Η συγκλονιστική συνέντευξη του ψυχαναλυτή Δημήτρι Βεργέτη για τον έρωτα, το σεξ και την ακροδεξιά [βίντεο] - iefimerida.gr

Η συγκλονιστική συνέντευξη του ψυχαναλυτή Δημήτρι Βεργέτη για τον έρωτα, το σεξ και την ακροδεξιά [βίντεο]

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

«Ερως», «σεξ», «αγάπη», «σχέσεις των φύλων»... Ζητήματα φλέγοντα, τρομακτικά περίπλοκα, δαιδαλώδη, ιλιγγιώδη, ακανθώδη, σχεδόν επικίνδυνα, ενίοτε κανιβαλικά, αλλά και παρωδιακά, τραγελαφικά, βαθιά επιφανειακά, τα οποία, άλλοτε με τρόπο λανθάνοντα και άλλοτε με τρόπο έκδηλο, υπερκαθορίζουν το δίποδο κινούμενο πρόβλημα που ακούει στο όνομα «άνθρωπος», αυτή την ενδιαφέρουσα «υπαρξιακή μουτζούρα» στο σύμπαν, τη μόνη (απ' όσο μπορούμε να γνωρίζουμε και εικάζουμε) που έχει τη σωτήρια και συνάμα τραγική δυνατότητα να ανα-στοχάζεται πάνω στα πράγματα και να θέτει ουσιώδη – και γι' αυτό ανεπίλυτα – ερωτήματα στον εαυτό του και για τον εαυτό του.

Πρόκειται, επίσης, για θέματα που έχουν απασχολήσει, που εξακολουθούν να απασχολούν και θα απασχολούν εμμέσως ή αμέσως το iefimerida, μέσω άρθρων και συνεντεύξεων που προσφέρονται στο αναγνωστικό κοινό ως μεγεθυντικοί φακοί, γωνίες λήψης ή, ακόμη καλύτερα, ως «κλειδαρότρυπες» μέσα από τις οποίες μπορεί κανείς να «πάρει μάτι» τη γυμνή αλήθεια.

Οχι όμως ολόκληρη, ούτε ολότελα γυμνή. Διότι, η αλήθεια είναι - εκ φύσεως - γυναίκα επικίνδυνη και φονική, η οποία δεν παραδίδεται ποτέ απόλυτα και άνευ όρων - και αν το κάνει, το κάνει με τίμημα βαρύ για τον επίδοξο μνηστήρα, όπως μας μαθαίνει και η αρχαία μυθολογία μας μέσω της μυθικής σκηνής του Λουτρού της θεάς Αρτέμιδος και του υπερ-αισιόδοξου κυνηγού Ακταίωνα, ο οποίος ίσα που πρόλαβε να δει (τη γυμνή λουόμενη θεά), αλλά δεν πρόλαβε να κάνει...

Μέσα σε αυτό το πνεύμα και με τις λαϊφσταϊλίστικες τάσεις του σκοπίμως και εκ θέματος εξασθενημένες, το iefimerida φιλοξενεί (και φιλοξενείται από) το φάντασμα ενός από τους ελάχιστους Ελληνες διανοούμενους με διακριτική δημόσια παρουσία στα ΜΜΕ, που έχει πάντα να πει κάτι και, μάλιστα, να πει κάτι ουσιώδες, κάθε φορά που το κοινό έχει την ευκαιρία να διεμβολιστεί από την αδυσώπητη ακτινοβολία του λόγου του, γραπτού ή προφορικού.

Πρόκειται για έναν σκληροπυρηνικό εκπρόσωπο της ορθόδοξης λακανικής δογματικής ή, απλούστερα, για έναν πεφωτισμένο εκπρόσωπο της ψυχαναλυτικής θεωρίας και κλινικής πρακτικής, όπως τη δίδαξε και την εφάρμοσε ο Γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν, μέσα από τα σεμινάριά του και την κλινική δράση του.

Πολύ συνοπτικά, ο Ζακ Λακάν υπήρξε – ανάμεσα σε πλείστα άλλα πράγματα, για τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να μάθει από βιβλία (εδώ γελάμε!) και από το διαδίκτυο – ένας εβραϊκής καταγωγής Γάλλος ψυχαναλυτής, όλο το έργο και η δράση του οποίου υπήρξαν συνυφασμένα με την επιστροφή στον Φρόιντ και τη ριζική αναδόμησή του. Τόσο απλά. Τόσο δύσκολα.

