Η δημόσια τέχνη είναι πολιτική πράξη: Μπουτάρης, ΝΕΟΝ, Ιδρυμα Ωνάση και Νιάρχος για την ανακατάληψη της πόλης

Η κυριαρχία του κενού στην πόλη, η σχέση δυσπιστίας με κάθε τι αστικό, η πλήρης αντι-κοινωνικοποίηση του αστικού χώρου αποτελούν πληγές της Αθήνας που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν. Και ναι, η δημόσια τέχνη μπορεί να οδηγησει όχι απλά στην κάλυψη του κενού αλλά και στη δημιουργία συνθηκών διαλόγου, συνάντησης, προβληματισμού. Μια νέα ανοιχτή αγορά για την Αθήνα, με αισθητική και όχημα την τέχνη. Μπορούμε να το καταφέρουμε όπως φάνηκε στη συζήτηση που πραγματοποίησε χθες ο οργανισμός ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στο Φεστιβάλ Αθηνών, με τη συμμετοχή του Γιάννη Μπουτάρη και εκπροσώπους των Ιδρυμάτων Ωνάση και Νιάρχος που παρεμβαίνουν με σημαντικές δράσεις στο δημόσιο χώρο.


Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος αναφέρθηκε στο στόχο του οργανισμού ΝΕΟΝ να εντάξει τη σύγχρονη τέχνη στην καθημερινότητα της πόλης και του πολίτη. Μέσα στο σύγχρονο περιβάλλον της πόλης, το μονότονο φόντο, το γκρίζο αστικό τοπίο, το κοινωνικό περιβάλλον υποφέρει από έλλειψη συμμετοχής και δημιουργικότητας. «Πιστεύω στη σύγχρονη τέχνη γιατί απευθύνεται όχι σε θεατές – θαυμαστές, αλλά σε πολίτες: το εικαστικό μέσο προκαλεί μια αισθητική έκπληξη και αρθρώνει κριτικό λόγο, προκαλεί σε αφύπνιση, σε συνειδητοποίηση, ή ακόμα και σε αντίδραση. Αυτή η αμφίπλευρη δυναμική συνιστά κατά κάποιον τρόπο ένα εγχείρημα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Η δημόσια τέχνη εκτίθεται στο δημόσιο χώρο όχι ως μνημείο, αλλά σαν οργανικό στοιχείο της καθημερινότητας, σαν μέσο αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος. Θεωρώ ότι η δημόσια τέχνη αποτελεί μια πολιτική πράξη γιατί ενεργοποιεί το κοινό σε μια νέα μορφή επικοινωνίας και συμμετοχής, γιατί εμπλουτίζει την καθημερινότητα με την αισθητική εμπειρία και διαμορφώνει μια νέα σχέση με το καθημερινό περιβάλλον, καθιστώντας την τέχνη μέσο εκπαιδευτικής διαδικασίας, γιατί σπάζει τη σιωπή του δημόσιου κενού και προκαλεί το διάλογο ή και την αντιπαράθεση. Η δημόσια τέχνη αποτελεί για μας πολιτική δέσμευση ενάντια στην εξατομίκευση, την περιχαράκωση, τον κοινωνικό αποκλεισμό».

Ο Γιάννης Μπουτάρης επεσήμανε τον εξαιρετικής σημασίας ρόλο που διαδραματίζει η δημόσια τέχνη για τους κατοίκους της πόλης. «Από την εμπειρία μου την προσωπική, την επαγγελματική και ως Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, έχω μάθει ότι αυτό που έχει σημασία είναι η αισθητική, στη ζωή, στην καθημερινότητα, στον τρόπο που βιώνουμε τα πράγματα, στην αντίληψή μας». Ο κ. Μπουτάρης αναφέρθηκε στο έργο ανάπλασης της παραλίας της Θεσσαλονίκης, «αρχικά είχα αντιρρήσεις, για το κόστος, γιατί κλείνει την πρόσβαση στη θάλασσα. Τελικά, το έργο ολοκληρώθηκε προ μηνών και σήμερα αποτελεί πραγματικό πόλο έλξης για την πόλη, ο κόσμος κυριολεκτικά σκουντιέται στην παραλία, είναι μια ωραία εικόνα». Από την άλλη, η πόλη και κάθε σύγχρονη πόλη, είναι ένα στενό πλαίσιο, χωρίς ελεύθερους χώρους, γκρίζο, κλειστό, αφιλόξενο τοπίο. Επεσήμανε ότι σκοπός του ως Δήμαρχος είναι να προσθέσει στην αισθητική της πόλης, να φέρει την τέχνη μέσα στα πλαίσιά της, ώστε να διευρυνθεί και η συλλογική συμμετοχή των πολιτών. Παράλληλα, αναφέρθηκε σε διάφορα προγράμματα που σκοπό έχουν την ενεργή συμμετοχή των πολιτών στην προστασία και φροντίδα της πόλης.



