Ωδή του διευθυντή του Λούβρου στην ελληνική κουλτούρα- Ο φιλέλληνας του μεγαλύτερου μουσείου στον κόσμο

Eνας ελληνιστής κρατά τα ηνία σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Από τα παιδικά του χρόνια αγάπησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την Κλασική Ελλάδα.

Επηρεασμένος από την ελληνική μυθολογία βρέθηκε να εργάζεται στη Δήλο και στους Δελφούς. Σήμερα ο Ζαν Λικ Μαρτίνεζ είναι ο νέος πρόεδρος και διευθυντής του Μουσείου του Λούβρου. Η θέση του εκάστοτε επικεφαλής θεωρείται εξέχουσας σημασίας και για την τελική επιλογή χρειάστηκε προσωπική συνέντευξη με τον πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ.

Καταξιωμένος αρχαιολόγος και συντηρητής έργων τέχνης, ο 50χρονος Μαρτίνεζ εργάζεται στο Λούβρο από το 1997 και επί χρόνια ήταν υπεύθυνος για την ελληνική συλλογή. Την περίοδο 1993 έως 1996 είχε υπηρετήσει στην Αθήνα, ως μέλος της Γαλλικής Σχολής. Με βαθιά γνώση στην ελληνική γλυπτική διέπεται από την επιθυμία να μεταφέρει το νόημα του πολιτισμού στο ευρύτερο κοινό. Εν μέσω υποχρεώσεων και πληθώρας αιτημάτων για συνεντεύξεις ο νέος διευθυντής στο Λούβρο ξεδιπλώνει τις σκέψεις του στο «Εθνος της Κυριακής».

«Η ελληνική μυθολογία με είχε συναρπάσει από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Οταν ήμουν έφηβος μου άρεσε πολύ να σχεδιάζω τα ελληνικά αγγεία που βρίσκονταν στο Λούβρο. Οι εξειδικευμένες σπουδές μου στην ιστορία της τέχνης και την αρχαιολογία επιβεβαίωσαν την επιθυμία μου να εμβαθύνω τις γνώσεις μου στην ελληνική γλυπτική. Ως μέλος της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής στην Αθήνα, είχα την ευκαιρία να ερευνήσω θαυμαστούς τόπους όπως η Δήλος και οι Δελφοί. Αυτή η συναρπαστική εμπειρία, συμπληρωματική και άρρηκτα συνδεδεμένη με την εργασία της έρευνάς μου στις βιβλιοθήκες, ήταν σημαντική για την καριέρα μου».

Ο φιλέλληνας που ανέλαβε τη διεύθυνση του Λούβρου καλείται να διαχειριστεί ένα τεράστιο απόθεμα πολιτισμού με βάση βεβαίως τα δεδομένα της εποχής. «Το μουσείο του Λούβρου απαριθμεί οκτώ τμήματα και θα πρέπει να έχει ένα συνολικό όραμα. Η προσπάθεια να προωθηθεί αυτή η ?επαφή? μεταξύ των έργων και του κοινού, είναι συνεχής σε όλο το μουσείο. Το Λούβρο υποδέχεται καθημερινά έναν μεγάλο αριθμό επισκεπτών: περίπου δέκα εκατ. άτομα το 2012.

Αυτό το πλήθος αποτελεί ένα επίτευγμα, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Το ζήτημα δεν είναι τόσο να αυξηθεί ο αριθμός των επισκεπτών, όσο ο τρόπος που θα τους υποδεχθούμε και τι θα τους προτείνουμε. Για τον λόγο αυτό η φιλοξενία των επισκεπτών και η καλλιτεχνική και πολιτιστική εκπαίδευση συγκαταλέγονται στις προτεραιότητές μου. Σχεδόν το 70% των επισκεπτών μας είναι από το εξωτερικό. Εμείς πρέπει να τους δώσουμε όλα τα ?κλειδιά? για να διευκολύνουμε τη "γνωριμία" τους με τα έργα. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται μια καλύτερη ποιότητα φιλοξενίας, πιο σαφής πληροφόρηση».

Το πέρασμα του χρόνου φυσικά δεν ξεθωριάζει τη διαχρονική αξία του πολιτισμού και ο ελληνιστής κ. Μαρτίνεζ θεωρεί ότι η αρχαία Ελλάδα έχει επίδραση και στην κοινωνία του 21ου αιώνα. «Οι ελληνικές, ετρουσκικές και ρωμαϊκές συλλογές καταλαμβάνουν χωροταξικά τον χώρο που τους έχει δοθεί από την εποχή της γέννησης του μουσείου το 1793. Ο καθορισμός των αιθουσών (όπως τα πρώην βασιλικά διαμερίσματα) όπου βρίσκονται οι συλλογές, δείχνει τη σημασία που απέδιδαν και οι ιδρυτές του μουσείου σε αυτούς τους πολιτισμούς. Η ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας. Το σύγχρονο πολιτικό λεξιλόγιό μας αναφέρεται στην αρχαιότητα και το ίδιο ισχύει με την αρχιτεκτονική των θεσμών μας.

Οι καλλιτέχνες και η Δύση θεωρούσαν ανέκαθεν την ελληνική τέχνη ως κοιτίδα προέλευσης του πολιτισμού μας. Η Αρχαία Ελλάδα είναι ακόμα πιο κοντά σε μας καθώς άποικοι ήρθαν σε πόλεις που βρίσκονται σήμερα σε γαλλικό έδαφος, όπως η Μασσαλία.

Αλλά την ίδια στιγμή, χάσαμε στοιχεία για την κατανόηση της μυθολογίας, και απαιτείται από το μουσείο μια προσπάθεια επεξήγησης. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα. Ενας κρατήρας στο Μουσείο του Λούβρου αναπαριστά την αρπαγή της Ευρώπης. Το πρόσωπο της πριγκίπισσας από τη Φοινίκη, της Ευρώπης, η οποία απήχθη από τον Δία, έχουμε επιλέξει να εμφανίζεται επί των εισιτηρίων των 5€. Αυτό δείχνει ότι η ελληνική κουλτούρα εξακολουθεί να είναι στο επίκεντρο των σύγχρονων ανησυχιών μας», καταλήγει.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