Αυτής της πολύ ιδιότυπης ψυχαναλυτικής -και όχι μόνο- διδασκαλίας είναι φορέας και εκπρόσωπος ο άνθρωπος στον οποίο αφιερώνονται αυτές οι λίγες γραμμές.

Το όνομά του: Δημήτρις (με «ι» και όχι με «η») Βεργέτης. Επαγγελματίας ψυχαναλυτής, μέλος της Παγκόσμιας Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, διευθυντής του περιοδικού ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας «αλήthεια», μείζον θεωρητικό κεφάλαιο στη διανοητική ζωή του τόπου, δημόσιος σχολιαστής σε εφημερίδες, ιστοσελίδες και εκλεκτές τηλεοπτικές εκπομπές, ισότιμος συνομιλητής ορισμένων εκ των σημαντικότερων Ευρωπαίων διανοούμενων, πολιτικά (με την ευρύτερη, ουσιώδη σημασία του όρου) δραστήριος, μεταφραστής και συγγραφέας.

Επιπλέον, πρόκειται για ομιλητή απίστευτης ρητορικής δεινότητας, με εκπληκτική ροή λόγου και ευρηματικότητα που του επιτρέπουν να φωτίζει το θέμα για το οποίο πραγματεύεται με ακρίβεια μοιρογνωμόνιου, όπως συνέβη και στην περίπτωση της συνέντευξης που παραχώρησε στον M. Hulot για την ιστοσελίδα www.ough.gr με θέμα... τον έρωτα.

Ακολουθούν μερικά συγκλονιστικά αποσπάσματα της συνέντευξης:

-Ερως, επιθυμία, έλλειψη...

«Το μόνο που μπορεί να πει κανείς ότι έχει επιβιώσει ανά τους αιώνες, σαν κοινό σημείο στήριξης όλων των εκδοχών του έρωτα, είναι η σχεδόν αυθόρμητη διαίσθηση ότι αυτό που διακυβεύεται στο επίπεδο του έρωτα έχει να κάνει με την έλλειψη, ότι κάπου ο έρωτας βρίσκεται σε συνάφεια, σε εγγύτητα με ένα ορισμένο καθεστώς της έλλειψης, η οποία λειτουργεί και σαν αρχή ερωτικοποίησης και επιθυμητότητας ενός αντικειμένου. Δηλαδή ένα αντικείμενο καθίσταται επιθυμητό στο βαθμό που έρχεται να λειτουργήσει στις παρυφές της έλλειψης, υποσχόμενο την αναπλήρωσή της. Ήταν πάντα σαφές ότι ο έρωτας, σε όλες του τις εκδοχές, διατηρούσε προνομιακές σχέσεις με την επιθυμία. Ο έρωτας και η επιθυμία αποτελούν ένα αδιάσπαστο ζευγάρι και σε πολλές περιπτώσεις η μία έννοια τείνει να αφομοιώσει την άλλη. Υπάρχει μια εκτεταμένη συνωνυμική επικάλυψη της επιθυμίας και του έρωτα. Η σκέψη και η διαίσθηση ανίχνευαν πάντα την εμπλοκή μιας θεμελιώδους έλλειψης στην αφύπνιση του έρωτα, κάτι που πιστοποιείται εξαρχής και στην αρχαιοελληνική σύλληψή του όπου ο Έρωτας πολιτογραφείται ως τέκνο του Πόρου και της Πενίας, και η πενία καταγράφεται σαν ένα συστατικό κληροδότημα της έλευσής του στο πάνθεον των Θεών. Ο έρωτας φέρει, λοιπόν, το στίγμα της πενίας, της έλλειψης, της ένδειας. Πηγή της ακαταμάχητης ισχύος του είναι το ανεξάντλητο κοίτασμα της έλλειψης. Στους αιώνες, βέβαια, εξελίχθηκε όχι σαν μια εννοιολογική κατηγορία, αλλά πρωτίστως μέσα από κοινωνικές πρακτικές και μέσα από συμβολικά συστήματα που οριοθετούσαν τον τρόπο πρόσβασης του ανθρώπου στη σεξουαλικότητα και έτσι από εποχή σε εποχή οι διαφορές είναι όντως αβυσσαλέες».

