CINETROLL: Μη δεις αυτή την ταινία, αν έχεις καπνίσει κάτι περίεργο. Θα «φύγεις» χωρίς επιστροφή [βίντεο]

O Tάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος παρακολουθεί τη συνάντηση του Μπορίς Βιαν με το σουρεαλιστικά ντελιριακό και χειροποίητα low tech κινηματογραφικό σύμπαν του Μισέλ Γκοντρί στην οπτική έκρηξη φαντασίας και τέχνης της χρονιάς.

Ο ΑΦΡΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ / L' ECUME DES JOURS

Βαθμολογία: 10 / 10

Θα το ομολογήσω για να μη σας το παίζω κι έξυπνος (όχι πως δεν μου αρέσει η αίσθηση αλλά απλά σήμερα περνάω κρίση σεμνότητας): Έχω διαπράξει το θανάσιμο αμάρτημα του να μην έχω διαβάσει ποτέ μου Μπορίς Βιαν. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους κριτικούς που όποτε αντιμετωπίζουν μια ταινία βασισμένη σε λογοτεχνικό βιβλίο, προκύπτουν όχι απλώς διαβασμένοι, αλλά σελιδοδείκτες (να 'ναι καλά η Wikipedia).

Αυτοί οι κριτικοί, για διάφορους δικούς τους λόγους, έγραψαν πως η προσέγγιση του Γκοντρί στο πιο διάσημο βιβλίο του Μπορίς Βιαν, είναι λίγο ή πολύ αποτυχημένη. Γιατί λένε οι «ειδικοί» πως είναι αποτυχημένη; Διάβαζε αναγνώστη και συγκρατήσου μην γελάσεις: Επειδή (λένε) είναι τόσο εντυπωσιακό οπτικά το φιλμικό του σύμπαν που αυτόματα καθίσταται επιφανειακό και δεν καταφέρνει να συγκινήσει. Οκ, μαντάμ, την άλλη φορά θα σας το κάνουμε πιο μίζερο για να ταιριάζει με τις προσλαμβάνουσες σας.

Κι επίσης ως γνωστόν, από τις λίγες γνώσεις που έχω για το εκρηκτικό φαινόμενο του πολυσχιδούς ταλέντου του Μπορίς Βιαν (συγγραφέας, ποιητής, μουσικός, τραγουδιστής, μεταφραστής, κριτικός, ηθοποιός, εφευρέτης και μηχανικός) αυτό που τον ενδιέφερε είναι να γράψει ένα λαϊκό ρομάντζο που να συγκινεί τις αθώες ευαίσθητες ψυχές. Κι όχι ένα βιβλίο, γραμμένο στα 20κάτι του συγγραφέα και στη δεκαετία του 40, που αψηφούσε κάθε αφηγηματική νόρμα, αναμιγνύοντας το ρομαντισμό με την αμφισβήτηση, την τρέλα και τη σουρεαλιστική φαντασία σε ένα εκτός χρόνου Παρίσι, που κινείται ανάμεσα στη ζαχαρωτή λιακάδα και την οργουελική δυστοπία. Σατιρίζοντας ακόμα και τα ιερά τέρατα της εποχής του, τον Ζαν Πολ Σαρτ που στο βιβλίο ονομάζεται Ζαν Σολ Παρτ και τη σύντροφο του, Σιμόν Ντε Μποβουάρ που μετονομάστηκε σε «Δούκισσα του Μποβουάρ».

Η υπόθεση είναι (λέμε τώρα) απλή. Γιατί αυτό που θα δεις στην οθόνη χρειάζεται τη μετάλλαξη του εγκεφάλου σου σε κατάσταση τουλίπας την ώρα που ανοίγει διακριτικά σε οβάλ σχήμα τα πέταλα της. Α, και μπόλικη αγάπη για τη τζαζ και τον Ντιουκ Έλινγκτον (ο αμερικάνικος τίτλος της ταινίας είναι «Mood Indigo»). Ο μποέμ πρωτοhipster Ρομέν Ντιρί, ερωτεύεται και παντρεύεται την Οντρεί Τοτού που επίσης λειτουργεί ως μια πρωτοAμελί σε συνάντηση με την Κυρία με τις Καμέλιες (χωρίς την πουτανιά της Μαργαρίτας). Όλα θα πάνε θαυμαστά υπέροχα στο πρώτο μισό της ταινίας, μέχρι η Τοτού να αρρωστήσει θανατηφόρα. Αιτία της αρρώστιας: Ένα λουλούδι που μπήκε στον πνεύμονα της και αρχίζει να αναπτύσσεται μέσα της.

