Σε μια πρόσφατη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του, ο Ντόναλντ Τραμπ περιέφερε το βλέμμα του και προχώρησε σε μια φαινομενικά αυτονόητη, αλλά πολιτικά φορτισμένη διαπίστωση: ο επόμενος Ρεπουμπλικανός υποψήφιος πρόεδρος «πιθανότατα κάθεται σε αυτό το τραπέζι».
Αν και οι υποστηρικτές του Τραμπ εξακολουθούν να φωνάζουν «τέσσερα ακόμα χρόνια», ο ίδιος ήταν σαφής: το 2028 δεν θα είναι υποψήφιος.
Η δήλωση αυτή δεν αφορά απλώς στο συνταγματικό όριο των δύο προεδρικών θητειών. Αποτυπώνει το γεγονός ότι η μάχη για τη διαδοχή - και για τον ορισμό του τι σημαίνει το κίνημα Make America Great Again (MΑGA) μετά τον Τραμπ - έχει ήδη ξεκινήσει. Και αυτή η μάχη διεξάγεται σε ένα πολιτικό τοπίο που δείχνει ολοένα και πιο κατακερματισμένο, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το BBC.
MAGA: Ένα κίνημα σε φάση μετάβασης
Παρά την εκλογική νίκη του Τραμπ το 2024, οι ενδείξεις φθοράς είναι υπαρκτές. Σε πρόσφατες τοπικές εκλογές, οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν έδαφος σε ψηφοφόρους από τις μειονότητες και την εργατική τάξη - δύο από τις ομάδες που είχαν συμβάλει καθοριστικά στην επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ταυτόχρονα, εσωτερικές συγκρούσεις εντός της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ρεπουμπλικανών αναδεικνύουν ιδεολογικές και στρατηγικές αποκλίσεις.
Η αποχώρηση της Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν από το Κογκρέσο, συνοδευόμενη από αιχμές ότι ο Τραμπ έχει απομακρυνθεί από τους «απλούς Αμερικανούς», δεν ήταν ένα μεμονωμένο επεισόδιο, σημειώνει το βρετανικό δίκτυο.
Αντιθέτως, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο αφήγημα περί κόπωσης και αποσύνδεσης μεταξύ της ηγεσίας και της βάσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και φιλοτραμπικά μέσα προειδοποιούν πως η βάση του MAGA «αρχίζει να αποχωρεί».
Ένα τραπέζι γεμάτο υποψήφιους διαδόχους
Το υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ λειτουργεί πλέον και ως άτυπο πεδίο προκριματικών εκλογών. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς θεωρείται το φαβορί, με στήριξη τόσο από την οικογένεια Τραμπ όσο και από κύκλους της Silicon Valley, που συνδυάζουν τον τεχνολογικό φιλελευθερισμό με τον πολιτικό εθνικισμό.
Δίπλα του, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο εκπροσωπεί μια διαφορετική διαδρομή: εκείνη της σταδιακής «μεταστροφής» ενός παραδοσιακού Ρεπουμπλικανού στο δόγμα «Πρώτα η Αμερική» (America First) του Τραμπ. Η εγκατάλειψη των παλαιότερων θέσεών του για τη μετανάστευση και τη Ρωσία τον καθιστά αποδεκτό στη βάση, χωρίς όμως να αποκόπτεται πλήρως από το παλιό κομματικό κατεστημένο.
Στο ίδιο τραπέζι κάθονται και πιο ετερόκλητες φιγούρες, όπως ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, με την ατζέντα «Make America Healthy Again» και τη σκεπτικιστική στάση έναντι των εμβολίων, αλλά και η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Κρίστι Νόεμ, που έχει ταυτιστεί με σκληρές - και συχνά ακραίες- θέσεις στο μεταναστευτικό. Όλοι τους, σε διαφορετικό βαθμό, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την πολιτική κληρονομιά του Τραμπ. Το ερώτημα είναι ποιος μπορεί να κρατήσει ενωμένη τη συμμαχία που αυτός οικοδόμησε.
