Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει τον έλεγχο της αστυνομίας, ενώ θα στείλει και την εθνοφρουρά στην Ουάσιγκτον, μια ακόμη απόφαση που πυροδοτεί σφοδρές αντιδράσεις.
Ο Αμερικανός πρόεδρος προχώρησε σε αυτές τις πρωτόγνωρες ανακοινώσεις για την Ουάσιγκτον, ισχυριζόμενος ότι η αμερικανική πρωτεύουσα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω της εγκληματικότητας.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων και εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη νομική βάση και τα όρια της προεδρικής εξουσίας σε σχέση με τις τοπικές αρχές αστυνόμευσης, υπογραμμίζει η αμερικανική έκδοση του Politico.
«Η προσπάθεια του Τραμπ να αναλάβει τον έλεγχο των αρχών επιβολής του νόμου στην Ουάσιγκτον δοκιμάζει για άλλη μια φορά τα όρια της εξουσίας του να στρατιωτικοποιήσει μια μεγάλη πόλη των ΗΠΑ» αναφέρει το δημοσίευμα.
Ο νόμος του 1973 για την ασφάλεια της Ουάσιγκτον
Με βάση ειδικό Νόμο του 1973 (District of Columbia Home Rule Act,1973), ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την αστυνομία για «ομοσπονδιακούς σκοπούς», εφόσον κρίνει ότι υπάρχουν «ειδικές συνθήκες έκτακτης ανάγκης».
Συγκεκριμένα, μπορεί να την αναλάβει για μέχρι 48 ώρες χωρίς περαιτέρω έγκριση και για μέχρι 30 ημέρες εάν αποστείλει ειδικό μήνυμα στους προέδρους των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για χρήση πέραν των 30 ημερών απαιτείται έγκριση από το Κογκρέσο.
Στην ανακοίνωσή του, ο Τραμπ δικαιολόγησε την κίνηση αυτή ως αναγκαία για την προστασία ομοσπονδιακών κτιρίων και μνημείων, αρμοδιότητες που συνήθως αναλαμβάνονται από ομοσπονδιακές υπηρεσίες επιβολής του νόμου.
Αφορμή για την απόφαση του Αμερικανού προέδρου ήταν η επίθεση που δέχτηκε πρώην ομοσπονδιακός υπάλληλος του τμήματος κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, νωρίτερα. Ο πρώην υπάλληλος δέχθηκε επίθεση ενώ προσπαθούσε να αποτρέψει απόπειρα κλοπής οχήματος.
Ωστόσο, ο εισαγγελέας της πρωτεύουσας, Μπράιαν Σβαλμπ, χαρακτήρισε την κίνηση «πρωτοφανή, αχρείαστη και παράνομη», υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει έκτακτη κατάσταση στην πόλη και ότι η εγκληματικότητα βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 30 ετών.
Σε αντίθεση με τις Εθνοφρουρές των 50 πολιτειών, που υπόκεινται στον έλεγχο των κυβερνητών, η Εθνοφρουρά της Ουάσιγκτον υπάγεται απευθείας στον πρόεδρο. Αυτό σημαίνει ότι ο Τραμπ έχει μεγαλύτερη άμεση εξουσία να στείλει δυνάμεις στους δρόμους της πρωτεύουσας χωρίς να χρειάζεται να λάβει την άδεια ενός τοπικού κυβερνήτη.
Ωστόσο, η χρήση στρατιωτικών δυνάμεων για αστυνόμευση εντός των ΗΠΑ ρυθμίζεται από τον νόμο Posse Comitatus του 1878, που απαγορεύει τη χρήση στρατού σε πολιτικές λειτουργίες, εκτός αν υπάρχει ρητή άδεια από το Σύνταγμα ή άλλη ομοσπονδιακή νομοθεσία. Παρ’ όλα αυτά, ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται αυστηρά στη συγκεκριμένη, καθώς αυτή συχνά χρησιμοποιείται για αστυνομικές αποστολές σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Η χρήση της Εθνοφρουράς σε άλλες πολιτείες έχει οδηγήσει σε δικαστικές διαμάχες, όπως στη δίκη για την ανάπτυξη της Εθνοφρουράς στην Καλιφόρνια τον Ιούνιο 2025 κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, που θα κρίνει τη νομιμότητα τέτοιων ενεργειών. Όμως η περίπτωση της Ουάσιγκτον είναι ξεχωριστή λόγω της ιδιαίτερης νομικής της θέσης.
Στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε νωρίτερα ο Τραμπ, υποστήριξε ότι τα επίπεδα δολοφονιών στην Ουάσιγκτον σήμερα είναι υψηλότερα από αυτά της Μπογκοτά στην Κολομβία.
Ο Τραμπ και η Εθνοφρουρά
Ωστόσο, παραμένουν δικλίδες ασφαλείας για την αποτροπή κατάχρησης της προεδρικής εξουσίας.
Παρότι ο πρόεδρος έχει σημαντική εξουσία επί της Εθνοφρουράς της Ουάσιγκτον και ορισμένων ομοσπονδιακών υπηρεσιών, δεν έχει την εξουσία να «ομοσπονδιοποιήσει» ή να καταλάβει την τοπική κυβέρνηση της πρωτεύουσας. Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στο Κογκρέσο. Η Ουάσιγκτον έχει το δικό της δημοκρατικά εκλεγμένο συμβούλιο και δήμαρχο, που διαχειρίζονται τα καθημερινά τοπικά ζητήματα.
Ο Τραμπ έχει ξαναχρησιμοποιήσει ομοσπονδιακές δυνάμεις στην Ουάσιγκτον, όπως τον Ιούνιο 2020, όταν χρησιμοποίησε αστυνομικές δυνάμεις για να διαλύσει ειρηνικές διαδηλώσεις στο Λαφαγιέτ Παρκ. Παράλληλα, κριτικές δέχτηκε για την καθυστέρηση και την απροθυμία του να στείλει την Εθνοφρουρά κατά τη διάρκεια των ταραχών της 6ης Ιανουαρίου 2021.