Δεν έχω λόγια να περιγράψω το τι έχει κάνει εικαστικά ο Γκοντρί με το λογοτεχνικό υλικό του. Από την αρχή ως το τέλος, κυριολεκτικά, δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή που να μη βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα της στη συμβατική λογική, βγάζοντας ταυτόχρονα τα μάτια του θεατή από επινοητικότητα και φαντασία: Αστυνομικά οχήματα με πόδια, αχτίδες του ήλιου που μπαίνουν μέσα στα δωμάτια σαν κλωστές, σκιές ανθρώπων που έχουν τη δική τους οντότητα, παγοδρόμια που ραγίζουν, ποντίκια που ζουν μέσα σε σαπουνόφουσκες και μινιατούρες βαγονιών τρένου, κουδούνια πόρτας που ζωντανεύουν σαν κατσαρίδες, όπλα που για να δημιουργηθούν χρειάζονται ζωντανές ανθρώπινες κλώσες να ξαπλώσουν γυμνοί πάνω σε βουνά άμμου για να τα «επωάσουν», ανθρώπινα μέλη που επεκτείνονται σαν Τιραμόλα όταν χορεύουν, φαγητά που ζωντανεύουν πάνω στο τραπέζι και ένα πλήθος τρελλών εφευρέσεων όπως το πιάνο που παράγει το πιανοκοκτέιλ. Ένα κοκτέιλ που αποστάζεται και αποκτά τη γεύση και το αλκοόλ του βάσει των νοτών και των πλήκτρων που πατάς.

Με τις έννοιες και τα συναισθήματα, να οπτικοποιούνται κυριολεκτικά. Από το «κολυμπάω σε μια θάλασσα ευτυχίας» μέχρι το κολυμπάω σε μια «θάλασσα δυστυχίας», τις ακτίνες του ήλιου που έγραψα παραπάνω, και την αίσθηση του ότι τα σπίτια, οι χώροι γύρω μας, μικραίνουν, μιζερεύουν, αποχρωματίζονται, στενεύουν απελπιστικά, σε επίπεδο μινιατούρας όταν το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωή μας. Σε ένα εικαστικό ντελίριο που χρησιμοποιεί όσες τεχνικές μπορείς να φανταστείς.

Μπορείς να φανταστείς τη χειροποίητη φαντασία του Ζορζ Μελιέ, τον Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ του «Γυμνού Γεύματος», τον Nτίσνεϊ στα πρώτα του ασπρόμαυρα κινούμενα σχέδια με τον Μίκι Μάους, το «Εργαστήρι του Δρ Καλιγκάρι», τον Τέρι Γκίλιαμ του «Brazil» και τα εφέ του Ρέι Χαριχάουζεν σε μια ταινία που ξεκινάει έγχρωμη σαν ρομαντική δραμεντί φαντασίας και καταλήγει σε αναρχικό μανιφέστο και καταραμένη ιστορία αγάπης σε ασπρόμαυρο για το οποίο θα ζήλευε και ο Τιμ Μπάρτον; Αυτός είναι «Ο Αφρός των Ημερών». Η πιο εντυπωσιακή μέχρι σήμερα απόδειξη του ταλέντου του σκηνοθέτη της «Αιώνιας Λιακάδας Ενός Καθαρού Μυαλού». Που όχι τυχαία έχει σκηνοθετήσει μερικά από τα πιο φευγάτα βίντεο της Bjork, των Massive Attack και των Chemical Brothers.

Σου το έγραψα και στη αρχή. Δεν έχω διαβάσει ποτέ μου Μπορίς Βιαν. Το ότι όμως ένας σκηνοθέτης με μια ταινία που δεν χορταίνω να ξαναβλέπω για να ανακαλύπτω λεπτομέρειες που έχασα, με έκανε να θέλω να τρέξω στα βιβλιοπωλεία να αγοράσω τον «Αφρό των Ημερών», να κλειστώ σπίτι μου και να το διαβάσω σε μια μέρα, είναι το πιο σημαντικό.

*Στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου

*** ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο www.twitter.com/klarinabourana Κάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του fb www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