Ολη η αλήθεια για τα φάρμακα, τις επιπτώσεις τους και τις ηθικές διαμάχες γύρω από αυτά - iefimerida.gr

Ολη η αλήθεια για τα φάρμακα, τις επιπτώσεις τους και τις ηθικές διαμάχες γύρω από αυτά

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Ιστορικά έχει αποδειχτεί – αλλά η πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν λέει να το καταλάβει, ίσως γιατί αρέσκεται μαζοχιστικά να περιπλέκει τα πράγματα και να προβληματοποιεί το καθετί βλέποντας παντού ηθικές συνέπειες και επιπτώσεις που αλλοιώνουν την «ψυχή» και το «σώμα» – ότι η ηθική ανέκαθεν δημιουργούσε και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ' όσα επιλύει.

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η σωρεία ηθικών ζητημάτων και διαμαχών που προκύπτουν αδιάλειπτα τα τελευταία 30 χρόνια γύρω από τη χρήση φαρμάκων παντός είδους, γύρω από τα ανόσια συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών και τις συνωμοτικές στρατηγικές τους να «μπουκώσουν» τον κόσμο με ουσίες που τον απομακρύνουν από μία υποτιθέμενη «φυσική» (σωματική ή ψυχική, που είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα) κατάσταση.

Όχι ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν έχουν συμφέροντα. Όχι ότι δεν θέλουν να αντλήσουν κέρδος. Όχι ότι δεν υπακούουν στην καπιταλιστική λογική του μονοπωλίου και της κατανάλωσης. Όχι, τέλος, ότι οι φαρμακευτικές ουσίες δεν αποβαίνουν πράγματι ενίοτε υπονομευτικές για το ευ ζην του πάσχοντος. Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση τον ευρέως διαδεδομένο παρανοϊκό ιδεασμό ότι τα φάρμακα υπάρχουν για να «κατασκευάζουν» ασθένειες (ούτως ή άλλως τα πάντα στη ζωή είναι πολισμικά κατασκευάσματα) και να τις θεσμοποιούν – έναν ιδεασμό που, όπως σε κάθε μαζικό ή ατομικό παρανοϊκό παραλήρημα, βασίζεται σε παρεξηγήσεις και παρερμηνείες των δεδομένων, οι οποίες οδηγούν με τη σειρά τους σε νέες παρερμηνείες και παρεξηγήσεις, διαιωνίζοντας έτσι το φαύλο κύκλο της προκατάληψης και της βλακείας και αυτό για ένα «σκασμό» λόγων:

Πρώτον, ένα βιολογικό δεδομένο: ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από (αλληλεπιδρώσα με τον εαυτό της και με το περιβάλλον) χημεία. Χημεία σημαίνει διαρκείς αλληλεπιδράσεις στοιχείων, συνθέσεις συστατικών, οργανικών και ανόργανων. Υποδηλώνει δηλαδή μία κινητικότητα, μία κατάσταση διαρκούς ζύμωσης, ένα γίγνεσθαι και όχι μία τετελεσμένη κατάσταση ή ένα παγιωμένο αποτέλεσμα.

Δεύτερον: από αυτές τις αλληλεπιδράσεις (σωματιδίων, μορίων, άνθρακα, πρωτεϊνών κ.ο.κ.) με θαυμαστό τρόπο παράγεται αυτό που αποκαλούμε «ευφυία», «διάνοια», «σκέψη», «συναίσθημα» και όλα εκείνα μέσα από τα οποία δίνεται η δυνατότητα να παραχθεί ο «εαυτός» και το «εγώ».

Τρίτον: Δεν γεννιόμαστε όμως με έναν δεδομένο «εαυτό» ή ένα δεδομένο «εγώ», προεγκατεστημένο μέσα μας, όπως λέμε για τα προγράμματα των υπολογιστών, και προορισμένο να εμφανιστεί ούτως ή άλλως. Στον οργανισμό υπάρχουν απλά δέσμες δυνατοτήτων που είτε υλοποιούνται είτε παραμένουν ανενεργές (αυτό που ο μέγας Αριστοτέλης ονόμαζε «δυνάμει» και «ενεργεία»). Για να εμφανιστεί αυτό που αποκαλείται «εαυτός» ή «εγώ» απαιτείται κάτι άλλο...

