Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με τις πρώτες εντάσεις γύρω από τη νέα πολιτική μετανάστευσης, καθώς τα κράτη μέλη διαφωνούν για το πώς θα καταμεριστεί η ευθύνη για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο
Η συνεδρίαση των υπουργών Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων στο Λουξεμβούργο την Τρίτη ανέδειξε τόσο τις τεχνικές λεπτομέρειες του νέου συστήματος όσο και τις βαθύτερες πολιτικές διαφωνίες που το συνοδεύουν, ενώ το Politico κάνει και συγκεκριμένη αναφορά στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Η πρόταση αφορά την εγκατάσταση των λεγόμενων «κόμβων επιστροφής» και την ενίσχυση των εξουσιών διασυνοριακής απέλασης. Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση παραμένει η κατανομή των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών μελών. Σύμφωνα με τον νέο κανονισμό της ΕΕ για το άσυλο και τη μετανάστευση, που συμφωνήθηκε το 2023 και πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή έως τον Ιούνιο του 2026, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα καθορίζει ποιες χώρες αντιμετωπίζουν «μεταναστευτική πίεση». Οι υπόλοιπες χώρες θα μπορούν είτε να δεχτούν αιτούντες άσυλο από αυτές τις «υπό πίεση» χώρες είτε να τις υποστηρίξουν οικονομικά και με προσωπικό.
Προτιμούν να πληρώσουν παρά να υποδεχτούν
Η πραγματικότητα δείχνει όμως ότι οι κυβερνήσεις προτιμούν να δίνουν χρήματα παρά να ανοίγουν τα σύνορά τους, διαπιστώνει το Politico.
Η υπουργός Μετανάστευσης του Βελγίου, Anneleen Van Bossuyt, ανέφερε ότι θα προσφέρει οικονομική συνεισφορά, καθώς το σύστημα υποδοχής της χώρας είναι ήδη πλήρες.
Η Φινλανδή υπουργός Εσωτερικών, Mari Rantanen, από το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών, τόνισε ότι η χώρα της δεν θα δεχθεί μετανάστες από άλλα κράτη μέλη.
Ανάλογη στάση εξέφρασαν οι Ολλανδοί και οι Σουηδοί αξιωματούχοι, με τον υπουργό Μετανάστευσης της Σουηδίας, Johan Forsell, να δηλώνει ότι η χώρα του έχει ήδη φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό αιτούντων άσυλο την τελευταία δεκαετία
Αυτές οι δηλώσεις προμηνύουν ένα σύνθετο πρόβλημα καθώς φαίνεται ότι οι περισσότερες χώρες είναι έτοιμες να πληρώσουν αλλά ελάχιστες δείχνουν διατεθειμένες να υποδεχτούν μετανάστες. Το πιθανότερο σενάριο είναι η δημιουργία ενός συστήματος «αντισταθμιστικών», όπου οι χώρες που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να υποδεχθούν αιτούντες θα διεκπεραιώνουν κάποιες αιτήσεις για λογαριασμό των χωρών υποδοχής ή θα προσφέρουν ουσιαστική οικονομική στήριξη.
Η αναφορά σε Ελλάδα και Ιταλία
Το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο για την Ιταλία και την Ελλάδα, πιθανότατους αποδέκτες βοήθειας, οι οποίες πέρυσι διαχειρίστηκαν μόνο μικρό ποσοστό των αιτήσεων που τους αναλογούσαν σύμφωνα με τους κανόνες του Δουβλίνου.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα, «πέρυσι, οι δύο χώρες διεκπεραίωσαν μόνο ένα μικρό ποσοστό των αιτήσεων που έπρεπε να διεκπεραιώσουν, όπως ορίζεται από τους λεγόμενους κανόνες του Δουβλίνου, οι οποίοι ορίζουν ποια χώρα πρέπει να προχωρά με τις αιτήσεις ασύλου (συνήθως η χώρα εισόδου του αιτούντος στην ΕΕ)».
Ένα ακόμη αγκάθι είναι η έλλειψη συμφωνίας για την υποχρεωτική αναγνώριση των αποφάσεων ασύλου που εκδίδονται σε άλλα κράτη μέλη. Ο Δανός υπουργός Μετανάστευσης, Rasmus Stoklund, ανέφερε ότι οι εθνικές κυβερνήσεις παραμένουν «πολύ διχασμένες», παρά την πρόταση της Δανίας για τροποποίηση του αρχικού σχεδίου.
Πρόκληση για την ΕΕ το μεταναστευτικό
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες, ο Επίτροπος Μετανάστευσης της ΕΕ, Magnus Brunner, επισήμανε ότι υπάρχει «μεγάλη συνεργασία» και θέληση για μεταρρύθμιση. Τόνισε επίσης ότι ο χρόνος είναι κρίσιμος, δεδομένου ότι οι ηγέτες της ΕΕ έχουν ήδη ζητήσει αποφασιστική δράση όσον αφορά τις απελάσεις και η προθεσμία εφαρμογής του νέου συστήματος πλησιάζει.
Ωστόσο, η αποτυχία εφαρμογής θα μπορούσε να έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Ο Alberto-Horst Neidhardt, αναλυτής του ευρωπαϊκού think tank
«European Policy Centre», προειδοποίησε ότι η άρνηση των χωρών να εφαρμόσουν τους κανόνες θα «υπονομεύσει θεμελιωδώς την αξιοπιστία του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου».
Σενάρια όπως η επαναφορά ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα ή συστηματικές απωθήσεις στα εξωτερικά σύνορα δεν αποκλείονται, ενώ υποβόσκει ανησυχία, σύμφωνα με το Politico για περαιτέρω ενίσχυση ακροδεξιών δυνάμεων στον ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο. Ως ένα επιπλέον στοιχείο επίσης επισημαίνεται ότι σε αντίθεση με το 2015, το πολιτικό πλαίσιο σήμερα είναι πολύ διαφορετικό. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών είναι πιο ιδιοτελείς, γεγονός που καθιστά την επίτευξη συναίνεσης πιο δύσκολη.