-Ο μύθος της αμοιβαιότητας του έρωτα...

«Ο έρωτας ξεκινάει πάντα κατά τρόπο μονόπλευρο. Ο ένας εκ των δύο κεραυνοβολείται κατά κάποιο τρόπο, υφίσταται αυτή την ερωτική κεραυνοβόληση και καταλαμβάνεται από το ερωτικό πάθος, το οποίο το απευθύνει σε κάποιον και παραμένει όντως δεσμώτης μιας μοναχικής εμπειρίας στο βαθμό που δεν υπάρχει ανταπόκριση. Ενώ, αντίθετα, στο βαθμό που ενεργοποιείται αυτός ο μινιμαλιστικός φορμαλισμός της μεταφοράς, επέρχεται αυτή η μεταφορική αντιμετάθεση των ρόλων και ο έρωτας καθίσταται αμοιβαίος, καθώς ο ερώμενος μεταμορφώνεται σε εραστή. Δεν λέει απλά και μόνο ένα ναι, δεν παρέχει απλά και μόνο μια συναίνεση. Αλλά, αντίθετα, μεταλλάσσονται οι ταυτίσεις του και οι υποκειμενικές συντεταγμένες του. Η μαρτυρία της λογοτεχνίας είναι ανεξάντλητη επί του θέματος. Το παράδειγμα που επικαλείται ο Λακάν, το μείζον παράδειγμα που αντλεί από την αρχαιοελληνική γραμματεία, είναι η σχέση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου. Ο Αχιλλέας, αμούστακος νεαρός, είναι σαφές ότι βρίσκεται σε θέση και ρόλο ερωμένου. Είναι το αντικείμενο της ερωτικής σχέσης και στη συνέχεια, μετά το θάνατο του Πατρόκλου κατά κάποιο τρόπο αναλαμβάνει αυτός -μέσα σε μια συγκυρία αναμφίβολα ιδιόμορφη μια και ο παρτενέρ του είναι νεκρός- το ρόλο του εραστή απέναντι στο σύντροφό του».

-Η διαφορά μεταξύ σεξ, έρωτα και αγάπης...