Από τον Ρίγκαν στον Τραμπ: μια διαφορετική ρεπουμπλικανική συμμαχία
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Τραμπ σχεδόν ουδόλως θυμίζει πλέον εκείνο της εποχής Ρόναλντ Ρίγκαν. Αν η παλιά συμμαχία στηριζόταν στον οικονομικό φιλελευθερισμό, τον αντικομμουνισμό και τον διεθνή ρόλο των ΗΠΑ, η σύγχρονη εκδοχή της, σύμφωνα με αναλυτές, έχει ως πυλώνες τα ασφαλή σύνορα, τον οικονομικό εθνικισμό και την πρωτοκαθεδρία των αμερικανικών συμφερόντων.
Έρευνα του Manhattan Institute αποτυπώνει αυτή τη μετάβαση με αριθμούς. Περίπου το 65% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων θεωρούνται «πυρήνας» του κόμματος, με σταθερή εκλογική συμπεριφορά από το 2016 και μετά. Ωστόσο, σχεδόν το ένα τρίτο αποτελείται από «νέους προσήλυτους»: νεότερους, πιο ποικιλόμορφους δημογραφικά και λιγότερο προσκολλημένους στην παραδοσιακή συντηρητική ορθοδοξία ψηφοφόρους.
Αυτή η ομάδα εμφανίζεται λιγότερο πρόθυμη να στηρίξει μελλοντικούς υποψηφίους όπως ο Ρούμπιο ή ο Βανς και περισσότερο ανεκτική σε ακραίες θέσεις, ακόμη και στη δικαιολόγηση πολιτικής βίας. Ο Τραμπ κατάφερε να τους προσελκύσει. Το αν οι διάδοχοί του μπορούν - ή επιθυμούν - να τους κρατήσουν, παραμένει ανοιχτό.
Εσωτερικές συγκρούσεις και εκλογικά καμπανάκια
Οι ιδεολογικές αυτές ρωγμές μεταφράζονται πλέον και σε πολιτικές συγκρούσεις. Η διαμάχη με τον Έλον Μασκ για την οικονομική πολιτική, οι αντιδράσεις για τους δασμούς και τις δημόσιες δαπάνες, αλλά και η αδυναμία του Λευκού Οίκου να επιβάλει πλήρως τη γραμμή του στο Κογκρέσο - όπως φάνηκε επί παραδείγματι με την υπόθεση των φακέλων Έπσταϊν - δείχνουν ότι η κομματική πειθαρχία της εποχής Τραμπ δεν είναι δεδομένη.
Την ίδια στιγμή, οι εκλογικές επιδόσεις προκαλούν ανησυχία στους Ρεπουμπλικανούς. Οι Δημοκρατικοί αντίπαλοί τους κέρδισαν κρίσιμες πολιτειακές αναμετρήσεις και βελτίωσαν αισθητά τα ποσοστά τους σε ειδικές εκλογές, ενισχύοντας τον φόβο ότι χωρίς τον ίδιο τον Τραμπ στην κορυφή του ψηφοδελτίου το MAGA δυσκολεύεται να μετατραπεί σε νικηφόρα εκλογική μηχανή.
Το μέλλον του «τραμπισμού»
Παρά τα σημάδια κόπωσης, λίγοι πιστεύουν ότι μια ενδεχόμενη ήττα των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 ή στις προεδρικές του 2028 θα σημάνει το τέλος του «τραμπισμού».
Όπως επισημαίνουν πολιτικοί επιστήμονες, το MAGA δεν είναι μια ιστορική παρένθεση αλλά έκφραση βαθύτερων, μακροχρόνιων ρευμάτων του αμερικανικού λαϊκισμού, που προϋπήρχαν και απλώς βρήκαν στον Τραμπ τον πιο αποτελεσματικό τους εκφραστή.
Το παλιό ρεπουμπλικανικό κατεστημένο δύσκολα θα επιστρέψει με την ισχύ που διέθετε κάποτε, σημειώνει η ανάλυση του BBC, τονίζοντας ότι το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν ο Τραμπ θα έχει πολιτική κληρονομιά, αλλά ποιος - και με ποιο κόστος - θα μπορέσει να την αξιοποιήσει. Σε αυτό το στοίχημα διακυβεύεται όχι μόνο το μέλλον του MAGA, αλλά και η μορφή που θα έχει η αμερικανική δεξιά για την επόμενη δεκαετία.