Τουλάχιστον 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν στις συνοριακές εχθροπραξίες της Ταϊλάνδης με την Καμπότζη, ενώ δεκάδες χιλιάδες άλλοι έχουν εκκενωθεί σε κέντρα υποδοχής στις δύο χώρες.
Η σύγκρουση Ταϊλάνδης -Καμπότζης συνεχίζεται για δεύτερη μέρα σήμερα Παρασκευή καθώς οι εντάσεις που ξέσπασαν στα σύνορα κορυφώθηκαν σε φονικές μάχες με ανταλλαγή πυρών βαρέος πυροβολικού στη διαφιλονικούμενη μεθόριο.
Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Phumtham Wechayachai προειδοποίησε σήμερα ότι η σύγκρουση «θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε κατάσταση πολέμου» σε μια αξιοσημείωτη κλιμάκωση της ρητορικής του από την Πέμπτη, όταν περιέγραψε την κατάσταση ως «σύγκρουση». Η αντιπαράθεση περιλαμβάνει πλέον βαρέα όπλα, πρόσθεσε.
Εν τω μεταξύ, η Καμπότζη κατηγόρησε την Ταϊλάνδη ότι χρησιμοποιεί απαγορευμένα πυρομαχικά διασποράς σε μια παραμεθόρια περιοχή εντός του καμποτζιανού εδάφους.
Πώς ξέσπασαν οι εχθροπραξίες μεταξύ Ταϊλάνδης και Καμπότζης
Η αναζωπύρωση της έντασης μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διαφωνίας με ρίζες που εκτείνονται σε βάθος περισσότερο από έναν αιώνα και αφορά τμήματα μιας περιοχής γνωστής ως Σμαραγδένιο Τρίγωνο, όπου συναντώνται τα σύνορα της Ταϊλάνδης, της Καμπότζης και του Λάος.
Οι τελευταίες εντάσεις άρχισαν να κλιμακώνονται από τις 28 Μαΐου, όταν ένας Καμποτζιανός στρατιώτης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια πυροβολισμών σε μια άλλη από τις αμφισβητούμενες περιοχές, το Τσονγκ Μποκ και έκτοτε το θερμόμετρο στην περιοχή ανεβαίνει σταθερά, προκαλώντας αρχικά διπλωματικές διαμάχες και πολιτική κρίση στην Ταϊλάνδη και τώρα, ένοπλες συγκρούσεις, τις μεγαλύτερες εδώ και πάνω από μια δεκαετία
Μια συνοριακή διαμάχη με ιστορία άνω του ενός αιώνα
Οι εντάσεις ανάγονται στην εποχή της αποικιοκρατίας εποχή και στους χάρτες που σχεδιάστηκαν με βάση τις συνθήκες Γαλλίας – Σιάμ των αρχών του 1900, οι οποίες καθόριζαν τα σύνορα μεταξύ Ταϊλάνδης και Καμπότζης, η οποία τότε ήταν μέρος της Γαλλικής Ινδοκίνας.
Μια συμφωνία το 1904 ανέφερε ότι τα μήκους 817 χιλιομέτρων σύνορα θα ακολουθούσαν τη γραμμή της λεκάνης απορροής μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά δεκαετίες αργότερα η κυριαρχία αρκετών περιοχών παραμένει σημείο διαμάχης, ενώ έχουν αποτύχει διάφορες προσπάθειες για την επίλυση του ζητήματος.

Ένα σημείο ανάφλεξης όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο ινδουιστικός Ναός του Πρέα Βιχέρ του 11ου αιώνα, τον οποίο η Καμπότζη διεκδικεί με βάση έναν χάρτη του 1907 που σχεδίασαν οι Γάλλοι, αλλά η Ταϊλάνδη ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στη δική της πλευρά της λεκάνης απορροής.

Η Καμπότζη έφερε το ζήτημα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο αποφάνθηκε το 1962 ότι ο ναός ανήκε στην Καμπότζη. Παρ' όλα αυτά, ο ναός αυτός αποτελεί αιτία διαλείπουσας σύγκρουσης από το 2008, όταν η Καμπότζη προσπάθησε να τον καταχωρήσει ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς για τον ναό από την UNESCO. Ο ναός βρέθηκε στο επίκεντρο της τελευταίας μεγάλης θανατηφόρας σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών το 2011 σχετικά με το ποιος κατείχε την περιοχή γύρω από τον ναό. Το ΔΔ αποφάσισε το 2013 ότι η Καμπότζη είχε κυριαρχία επί της περιοχής αυτής.
Μετά την αψιμαχία του περασμένου Μαΐου η Καμπότζη υπέβαλε αίτηση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ) για να συνδράμει στη διευθέτηση των εδαφικών διεκδικήσεων σε τέσσερις από τις διαφιλονικούμενες περιοχές της, συμπεριλαμβανομένων των Prasat Ta Muen Thom και Chong Bok. Ωστόσο, η Ταϊλάνδη δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου από την απόφασή του τη δεκαετία του 1960 και έχει επιμείνει στη χρήση διμερών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, όπως η Κοινή Επιτροπή Συνόρων που συστάθηκε από τις δύο χώρες το 2000.
Ο ρόλος που έπαιξαν οι συνοριακές συγκρούσεις στην πολιτική κρίση της Ταϊλάνδης
Την 1η Ιουλίου το Συνταγματικό Δικαστήριο της έθεσε σε διαθεσιμότητα την πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης, Παετονγκτάρν Σιναβάτρα μετά από διαρροή τηλεφωνικής επικοινωνίας της με τον πρώην ηγέτη της Καμπότζης Χουν Σεν. Στο τηλεφώνημα με τον Σεν, που κυβερνούσε επί δεκαετίες την Καμπότζη προτού περάσει τη σκυτάλη της εξουσίας στον γιο του, η Παετονγκτάρν Σιναβάτρα επέρριψε στον ταϊλανδέζικο στρατό την ευθύνη για την υποβόσκουσα συνοριακή αντιπαράθεση.
Τα σχόλια, για τα οποία η Παετονγκτάρν ζήτησε συγγνώμη, πυροδότησαν διαμαρτυρίες στην Ταϊλάνδη και εκκλήσεις για παραίτησή της, και μια ομάδα γερουσιαστών κατέθεσαν προσφυγή εναντίον της κατηγορώντας την για παραβίαση του συντάγματος λόγω παραβίασης των ηθικών προτύπων.
Εάν κριθεί ένοχη, η Παετονγκτάρν θα αποκλειστεί από το ανώτατο αξίωμα, καθώς το Σύνταγμα της Ταϊλάνδης απαγορεύει τον διορισμό στο υπουργικό συμβούλιο οποιουδήποτε η συμπεριφορά του οποίου συνιστά «σοβαρή παραβίαση ή μη συμμόρφωση με τα ηθικά πρότυπα». Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αφού το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στον συνασπισμό της Παετονγκτάρν παραιτήθηκε μετά το επίμαχο τηλεφώνημα, με αποτέλεσμα η κυβερνητική συμμαχία να διαθέτει πλέον ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.