Η σύλληψη της Ιταλίδας πολιτικού Φεντερίκα Μογκερίνι από τις βελγικές Αρχές, στο πλαίσιο έρευνας για υπόθεση ύποπτης απάτης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO), έχει προκαλέσει έντονη αναστάτωση σε Βρυξέλλες και Ρώμη.
Συνελήφθησαν επίσης άλλοι δύο αξιωματούχοι κατόπιν εντολής από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO), στο πλαίσιο έρευνας για διαφθορά.
Η έφοδος πραγματοποιήθηκε χθες στις εγκαταστάσεις του Κολλεγίου της Ευρώπης, του θεσμού τον οποίο η πρώην ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και νυν πρύτανης του Κολεγίου, αποτελεί μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της ευρωπαϊκής διπλωματίας, με βαθιές διασυνδέσεις και μακρά πορεία σε κορυφαίες πολιτικές θέσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα άλλα άτομα που συνελήφθησαν για ανάκριση είναι ένας διευθυντής στο Κολέγιο της Ευρώπης και ο πρώην γενικός γραμματέας της EEAS (2021-2025), ο Ιταλός διπλωμάτης Στέφανο Σανίνο.
Η Φεντερίκα Μογκερίνι έχει διατελέσει υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας επί κυβέρνησης Ματέο Ρέντσι, καθώς και Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, θέση που της χάρισε διεθνή προβολή, ιδιαίτερα μέσα από τον ρόλο της στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν (JCPOA).
Από την Κομμουνιστική Νεολαία στο υπουργικό συμβούλιο
Γεννημένη το 1973 στη Ρώμη, η Μογκερίνι ξεκίνησε την πολιτική της πορεία στην Κομμουνιστική Νεολαία το 1988. Μετά τη διάλυση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, εντάχθηκε στους σοσιαλδημοκράτες (PD), όπου η άνοδός της ήταν ταχεία: το 2008 εξελέγη βουλευτής με επίκεντρο τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Το μεγάλο της άλμα ήρθε το 2014, όταν ο Ρέντσι την επέλεξε για το υπουργείο Εξωτερικών. Λίγους μήνες αργότερα, προτάθηκε για τη θέση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων χωρών της Βαλτικής που θεωρούσαν τη στάση της απέναντι στη Ρωσία υπερβολικά ήπια.
Στο τιμόνι του College of Europe
Μετά τη λήξη της θητείας της στην ΕΕ, η Μογκερίνι ανέλαβε το 2020 τη θέση της Πρυτάνεως στο Κολλέγιο της Ευρώπης στη Μπριζ, ένα από τα πιο επιδραστικά ιδρύματα ευρωπαϊκών σπουδών, που θεωρείται «φυτώριο» στελεχών των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η τοποθέτησή της είχε ήδη δεχθεί κριτική, τόσο για την έλλειψη ακαδημαϊκού υπόβαθρου όσο και για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, αφού το ίδρυμα χρηματοδοτείται κυρίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή — τον πρώην εργοδότη της.
Τα δίδακτρα για ένα πλήρες ακαδημαϊκό έτος φτάνουν τις 30.000 ευρώ, καθιστώντας το ίδρυμα προσιτό κυρίως σε φοιτητές με ισχυρή οικονομική υποστήριξη ή υποτροφίες.
«Πλήρη συνεργασία» με τις Αρχές δηλώνει το «Κολλέγιο της Ευρώπης»
Σε ανακοίνωσή του, το Κολλέγιο της Ευρώπης υπογράμμισε ότι θα συνεργαστεί πλήρως με τις αρχές, «στο πνεύμα της διαφάνειας και του σεβασμού της ερευνητικής διαδικασίας».
Η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ρίξει βαριά σκιά στον υψηλού κύρους θεσμό, καθώς και στο ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο.
Το σκάνδαλο
Η υπόθεση αφορά το πρόγραμμα της Διπλωματικής Ακαδημίας της ΕΕ, ένα εννιάμηνο πρόγραμμα κατάρτισης νέων Ευρωπαίων διπλωματών, το οποίο χρηματοδοτείται από την Ένωση και το οποίο, για την περίοδο 2021-2022, ανατέθηκε στο Κολέγιο της Ευρώπης, στην Μπριζ, μετά από διαγωνισμό.
Η ποινική έρευνα ξεκίνησε μετά από καταγγελίες ότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), ο διπλωματικός βραχίονας της ΕΕ, και το Κολέγιο της Ευρώπης συνωμότησαν για να καταχραστούν δημόσια χρήματα της ΕΕ το 2021 και το 2022 με σκοπό την ίδρυση μιας νέας διπλωματικής ακαδημίας, σύμφωνα με τέσσερα άτομα που έχουν γνώση της έρευνας και μίλησαν στο Euractiv.
Η έρευνα αφορά τον τρόπο με τον οποίο το Κολέγιο της Ευρώπης εξασφάλισε την ανάθεση του προγράμματος της Διπλωματικής Ακαδημίας από την Eυρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης. Σύμφωνα με την EPPO, υπάρχουν «σοβαρές υποψίες» ότι παραβιάστηκε το άρθρο 169 του Κανονισμού Χρηματοδότησης της ΕΕ, το οποίο αφορά τον θεμιτό ανταγωνισμό σε διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, διερευνάται εάν δόθηκαν εμπιστευτικές πληροφορίες πριν από τη δημοσίευση του διαγωνισμού. Το Κολέγιο της Ευρώπης φέρεται να είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για τα κριτήρια της προκήρυξης, αποκτώντας έτσι αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι άλλων υποψήφιων οργανισμών.
Εξετάζεται ενδεχόμενο σύγκρουσης συμφερόντων εκ μέρους προσώπων που είχαν ενεργό ρόλο τόσο στην κατάρτιση των όρων της προκήρυξης όσο και στην επιλογή του τελικού αναδόχου και εάν υπήρξε παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου. Η διαρροή πληροφοριών σχετικά με δημόσιους διαγωνισμούς συνιστά ποινικό αδίκημα όταν γίνεται προς όφελος συγκεκριμένου φορέα.
Τέλος, εξετάζεται εάν υπήρξε κατασπατάληση ή ακατάλληλη χρήση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Το πρόγραμμα χρηματοδοτείται με εκατομμύρια ευρώ από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Εάν αποδειχθεί απάτη, οι ευθύνες θα είναι σημαντικές.