Η δυσκολία της φετινής γραπτής δοκιμασίας προκάλεσε τέτοια δημόσια κατακραυγή ώστε ο επικεφαλής του οργανισμού που εποπτεύει τις εξετάσεις υπέβαλε παραίτηση.
Η ενότητα Αγγλικών του νοτιοκορεατικού πανεθνικού διαγωνισμού εισαγωγής στα πανεπιστήμια, του περίφημου Suneung (CSAT), είναι έτσι κι αλλιώς συνώνυμη με την πίεση και τη λεπτομέρεια. Φέτος, όμως, η δυσκολία της προκάλεσε τέτοια δημόσια κατακραυγή ώστε ο επικεφαλής του οργανισμού που εποπτεύει τις εξετάσεις υπέβαλε παραίτηση, αναγνωρίζοντας ότι «η δυσκολία των ερωτήσεων ήταν ακατάλληλη» και ότι προκλήθηκε «σύγχυση» στη διαδικασία.
Ο Oh Seung-geol, επικεφαλής του Korea Institute for Curriculum and Evaluation (KICE), ανέλαβε την ευθύνη ειδικά για το σκέλος των Αγγλικών, καθώς τα αποτελέσματα και οι αντιδράσεις έδειξαν ότι το φετινό τεστ ξέφυγε από τον στόχο της «απόλυτης αξιολόγησης» (absolute grading) που ισχύει για το μάθημα από το 2018: μόλις περίπου 3,11% των υποψηφίων πέτυχε την ανώτατη βαθμίδα, έναντι περίπου 6% την προηγούμενη χρονιά, το χαμηλότερο ποσοστό από τότε που εφαρμόστηκε το σύστημα.
Η ένταση δεν αφορά μόνο τους αριθμούς
Η ένταση δεν αφορά μόνο τους αριθμούς. Το Suneung αποτελεί, πρακτικά, μια οκτάωρη «μαραθώνια» δοκιμασία διαδοχικών εξετάσεων, με το αποτέλεσμά της να επηρεάζει άμεσα το πανεπιστήμιο που μπορεί να διεκδικήσει ο μαθητής και, κατ’ επέκταση, τις μελλοντικές επαγγελματικές του προοπτικές. Η κοινωνική σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται αποτυπώνεται και σε μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: κατά τη διάρκεια του listening test των Αγγλικών, οι πτήσεις περιορίζονται/«παγώνουν» κοντά σε εξεταστικά κέντρα για να μην υπάρχουν θόρυβοι που θα αποσπάσουν τους υποψηφίους.
Φέτος, οι υποψήφιοι είχαν 70 λεπτά για 45 ερωτήσεις στην ενότητα των Αγγλικών, αλλά αυτό που προκάλεσε την οργή ήταν κυρίως το ύφος και το γνωστικό φορτίο συγκεκριμένων θεμάτων. Ο δημόσιος διάλογος επικεντρώθηκε σε ερωτήματα που ζητούσαν από μαθητές λυκείου να αποκωδικοποιήσουν αποσπάσματα με αναφορές στη φιλοσοφία του Immanuel Kant και σε κείμενα για την «αντιληπτή πραγματικότητα» των videogames, με πολλούς να χαρακτηρίζουν τις διατυπώσεις υπερβολικά σύνθετες ή «εκτός στόχου» για μια τυποποιημένη εξέταση γλωσσομάθειας.
Το επεισόδιο αναζωπύρωσε μια παλαιότερη συζήτηση στη Νότια Κορέα: κατά πόσο το Suneung αξιολογεί ουσιαστικές δεξιότητες ή ενθαρρύνει στρατηγικές «τεστ-τεχνικής» και εξωσχολικής προετοιμασίας. Η ίδια η παραίτηση του επικεφαλής του KICE ήρθε ως έμμεση επιβεβαίωση ότι, ακόμη κι αν οι ερωτήσεις πέρασαν από «πολλαπλές διορθώσεις», το τελικό αποτέλεσμα δεν ισορρόπησε σωστά ανάμεσα στη διαβάθμιση και στη δικαιοσύνη.
Το πλαίσιο πίεσης γίνεται πιο καθαρό αν δει κανείς και προηγούμενα περιστατικά. Το 2023, ομάδα μαθητών προσέφυγε δικαστικά όταν επιτηρητής έληξε μέρος της εξέτασης 90 δευτερόλεπτα νωρίτερα, υποστηρίζοντας ότι το σφάλμα τους επιβάρυνε με την ανάγκη επανάληψης της διαδικασίας – με οικονομικό και ψυχολογικό κόστος. Παράλληλα, φέτος οι αρχές ανακοίνωσαν και υπόθεση απόπειρας κλοπής εξεταστικού υλικού: μητέρα αριστούχου μαθήτριας συνελήφθη μαζί με εκπαιδευτικό, αφού –σύμφωνα με τις πληροφορίες που έγιναν γνωστές– εισέβαλαν σε σχολείο για να αφαιρέσουν δοκίμιο.
Η ουσία, πάντως, είναι ότι το «σοκ» των Αγγλικών μετατράπηκε σε πολιτικό και θεσμικό πρόβλημα: όταν μια εξέταση λειτουργεί ως κοινωνικός διαχωριστής, η αίσθηση ότι «το τεστ ξέφυγε» δεν μένει στο επίπεδο των μαθητών, αλλά αγγίζει γονείς, φροντιστήρια, πανεπιστήμια και, τελικά, την αξιοπιστία του ίδιου του μηχανισμού επιλογής. Και αυτή τη φορά, η αντίδραση ήταν τόσο ισχυρή ώστε κόστισε την καρέκλα του ανθρώπου που την επέβλεπε.