Τέταρτον: αυτό που απαιτείται είναι η συγκρότηση των οργανισμών σε κοινωνικά σύνολα προσαρμοζόμενα σε φυσικά περιβάλλοντα, η ανάπτυξη της γλώσσας, ο συμπεριφορικός συντονισμός των ζώντων οργανισμών μέσα από αυτή, η ικανότητα ονοματοθεσίας και νοηματοδότησης των πραγμάτων και του εαυτού. Μέσα από αυτή τη διαδικασία προκύπτει κοντολογίς και εντελώς χονδρικά ένα εγώ που είναι «το δικό μου» εγώ, ένας εαυτός που είναι «ο δικός μου» εαυτός, ένα σώμα που είναι «το δικό μου» σώμα, μία ψυχή που είναι «η δική μου» ανεπανάληπτα μοναδική ψυχή και ένα σώμα που είναι «το δικό μου» ανεπανάληπτα μοναδικό, φυσικό σώμα.

Πέμπτον: ανά τους αιώνες – και προσοχή: όχι σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης ούτε σε όλους τους πολιτισμούς – κυρίως στο λεγόμενο δυτικό πολιτισμό αναπτύχθηκε μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές διαδικασίες και ζυμώσεις που δεν είναι του παρόντος η μεταφυσική ιδέα μιας φύσης αιώνιας και απαράλλαχτης, η οποία αλλοτριώνεται, παραμορφώνεται και αλλοιώνεται μέσα από τον πολιτισμό και τα προϊόντα του. Έτσι καταλήξαμε στο πιο ψεύτικο δίπολο του σύμπαντος: σε μία «φύση» καθαρή και σε έναν «πολιτισμό» τεχνητό. Εις το εξής, το τεχνητό όφειλε να είναι το αντίθετο του φυσικού, η Νέμεσή του, η υπονόμευσή του, η ανατροπή και καταστροφή του. Εάν συνυπολογίσουμε σε όλο αυτό και το γεγονός ότι αναπόφευκτα η φύση συνδέθηκε με την αλήθεια και ο τεχνητός πολιτισμός με το ψεύδος, αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει πώς συγκροτήθηκε σταδιακά ένα σύστημα σκέψης και αντιλήψεων, σύμφωνα με το οποίο καθετί τεχνητό θεωρείται ένα ανεπαρκές, ψεύτικο «συμπλήρωμα» ενός φυσικού κόσμου ολοκληρωμένου, ακέραιου και πέραν του πολιτισμού.

Έκτον: ενώ, στην ιστορία του είδους μας, κάποιοι πεφωτισμένοι άνθρωποι από νωρίς κατάλαβαν αυτή την απάτη, τον τρόπο με τον οποίο μία έννοια ή μία αντίθεση μετασχηματίστηκε σταδιακά σε μία κυρίαρχη πρακτική του ζην, αλλά και το γεγονός ότι ακόμη και αυτή η «φύση» δεν είναι παρά ένα προϊόν του πολιτισμού, ένα εννοιολογικό κατασκεύασμα της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της ηθικής, οι περισσότεροι δεν ακολούθησαν και αυτό γιατί, αν επιχειρήσει να αναλογιστεί κανείς τις έσχατες λογικές συνέπειες των ενοράσεων των πρώτων, καταλήγει σε συμπεράσματα που μόνο την ηθική τάξη δεν διασφαλίζουν, οδηγούμενος μοιραία σε έναν ριζοσπαστικό σχετικισμό και σκεπτικισμό (δίχως Θεό) προς όλες τις ηθικές αξίες που συγκρατούσαν και συγκρατούν τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά και στην αντίληψη ότι η ανθρώπινη ζωή, στο βαθμό που διαμεσολαβείται ως επί το πλείστον από τον πολιτισμό, δεν έχει κανένα θεϊκό ή ηθικό έρεισμα, γινόμενη έτσι ένα απλό και την ίδια στιγμή εξαιρετικά πολύπλοκο ενδιαφέρον «πείραμα».

