τους θρυλικούς τυχοδιώκτες και παντελώς αγνώστους μεγαλοφυείς ποιητές, τον Αρτούρο Μπελάνο και τον Ουλίσες Λίμα. Όταν αναφερόμαστε στον Μπολάνιο και τους ομοίους του, μιλάμε για ανθρώπους πέραν της συγγραφικής πίστας όπου χορεύουμε οι περισσότεροι, προσέχοντας να μην πατήσουμε ο ένας τον άλλο. Για μοναδικά χαρμάνια δημιουργικής λύσσας και αγγίγματος Θεού, υπό μορφή ταλέντου. Δηλαδή για σύγχρονους προφήτες της γραφής.
Πώς επιλέγετε τα βιβλία που διαβάζετε; Ακολουθείτε συγκεκριμένους συγγραφείς; Συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας; Μπαίνετε σε ένα βιβλιοπωλείο και αποφασίζετε εκείνη τη στιγμή; Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσετε;
Φοβάμαι ότι είμαι αφόρητα προβλέψιμος. Για τις επιλογές μου ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό ο Τύπος και τα ΜΜΕ. Αν δω στις σχετικές σελίδες κάτι που θα μου τραβήξει την προσοχή, και γενικά εμπιστεύομαι τις κριτικές, θα σπεύσω στους πάγκους. Με τα χρόνια βέβαια και τη συσσωρευμένη εμπειρία έχει δημιουργηθεί προσωπικό κριτήριο και μεγαλύτερη πρωτοβουλία στις κινήσεις. Για παράδειγμα, διαβάζω περισσότερο αγγλοσάξονες απ’ το πρωτότυπο και κεντροευρωπαίους σε μετάφραση −και χαιρετίζω, παρεμπιπτόντως, την πρόσφατη τάση για εκ νέου ανακάλυψη πολλών γερμανόφωνων συγγραφέων του μεσοπολέμου. Τα πρώτα μου βήματα πάντως στη βαθύτερη γνωριμία με το βιβλίο τα έκανα μέσα από τις σελίδες και τα καταπληκτικά ένθετα της παλιάς καλής «Ελευθεροτυπίας». Όσο για το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω, είναι ένας τόμος του Παναγιώτη Κονδύλη, για να καλύψω κάπως τα τεράστια θεωρητικά κενά μου.
Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο που θα γράψετε;
Δεν έχω ιδέα. Ή μάλλον ιδέες έχω, απλά δεν ξέρω πότε θα ξανακάτσω να γράψω κάτι. Υποψιάζομαι ότι αυτή τη φορά θα αργήσω λίγο.