«Στην ουσία σεξ, καύλα, καψούρα όλα πάνε μαζί. Είναι λέξεις οι οποίες αναμφίβολα δεν κυκλοφορούν μόνες τους μέσα στην γλώσαα, αλλά υπάρχει μια ευρύτατη γκάμα, ένα σμήνος επινοημένων λέξεων, οι οποίες αναφέρονται στη σεξουαλικότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αγάπη είναι μια έννοια ανύπαρκτη στον αρχαϊκό κόσμο ως τέτοια, είναι μια εκχριστιανισμένη, αποσαρκωμένη και μαραγκιασμένη εκδοχή του έρωτα, τουλάχιστον έτσι έφτασε στους νεότερους χρόνους. Πιθανώς στις προγενέστερες κοινωνίες να υπήρχε όντως αυτό το συναίσθημα, αλλά ποια ήταν ας πούμε η συμβολική του στοιχείωση, πώς λειτουργούσε στις προσωπικές σχέσεις, με ποιες μορφές εκφραζόταν κ.τ.λ., έχουμε μάλλον μια αποσπασματική και θολή εικόνα. Αυτό που γνωρίζουμε για την αγάπη είναι ότι έχει προέλθει από την εκχριστιανισμένη ανασύνταξη της ερωτικής εμπειρίας που ήταν ταυτόχρονα και ένα είδος πτώχευσης και λιμπιντικής αφυδάτωσης. Ο εκκλησιαστικός θεσμός ευνούχισε τον έρωτα, καθυπόταξε τη σεξουαλικότητα στην ανηδονική τελεολογία της αναπαραγωγής, εξόρισε την επιθυμία από το κρεβάτι και εξύψωσε την εγκράτεια σε θεάρεστο ιδεώδες. Είναι δεδομένο ότι στην χριστιανική, αγαπητική εκδοχή του, ο έρωτας ήταν ευνουχισμένος. Στην καλύτερη περίπτωση, συρρικνώνεται σε μια φιλεύσπλαχνη, αλτρουιστική διαθεσιμότητα απέναντι στον πλησίον. Ο έρωτας προϋποθέτει ακριβώς μια εξορκιστική αποστασιοποίηση, ή μάλλον μια φοβική αποποίηση της σεξουαλικότητας που καταλήγει στην διφορούμενη ενοχοποίηση της σάρκας. Λέω διφορούμενη γιατί οι πρακτικές ενοχοποίησης μπορούν να λειτουργήσουν και σαν ανομολόγητοι φορείς εντατικοποίησης του ερωτισμού, τον οποίο στιγματίζουν. Χρωστάμε πολλά στον Φουκώ και στον Λακάν που μας υποψίασαν επαρκώς για τα διφορούμενα της ενοχοποίησης. Επιπλέον, στο εσωτερικό του χριστιανισμού ανά τους αιώνες συνυπήρξαν ετερογενή ρεύματα ενστερνιζόμενα συχνά αποκλίνοντες προσανατολισμούς. Για την δεσπόζουσα χριστιανική δογματική, πάντως, υπάρχει ασυμβίβαστο ανάμεσα στην αγάπη και το σεξ, τη σεξουαλικότητα. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι ο Ωριγένης, ένας από τους επιφανείς στοχαστές της χριστιανικής δογματικής και πρωτεργάτης της αλληγορικής ερμηνείας των Γραφών, είχε θεωρήσει σκόπιμο, προκειμένου να κερδίσει την βασιλεία των ουρανών, να υιοθετήσει κατά γράμμα το χωρίο 19-12 από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και να προσφέρει τα γεννητικά του όργανα στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Αλεξανδρείας όπου διέπρεπε με το κήρυγμά του, προκειμένου να αποκτήσει το περιπόθητο διαβατήριο εισόδου στον Παράδεισο. Δηλαδή στο Παράδεισο μπαίνει κανείς παραδίδοντας στην είσοδο τα αχαμνά του στον Άγιο Πέτρο. Δεν μπαίνει κανείς στον Παράδεισο με όλες του τις αποσκευές. Ευτυχώς για τους πιστούς, η Εκκλησία δεν συνέστησε το παράδειγμά του. Αναμφίβολα, όμως, υπήρξε μια πτώχευση του ανθρώπινου έρωτα μέσα σε όλη την παράδοση της χριστιανικής διαχείρισης των σωμάτων. Το ερωτικό πάθος, όπως μας υπενθυμίζουν οι μυστικιστικοί έρωτες ορισμένων αγίων γυναικών, είχε ως μοναδικό σημείο επιτρεπτής αναφοράς την υπερβατική φιγούρα του Κυρίου ως εξιδανικευμένου μνηστήρα. Η διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και το σεξ είναι πιο περίπλοκη. Καταρχήν, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Ο έρωτας ακόμη και στην κεραυνοβόλα έκλαμψή του, προϋποθέτει αυτό που Λακάν αποκαλούσε «la parole d'amour», το ερωτόλογο, την ερωτική φράση, μια ορισμένη κινητοποίηση της γλώσσας. Μάλιστα, έρωτας ήταν πάντα συνυφασμένος με μια ορισμένη ποιητική αναβάθμιση της εμπειρίας του κόσμου και όχι μόνο της φιγούρας του παρτενέρ. Η ερωτική σύμπλευση έχει ως εναρκτήρια προϋπόθεση μια ερωτική εξομολόγηση, μια κατάθεση του ερωτικού συναισθήματος μέσα στη γλώσσα. Ο έρωτας ερωτοτροπεί με τις λέξεις , εμφιλοχωρεί και ενσωματώνεται στα ερωτόλογα που επιστρατεύει για την εκφορά του. Υπάρχει, λοιπόν, μια βαθύτατη αλληλεγγύη ανάμεσα στον έρωτα και την ποιητική του λόγου, ενώ αντίθετα το σεξ είναι κάτι που μπορεί να πραγματοποιείται μέσα σε ατμόσφαιρα και καθεστώς κατανυκτικής σιωπής, το πολύ πολύ να διακόπτεται από κάποια βογγητά, αλλά μέχρι εκεί. Δεν χρειάζεται να μιλάει κανείς. Παρότι και στο σεξ φυσικά παρεισφρέει η γλώσσα, πολλές φορές ερωτικοποιημένη, αλλά εκεί οι λέξεις και τα σημαίνοντα που παρεισφρέουν στη σεξουαλική δραστηριότητα, είναι σαφώς εμποτισμένα με λίμπιντο, στάζουν λίμπιντο κατά κάποιον τρόπο. Είναι διεγέρτες, καταλύτες και αυτή η ερωτικοποίηση, η σεξουαλικοποίηση μάλλον της γλώσσας, ποσώς ενδιαφέρεται για την ποιητική των λέξεων».