Τι σημαίνει η λέξη «πείραμα»; Δεν σημαίνει ένα είδος παιχνιδιού υπό εργαστηριακές συνθήκες, από το οποίο περιμένουμε να δούμε τι θα «βγει»; Δεν σημαίνει ότι αυτό το πείραμα διεξάγεται από «κάποιον» με πειραματόζωο «κάποιον» άλλο, υπονομεύοντας έτσι την έννοια της αυτεξουσιότητας και της ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης; Και το κυριότερο: δεν σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι το «πείραμα» θα έχει θετική κατάληξη;

Ποιος μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο τύπο ζωής, βασισμένο στο «παιχνίδι» με τις δυνατότητες του ανθρώπου, ακόμη και αν αυτές οι δυνατότητες συνεπάγονται την καταστροφή του; Ποιος μπορεί να αποδεχτεί απροβλημάτιστα το ρόλο του πειραματόζωου, δεχόμενος να παίξει με τις δυνατότητές του, ακόμη και αν στο τέλος χάσει; Τι θα έχει κερδίσει;

Εδώ, τα πράγματα, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, φτάνουν σε απροσμέτρητα βάθη και δοκιμάζουν τις πιο θεμελιακές ηθικές αρχές και βάσεις του είδους.

Είτε το θέλουμε όμως είτε όχι, σε έναν τέτοιο κόσμο ζούμε: σε έναν κόσμο του «πειράματος» και των τεχνολογικών με την ευρύτερη έννοια δυνατοτήτων του ανθρώπου. Μόνο που σε αυτό το «πείραμα» δεν υπάρχουν, όπως θέλουν οι περισσότεροι να νομίζουν, κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι. Είμαστε όλοι μέρος του, συμμετέχουμε όλοι σε αυτό με διαφορετικό (ανάλογα με την περίπτωση) πρόσημο ως προς το βαθμό εμπλοκής μας στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Εάν υπάρχουν συνωμοσίες, αυτές είναι δικό μας προϊόν (για να εξηγήσουμε και να δικαιολογήσουμε την ευθύνη μας για τις αρνητικές συνέπειες) και όχι όπλο στα χέρια κάποιων ισχυρών.

Το πρόβλημα όμως αποδοχής ενός τέτοιου κόσμου είναι πρόβλημα και για έναν άλλο πολύ σημαντικό λόγο: αυτός έχει να κάνει με κάτι που, ενώ παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μας, το απωθούμε όπως ο διάολος το λιβάνι. Αυτό το πράγμα είναι ο θάνατος. Το βιολογικό τέλος που πυροδοτεί την εμμονική στους περισσότερους πολιτισμούς προσκόλληση στην ιδέα της διατήρησης της ζωής με φόντο την αιωνιότητα. Διότι, άπαξ και αποδεχθούμε – όχι μοιρολατρικά – αλλά ως κινητήρια δύναμη το αναπόφευκτο γεγονός της περατότητάς μας και του θανάτου μας, η έννοια μιας «πειραματικής» ύπαρξης αποκτά ολότελα διαφορετικό νόημα και χαρακτήρα. Αποκτά μία σχεδόν θετική έννοια: μας επιτρέπει να επιδοθούμε δίχως ενδοιασμό στο ελεύθερο παιχνίδι με τις δυνατότητες του εαυτού μας, ακόμη και αν αυτές έχουν τίμημα και μάλιστα βαρύ. Αντιπροσωπευτικό δείγμα οι δεκαετίες του '60 και του '70: ατέρμονος πειραματισμός που άνοιξε προοπτικές, άγνωστες πύλες και πειραματικά πεδία σε όλα τα επίπεδα, παράγοντας νέες μορφές ύπαρξης, αντίληψης και απόλαυσης, ακόμη και εάν το τίμημα δεν ήταν καθόλου αμελητέο.