Η Έλλη Ανδριοπούλου παρουσίασε το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ένα χαρακτηριστικό δείγμα δημόσιου χώρου, το οποίο κατασκευάζεται στο Δέλτα Φαλήρου, στο χώρο του παλιού Ιπποδρόμου, και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2016. Θα είναι ένας χώρος ζωντανός, ανοιχτός και ελεύθερα προσβάσιμος σε όλους, όπου θα φιλοξενούνται διάφορες εκδηλώσεις και πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Το Κέντρο θα περιλαμβάνει νέες εγκαταστάσεις για την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) και την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), καθώς και το Πάρκο Σταύρος Νιάρχος έκτασης 170 στρεμμάτων. Το κόστος του ανέρχεται σε 566 εκατ. ευρώ και αποτελεί αποκλειστική χορηγία του Ιδρύματος προς το ελληνικό δημόσιο. Όπως σημείωσε η κα Ανδριοπούλου, το έργο είναι μια σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, το οποίο θα έχει πολύπλευρη επίδραση στην κοινωνική ζωή, το περιβάλλον και την οικονομία.


Ένα άλλο παράδειγμα δημόσιου αστικού χώρου παρουσίασε η Έφη Τσιότσιου, Διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, το πρόγραμμα ανασυγκρότησης του κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου, που ονομάστηκε Re-think Athens, το οποίο αποτελεί μέρος του ευρύτερου σχεδιασμού του Ρυθμιστικού σχεδίου της Αθήνας. Η κα Τσιότσιου τόνισε ότι το Ίδρυμα ανέλαβε από το δημόσιο την εκπόνηση των μελετών για την υλοποίηση του έργου. «Τώρα ακριβώς προσφέρονται οι συνθήκες για την περιβαλλοντική και τη λειτουργική ανασύνθεση του κέντρου της πόλης, με δυναμικές ενέργειες που δεν θα συντηρήσουν λίγο ακόμα τη φθορά του, αλλά θα αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Το μεγάλο ενδιαφέρον των πολιτών, μικρών και μεγάλων ομάδων πρωτοβουλίας, Κοινωφελών Ιδρυμάτων και της ίδιας της Πολιτείας -στις διάφορες κλίμακες της εξουσίας της-, για τη σημερινή Αθήνα και ιδίως για το κέντρο της, αποδεικνύει ότι το κάλεσμα του Rethink Athens ‘’να ξανασκεφτούμε την Αθήνα’’, δεν ήταν μόνο επίκαιρο αλλά και επιτακτικό».