Η συγκλονιστική συνέντευξη του ψυχαναλυτή Δημήτρι Βεργέτη για τον έρωτα, το σεξ και την ακροδεξιά [βίντεο] | iefimerida.gr 1

-Ο μύθος της έμφυλης φύσης του έρωτα...

«Υπάρχει μια φράση του Λακάν, αποσπασμένη από μια ερωτική επιστολή που είχε απευθύνει σε μια γυναίκα στην οποία έγραψε «tu ne saura jamais combien je t'ai aimé", «ποτέ δεν θα μπορέσεις να αντιληφθείς πόσο σε έχω αγαπήσει» και παρατηρεί ότι είχε παραλείψει να προσθέσει στη μετοχή aimé ένα δεύτερο e (aimée), το οποίο σύμφωνα με τη γλωσσική σύμβαση θα υποδήλωνε ακριβώς το φύλο του προσώπου στο οποίο απευθυνόταν η ερωτική επιστολή, γιατί ανάλογα με το αν απευθύνεται κανείς σε έναν άνδρα ή μια γυναίκα υπάρχει μια διαφοροποίηση σε αυτό το επίπεδο, υπάρχει ένας γραμματολογικός δείκτης που πιστοποιεί το φύλο του αποδέκτη. Παραδόξως, όπως εντυπώθηκε αυτή η φράση, αυτή η επιστολή ήταν σαν να απευθυνόταν σε έναν άνδρα, αλλά ο Λακάν παρατηρεί ότι στην πραγματικότητα σε αυτό το σημείο οι διαφοροποιήσεις αίρονται και ο έρωτας δεν είναι πρωτίστως υπόθεση φύλου. Πρωτογενώς, η εμπλοκή του φύλου στον έρωτα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Σε αντίθεση, φυσικά, με το σεξ. Γιατί αυτό που αγαπάει κανείς στον έρωτα, όσον αφορά τουλάχιστον μια ορισμένη προσέγγιση, είναι ο ίδιος του ο εαυτός ή μια εξιδανικευμένη εκδοχή του ιδίου του τού εαυτού. Με αυτήν την έννοια, ο έρωτας έχει πάντα κάποιες ναρκισσιστικές καταβολές και αυτό είναι ένα μοτίβο που διατρέχει όλη τη δυτική σκέψη πάνω στον έρωτα. Ναρκισσιστικές καταβολές, ναρκισσιστική αφετηρία, ναρκισσιστική ρίζα του ερωτικού συναισθήματος. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο έρωτας εμπλέκει ένα σώμα, το οποίο στοιχειοθετείται μέσα στη ναρκισσιστική εμπειρία της φαντασιακής, κατοπτρικής ακεραιότητάς του. Πρόκειται για το σώμα που μορφοποιείται μέσα στο στάδιο του καθρέπτη, για ένα σώμα ολοπαγές, ένα σώμα που δεν είναι τραυματισμένο από τον ευνουχισμό, ένα σώμα που δεν είναι προικισμένο με ερωτογόνες ζώνες και ενορμητικά χάσματα. Ήδη από αυτό το επίπεδο βλέπουμε ότι ο έρωτας απευθύνεται στην ολότητα του άλλου, δεν ερωτεύεται κανείς το στήθος μιας γυναίκας, τα έφυγρα χείλη της ή την ψιμυθιωμένη εικόνα της. Ο ερωτευμένος μπορεί μεν να καψουρεύεται το στήθος μιας γυναίκας, να καψουρεύεται τις καμπύλες της, να καψουρεύεται το γοβάκι της, αλλά ο έρωτας ως έρωτας απευθύνεται σε ένα είδος ολότητας του άλλου, τοποθετούμενου σε τελική ανάλυση πέραν του φαντασιακού, πέραν του ναρκισισμού, πέραν της σαγήνης της εικόνας. Για την ακρίβεια, απευθύνεται στο είναι του άλλου. Λέγοντας ότι ο έρωτας απευθύνεται στο είναι του άλλου εννοούμε ότι όντως σε αυτό το επίπεδο το είναι του άλλου δεν προσδιορίζεται από την εγγραφή του στο πεδίο της έμφυλης διαφοράς. Σε αντίθεση ακριβώς με την εμπειρία της σεξουαλικότητας, η οποία απευθύνεται σε ένα έμφυλο σώμα, προικισμένο με ερωτογόνες ζώνες, με ιδιαιτερότητες, ένα σώμα που λειτουργεί ως αποδέκτης των φαντασιώσεων. Οι φαντασιώσεις αποτελούν τον κατ'εξοχήν συνομιλητή της σεξουαλικότητας, ο παρτενέρ καλείται απλά να τις ενσαρκώσει, να τους προσδώσει σάρκα και οστά. Οποιαδήποτε έμφυλη σχέση συνάπτεται υπό την κηδεμονία των φαντασιώσεων είναι σαφές ότι είναι δομημένη με βάση ένα σεξουαλικό σενάριο. Ενώ η αμιγώς ερωτική σχέση δεν έχει ως πρωτογενή καταλύτης της κάποια σεξουαλική φαντασίωση. Αυτή είναι, λοιπόν, η τεράστια διαφορά. Ο έρωτας σπεύδει προς το είναι του υποκειμένου και από αυτή την άποψη δεν είναι μια αναλώσιμη διαμεσολάβηση για την ικανοποίηση της σεξουαλικής ενόρμησης, δεν είναι η κόσμια πρόσοψη των φαντασιώσεων. Ο έρωτας δεν αναδύεται από τις λιμνάζουσες υγρές εμμονές της σεξουαλικότητας. Δεν είναι φιλήδονη μέθη μπροστά στη σαγήνη του σεξουαλικού αντικειμένου, παρότι όχι μόνο προσφέρει φιλόξενη στέγη σε φαντασιώσεις και ενορμήσεις, αλλά και λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής της έντασής τους, αποδομητής των αναστολών και συνήγορος των απαιτήσεών τους. Ο έρωτας τέμνει τη διαφορά των φύλων σε πολλά επίπεδα, χωρίς να ταυτίζεται με κανένα απ' αυτά».

