Η δίωξη του πρώην διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμι, που θα τον οδηγήσει στο δικαστήριο αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο της προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ.
Λιγότερο από μία εβδομάδα αφότου ο πρόεδρος ζήτησε ανοιχτά στο Truth Social την ποινική δίωξη πολιτικών αντιπάλων και επικριτών του, το υπουργείο υπό την καθοδήγηση της γενικής εισαγγελέως Παμ Μπόντι κινήθηκε εναντίον ενός από τους πιο διαχρονικούς του στόχους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει εκφράσει δημόσια την απέχθειά του για τον Κόμι, τον οποίο απέλυσε το 2017, καθώς και την επιθυμία του να τον δει στη φυλακή. Ωστόσο είναι δύσκολο για τους εισαγγελείς να πείσουν τους ενόρκους ότι η υπόθεση δεν ασκήθηκε για πολιτικούς λόγους.
«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ! Ένας από τους χειρότερους ανθρώπους που έχει γνωρίσει ποτέ αυτή η χώρα είναι ο Τζέιμς Κόμι, ο διεφθαρμένος πρώην επικεφαλής του FBI. Σήμερα του απαγγέλθηκαν κατηγορίες από το σώμα ενόρκων για δύο κακουργήματα για διάφορες παράνομες και παράτυπες πράξεις. Ήταν τόσο κακός για τη Χώρα μας, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, και τώρα βρίσκεται στην απαρχή ανάληψης των ευθυνών του για τα εγκλήματά του κατά του Έθνους μας. ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΜΕΓΑΛΗ ΞΑΝΑ!», έγραψε στο Truth Social ο Αμερικανός πρόεδρος.
Ο Κόμεϊ απολύθηκε από τον Τραμπ το 2017, αφού φέρεται να αρνήθηκε το αίτημα να υποσχεθεί πίστη στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο και στη συνέχεια επιβεβαίωσε δημοσίως στο Κογκρέσο ότι το FBI διεξήγαγε έρευνα για αντικατασκοπεία σχετικά με ρωσική εμπλοκή να στηριχθεί η εκστρατεία του Τραμπ να εκλεγεί το 2016, σημείωσε η Guardian.
Η εκδίκηση του Τραμπ
Στον Κόμι απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ψευδείς δηλώσεις και παρακώλυση της δικαιοσύνης, με αφορμή την κατάθεσή του ενώπιον της Γερουσίας το 2020.
Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι ψευδομαρτύρησε σχετικά με τον ρόλο του στη διαρροή διαβαθμισμένων πληροφοριών στον Τύπο. Αν και η υπόθεση βασίζεται σε λεπτομέρειες που φαντάζουν δευτερεύουσες, η πολιτική της διάσταση είναι σημαντική, καθώς ο Κόμι ήταν στο στόχαστρο του Αμερικανού προέδρου εδώ και χρόνια.
Η Μπόντι σε ανάρτησή της στο Χ, τόνισε ότι το κατηγορητήριο αντικατοπτρίζει τη δέσμευση του υπουργείου «να θέσει υπόλογους όσους κάνουν κατάχρηση εξουσίας». Ωστόσο, η χρονική συγκυρία και η άμεση σύνδεση με τα αιτήματα του προέδρου εγείρουν σοβαρές ανησυχίες για το κατά πόσο η δικαιοσύνη λειτουργεί πλέον ως ανεξάρτητος θεσμός, σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC.
Για δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν ένα άτυπο αλλά ισχυρό τείχος μεταξύ του Λευκού Οίκου και του υπουργείου Δικαιοσύνης, ώστε οι πολιτικές πιέσεις να μην επηρεάζουν τις διώξεις. Αυτό το τείχος, όπως υπογράμμισε στο βρετανικό ΜΜΕ η καθηγήτρια νομικής και πρώην ομοσπονδιακή εισαγγελέας Λόρι Λέβινσον, έχει «καταρρεύσει ολοκληρωτικά».
Η Λέβινσον χαρακτήρισε πρωτοφανές το γεγονός ένας πρόεδρος να υποδεικνύει συγκεκριμένα άτομα για ποινική δίωξη απλώς και μόνο επειδή διαφωνεί πολιτικά μαζί τους. Σύγκρινε μάλιστα την πρακτική με τις χειρότερες στιγμές της προεδρίας Νίξον, επισημαίνοντας ότι ο Τραμπ πήγε ένα βήμα παραπέρα και δεν περιορίστηκε απλώς στη δημιουργία μιας «λίστας εχθρών», αλλά αντικατέστησε εισαγγελείς που δεν υπάκουαν με πρόσωπα πιστά σε αυτόν.
Σε κίνδυνο η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης
Η υπόθεση Κόμι ήρθε στο φως λίγες μέρες μετά την παραίτηση του ομοσπονδιακού εισαγγελέα Έρικ Σίμπερτ, ο οποίος φέρεται να ανησυχούσε ότι θα απολυόταν επειδή αρνήθηκε να ασκήσει δίωξη κατά του Κόμι. Στη θέση του, ο Τραμπ τοποθέτησε τη Λίντσεϊ Χάλιγκαν, πρώην προσωπική του δικηγόρο χωρίς εμπειρία σε ομοσπονδιακές εισαγγελίες. Η Χάλιγκαν έσπευσε να παρουσιάσει την υπόθεση σε σώμα ενόρκων, το οποίο έκρινε ότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία για κατηγορητήριο.
Ο δικηγόρος του Κόμι δήλωσε ότι ο πελάτης του αρνείται τις κατηγορίες και αναμένει να δικαιωθεί στο δικαστήριο. Ειδικοί όπως η καθηγήτρια Annemarie McAvoy νομικός εμπειρογνώμονας και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κολούμπια, επισημαίνουν ότι το υπουργείο μπορεί πράγματι να διαθέτει έγγραφα και μαρτυρίες που ενισχύουν την υπόθεση. Ωστόσο, το αν αυτά επαρκούν για καταδίκη είναι ανοιχτό ζήτημα.
Το μεγαλύτερο ερώτημα είναι αν η παραπομπή Κόμι αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός ή το προοίμιο μιας ευρύτερης στρατηγικής δίωξης πολιτικών αντιπάλων. Ο Τραμπ έχει ήδη στοχοποιήσει δημοσίως άλλους επικριτές, όπως τον γερουσιαστή Άνταμ Σιφ και τη γενική εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, Λετίσια Τζέιμς, ενώ πλέον πολλοί επικριτές του μιλούν για κίνδυνο ρήξης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και πλήγμα στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.