Και φτάνουμε στο θέμα των φαρμάκων, το οποίο – ναι – είναι πριν απ' όλα ηθικό και πολιτισμικό και όχι βιολογικό:

Από τα απλά αναλγητικά και άλλα σκευάσματα μέχρι τα άκρως συνθετικά, δηλαδή αντι-φυσικά, SSRI's, για τα οποία έχει γίνει τόσος λόγος τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και τα οποία έχουν βοηθήσει κόσμο και κοσμάκη σε όλο τον κόσμο να βρεί μία ελάχιστη ισορροπία και να απελευθερώσει δυνατότητες που ούτε καν γνώριζε (από μία απλή ανακούφιση μέχρι την εμπειρία νέων πραγμάτων), αλλά και πολλούς άλλους να εκτροχιαστούν ή να επιδεινωθούν (βλ. σχετικό δημοσίευμα στον Guardian), αυτό στο οποίο πρέπει κανείς να εστιάσει είναι στις ηθικές και πολιτισμικές διαστάσεις τους και στον βαθιά «σχετικό» χαρακτήρα τους.

Οι φαρμακευτικές ουσίες, όπως και καθετί, δεν είναι εκ των προτέρων ούτε καλές ούτε κακές. Είναι πέραν του καλού και του κακού, κρινόμενες εκ του αποτελέσματος: κάνουν τη δουλειά τους ή όχι; Βελτιώνουν ή υπονομεύουν;

Από τη στιγμή όμως που επιλέγει κανείς να ζήσει μέσα στον πολιτισμό, με τους ρυθμούς που αυτός επιβάλλει, με όλα τα καλά και τα κακά του, τα δεινά και τις απολαύσεις του, οφείλει να αναλάβει και το βάρος των συνεπειών του, δίχως ηθικολογίες, ενοχικά συμπλέγματα και φυσικιστικά προτάγματα.

Ο πολιτισμός έχει απόλαυση επειδή έχει δυσφορία και τούμπαλιν. Ο πολιτισμός είναι την ίδια στιγμή ασθένεια και εξυγίανση. Το ένα συνεπιφέρει το άλλο και το ζητούμενο είναι η εξασφάλιση μιας όσο το δυνατόν ισχυρότερης εξισορρόπησης μεταξύ των δύο καταστάσεων: ο καριερίστας που ωθείται από εσωτερικές δυνάμεις να πετύχει, δουλεύοντας δεκαπέντε ώρες την ημέρα on prozac, δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από εκείνον που ωθείται να επιλέξει τα βουνά, τα ματζούνια και την ησυχία. Εκείνος που επιθυμεί να απολαύσει τη ζωή όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στα αστικά κέντρα δεν είναι ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο ασθενής από τον λάτρη της φύσης, αναχωρητή ασκητή.

Αυτό που έχει σημασία είναι η αποδοχή της πολιτισμικής ασθένειας, η εύρεση δημιουργικών τρόπων διαχείρισής της, ο πλουραλισμός και η αποδοχή όλων των μοντέλων και τρόπων ζωής, ανάλογα με την περίπτωση του καθενός, τις ανάγκες, τα όρια και τις δυνατότητές του, χωρίς αποκλεισμούς, περιπλοκές και δαιμονοποιήσεις.

Ας απενοχοποιηθεί επιτέλους όλο αυτό το πράγμα και ας αναλάβει ο καθένας ξεχωριστά την ευθύνη των επιλογών του, ακόμη και αν αυτές είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους ασυνείδητες. Ας το κάνει όμως αντλώντας τουλάχιστον ευχαρίστηση, διότι η ζωή - είτε τελειώνει στα 30, στα 50 ή στα 150 - είναι μικρή, όπως λέγεται κοινώς, και οφείλει κανείς να... get the most out of it. Δηλαδή, να την αντιμετωπίσει ως έργο τέχνης, το οποίο διαμορφώνει καθημερινά, κάθε ώρα και στιγμή.

Υπό αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες η μόνη δυνατή αλήθεια για τον άνθρωπο είναι η απλή γουντιαλενική:

Whatever works!

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