-Γιατί στην αρχαιότητα ο έρωτας ήταν πάντα ομοφυλοφιλικός έρωτας

«Στον αρχαίο κόσμο ο μοναδικός δυνητικός παραλήπτης του ερωτικού συναισθήματος θα έπρεπε να ήταν, όντως, πάντα μια ανδρική φιγούρα. Ο έρωτας στην ιδεώδη και περιπαθή μορφή του, ο έρωτας που ήταν ικανός να υπερβεί ακριβώς όλες αυτές τις συντεταγμένες της τεκνοποίησης, της αναπαραγωγής και της σεξουαλικής καψούρας, απευθυνόταν κατ' ανάγκη σε μια εξιδανικευμένη ανδρική φιγούρα. Για αυτό το λόγο, όλα τα ζευγάρια που άφησαν ένα ανεξίτηλο ίχνος στο φαντασιακό του αρχαίου κόσμου ήταν ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Τα ετεροφυλόφιλα ερωτικά ζευγάρια που άφησαν και αυτά κάποιο ίχνος στο φαντασιακό του αρχαίου κόσμου και στα κείμενα που έφτασαν ως εμάς, μετρώνται στα δάκτυλα της μιας χειρός, π.χ. Ορφέας και Ευρυδίκη, Άδμητος και Άλκηστις. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο έρωτας γίνεται αντικείμενο μιας εξύμνησης, μιας αποθέωσης όταν διαδραματίζεται ανάμεσα σε ετεροφυλόφιλους παρτενέρ. Στον αρχαίο κόσμο, ο έρωτας που θεμελιώνεται πάνω στη διάρκεια, πάνω στην περιπαθή εξιδανίκευση, είναι σχεδόν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος».

-Η στοχοποίηση των μειονοτήτων από τις ακροδεξιές δυνάμεις...