Η Ελίνα Κουντούρη, παρουσιάζοντας τους στόχους του οργανισμού ΝΕΟΝ, σημείωσε ότι εστιάζει στον σύγχρονο πολιτισμό και στην πόλη, έχοντας ως χώρο ολόκληρη την πόλη, τον ανοιχτό, πολυποίκιλο, ενταγμένο στην κοινωνία τόπο, όπου οι πληροφορίες διαδίδονται ελεύθερα, έναν τόπο που αντικατοπτρίζει τη σχέση των ανθρώπων με τις πόλεις τους και την τέχνη. Αναφερόμενη στη δημόσια τέχνη, η κα Κουντούρη επεσήμανε την ανάγκη να ανακτηθεί και να αναδειχθεί η ισχύς του δημόσιου χώρου. «Η σύγχρονη τέχνη έχει την ικανότητα να καθιστά ένα δημόσιο χώρο κοινωνικό χώρο. Ένα κλασικό παράδειγμα δημόσιας τέχνης είναι η ίδια η Αθήνα, όπου οι δημόσιοι χώροι όπως η Αρχαία Αγορά αγκάλιασαν τις πνευματικές δυνάμεις, τις οικονομικές συνθήκες και τα δημοκρατικά στοιχεία της Πόλης των Αθηνών. Η Δημόσια Τέχνη έχει την δύναμη να φέρει δυναμική σύγχρονη τέχνη στο ευρύ κοινό και να μας κάνει να επισκεφθούμε ξανά το αστικό μας τοπίο, να το διαπραγματευθούμε και ν’ αναστοχαστούμε τις χρήσεις του και τον παράγοντα αναψυχής που διαθέτει». Επιπλέον, στη σημερινή συγκυρία όπου η κρατική χρηματοδότηση είναι φθίνουσα, οι συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορούν να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό εργαλείο πολιτιστικής διπλωματίας. Οι μη κρατικοί φορείς ήπιας εξουσίας, όπως οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί, τα μουσεία κλπ, γίνονται ένα πολύ πιο ευνοϊκό και αποτελεσματικό μέσο για να «μοχλευθεί» η φήμη μιας χώρας στο εξωτερικό. «Ένας σύγχρονος πολιτιστικός τομέας στην Ελλάδα θα μας ωφελήσει και κοινωνικά και οικονομικά. Προκλητικές σύγχρονες εκθέσεις μπορούν να εγείρουν ζητήματα που βάζουν μια πόλη πάλι στην ορθή τροχιά. Έχουν τη δύναμη, μαζί με πολιτιστικά ιδρύματα, να «παρουσιάζουν ιδέες». Πιστεύω απόλυτα ότι οι τέχνες μας, ο πολιτισμός και οι δημιουργικοί κλάδοι μας σ’ αυτή τη χώρα είναι ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική εθνική μας ευεξία και ευημερία».



Η Συραγώ Τσιάρα, Διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, παρουσίασε μια ιστορική αναδρομή για την τέχνη σε δημόσιο χώρο, εστιάζοντας στο διαφορετικό νόημα και σκοπό που εμπεριέχει σε συνάρτηση με τις εποχές και τα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Ιστορικά, η ηρωική δημόσια τέχνη αποτελεί την επίσημη αφήγηση της ιστορίας των νικητών. Ανέφερε χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου η δημόσια τέχνη απεικονίζει τις καθεστωτικές αντιλήψεις, με τη δημιουργία ή την αποκαθήλωση αγαλμάτων, ή ακόμα και με την ανέγερση μνημείων ως αφιερώματα σε σημαντικά πολιτικά γεγονότα της πόλης ή χώρας. Σήμερα, έχουμε ποικίλες μορφές δημόσιας τέχνης, που εστιάζουν στον αστικό σχεδιασμό και την ανάπλαση ή ακόμα και τέχνη εξωραϊσμού που αποβλέπει στο να δώσει υπεραξία στο δημόσιο χώρο. Η σύγχρονη τέχνη είναι αυτή που έχει τη δυνατότητα να εκφράζει απόψεις, να θίγει κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Είναι η τέχνη που δεν απορρίπτει τον καλλιτέχνη που εκφράζει αντιρρήσεις ή άλλες απόψεις, η τέχνη που είναι συμμετοχική, που προσκαλεί στη συμμετοχή του κοινού, που αποτελεί πεδίο γόνιμης αντιπαράθεσης. Η κα Τσιάρα αναφέρθηκε σε προγράμματα του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, που σκοπό έχουν τη μεγαλύτερη εμπλοκή του κοινού και την αναπάντεχη συνάντησή του με την τέχνη στο δημόσιο χώρο.



Τέλος, η κοινωνική ανθρωπολόγος Ελπίδα Ρίκου επεσήμανε τον προβληματισμό του ποιος είναι ο δημόσιος χώρος, τονίζοντας ότι αυτός νοείται σε σχέση με το χρόνο και τις σχέσεις των εμπλεκόμενων δικτύων και οντοτήτων μέσα σε αυτόν, τις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση, με το αστικό τοπίο, την κοινωνική διάδραση. Αυτές οι σχέσεις, πολύπλοκες και συγκρουσιακές κατά βάση, είναι σχέσεις εξουσίας που οδηγούν στην αμφισβήτηση και τη σύγκρουση, παράγοντας διάφορες μορφές τέχνης. Σημείωσε ότι οι δράσεις στους δημόσιους χώρους αποτελούν μορφή κοινωνικού ακτιβισμού, που ουσιαστικά θέτει τα ερωτήματα για τα όρια της τέχνης και της ίδιας της κοινωνικής ζωής.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