«Γενικότερα, όπου υπάρχουν τάσεις στραγγαλισμού των μειονοτήτων παρατηρούνται ομόρροπα μέτρα που στοχοθετούν τις ομοφυλόφιλες πρακτικές. Το αποδεικνύει η εν παραλλήλω καταδίωξη των Εβραίων, της ομοφυλοφιλίας, των μαγισσών και μιας σειράς άλλων μειονοτήτων που αποκλίνουν από τον κυρίαρχο κανόνα κονφορμιστικής ομογενοποίησης του κοινωνικού σώματος. Επομένως, δεν είναι ένα φαινόμενο που έχει ένα προνομιακό καθεστώς σε αυτή την ιστορία στιγματισμού και διώξεων που αναπτύσσεται προοδευτικά στην Ευρώπη, αλλά αντίθετα εγγράφεται μέσα σε αυτό το γενικότερο κίνημα στοχοθεσίας και έλλειψης ανεκτικότητας απέναντι στις μειονότητες. Ο Μπόσγουελ αναφέρει και μια άλλη υπόθεση. Οι Σταυροφόροι που κινούντο στον Αραβικό κόσμο έπρεπε να θωρακίσουν την πολιτιστική και ταυτοτική ιδιαιτερότητά τους και ένα από τα στοιχεία που προσφερόταν σαν μηχανισμός διαφοροποίησης ήταν η καταδίκη των ομοφυλόφιλων πρακτικών, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες και ενταγμένες στους Αραβικούς πληθυσμούς. Η καταδίκη της ομοφυλοφιλίας ενσωματώθηκε στην κατάφαση της ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας. Είναι υποθέσεις συζητήσιμες, μεταξύ άλλων, φαντάζομαι, δεν είμαι ιστορικός για να αποφανθώ. Με εξαίρεση όμως εκείνη που επισημαίνει μια σύγκλιση των διωκτικών πρακτικών εις βάρος των μειονοτήτων. Η ιστορία της Ευρώπης είναι όντως διάστικτη από δυναμικές ιδεολογικές εκστρατείες με στόχο τον εσωτερικό εχθρό και την εξάλειψη της μιασματικής παρουσίας του και βλέπουμε αυτό το φαινόμενο να υποτροπιάζει σαν ανίατη αρρώστια. Στην Ελλάδα, ας πούμε, βλέπουμε πραγματικά πώς μετά τους μετανάστες η Χρυσή Αυγή σχεδιάζει να βάλει στο στόχαστρο τους ομοφυλόφιλους- και μετά τους ομοφυλόφιλους έχουν σειρά οι ψυχικά πάσχοντες, εν συνεχεία τα άτομα με ειδικές ανάγκες, όπως συνέβη ακριβώς και στη Γερμανία. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ακριβώς στη Γερμανία, αυτός ο αστερισμός μειονοτήτων και ο συγχρωτισμός των θυμάτων μέσα στο τερατώδες στόχαστρο της ναζιστικής θηριωδίας καταγράφτηκε ιστορικά με τα πλέον ανατριχιαστικά και ανεξίτηλα χρώματα. Επανέρχομαι στο ρόλο της εκκλησίας που αναφέρατε προηγουμένως. Ένα δείγμα απρόσμενης αλλά αποκρυπτογραφήσιμης ανεκτικότητας της εκκλησίας απέναντι στις ομοφυλόφιλες σχέσεις είναι τα τελετουργικά γαμήλιας ένωσης τα οποία επεξεργάστηκε ο εκκλησιαστικός θεσμός για να ανταποκριθεί ακριβώς σε αυτή την ανάγκη. Υπήρχαν ειδικές τελετές προοριζόμενες στη θρησκευτική επισημοποίηση του ομοφυλόφιλου κοινού βίου. Υπάρχει το περίφημο χειρόγραφο Barberini 336, το οποίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού, είναι το αρχαιότερο τελετουργικό κείμενο, ένα λειτουργικό πρωτόκολλο γαμήλιας συνένωσης μεταξύ ανδρών, συνταγμένο στα ελληνικά εκείνων των χρόνων, το οποίο χρονολογείται από τον 8ο αιώνα περίπου, που σημαίνει ότι αυτές οι πρακτικές για να έχουν κωδικοποιηθεί τον 8ο αιώνα ήσαν προγενέστερες, άρα η εκκλησία ήδη από τον 5ο-6ο αιώνα είχε θεσπίσει ειδικές μορφές τελετουργίας απευθυνόμενες σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια».

Πηγή του κειμένου της συνέντευξης: www.ough.gr

Για το πλήρες κείμενο της συνέντευξης μεταβείτε στην ακόλουθη διεύθυνση, πατώντας εδώ.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