Μια έρημη και στοιχειωμένη πόλη στη βορειοανατολική Πενσιλβάνια καίγεται εδώ και πάνω από 60 χρόνια.
Η Σεντράλια, η οποία ιδρύθηκε το 1866, ήταν μια ανθηρή κοινότητα εξόρυξης άνθρακα με 2.800 κατοίκους, δύο θέατρα, πολλά ξενοδοχεία και σαλούν, καθώς και 14 ενεργά ορυχεία. Σήμερα, όμως, είναι μια πόλη φάντασμα, εξαιτίας μιας πυρκαγιάς σε ανθρακωρυχείο, η οποία σύντομα θα κατέστρεφε ολόκληρη την πόλη.

Τι συνέβη στην πόλη το 1962
Η φωτιά ξέσπασε το 1962, σε βάθος εκατοντάδων μέτρων κάτω από τη γη, και εξαπλώθηκε σε μια έκταση περίπου 3.700 στρεμμάτων. Προχώρησε γρήγορα μέσα από το λαβυρινθώδες δίκτυο των εγκαταλελειμμένων στοών, τροφοδοτούμενη από τα πλούσια αποθέματα άνθρακα της περιοχής. Οι προσπάθειες κατάσβεσης απέτυχαν και ακόμη και σήμερα καπνός αναδύεται από τους αεραγωγούς της γης.

Η ακριβής ημερομηνία που ξεκίνησε η φωτιά παραμένει άγνωστη, αλλά εκτιμάται ότι ξεκίνησε στις 27 Μαΐου 1962, όταν η πόλη πραγματοποιούσε το ετήσιο προληπτικό κάψιμο του χώρου υγειονομικής ταφής.

Ακατάλληλη για κατοίκηση -Μετακινήθηκαν οι περισσότεροι κάτοικοι
Τη δεκαετία του 1960, η Σεντράλια είχε περίπου 1.000 κατοίκους, όμως σήμερα πιστεύεται ότι ζουν λιγότεροι από πέντε, αφότου η κυβέρνηση κήρυξε την πόλη ακατάλληλη για κατοίκηση και κατέσχεσε όλα τα ακίνητα μέσω του νόμου περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Η κυβέρνηση δαπάνησε 42.000.000 δολάρια για να αγοράσει τα σπίτια και να προσφέρει προγράμματα μετεγκατάστασης, ωστόσο μερικοί κάτοικοι αρνήθηκαν να φύγουν. Το 2013, μετά από πολυετή δικαστική μάχη σε ομοσπονδιακό επίπεδο, τους επιτράπηκε τελικά να παραμείνουν.

Η συμφωνία τούς παραχώρησε το δικαίωμα ιδιοκτησίας των σπιτιών τους μέχρι τον θάνατό τους, καθώς και αποζημίωση ύψους 349.500 δολαρίων.
Η εθνική οδός με τα γκράφιτι
Ο καπνός και ο ατμός που αναδύονταν από το υπέδαφος προκάλεσαν εκτεταμένες ρωγμές στο οδόστρωμα, οδηγώντας σε συχνές διακοπές κυκλοφορίας.

Η εθνική οδός επισκευάστηκε πολλές φορές μέχρι που τελικά φτιάχτηκε μία παράκαμψη, με το κατεστραμμένο κομμάτι να γίνεται γνωστό ως «Graffiti Highway». Μάλιστα, για να αποτραπεί η πρόσβαση οχημάτων σε αυτό το κομμάτι τοποθετήθηκαν αναχώματα και στα δύο άκρα του δρόμου, αποκόπτοντας μόνιμα την κυκλοφορία. Ωστόσο, μπορούσαν να περάσουν από εκεί πολλοί πεζοί.

Τον Απρίλιο του 2020, κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της πανδημίας του κορωνοϊού, οι νυν ιδιοκτήτες της περιοχής αποφάσισαν να καλύψουν τη λεγόμενη Graffiti Highway και έριξαν εκατοντάδες σωρούς από χώμα πάνω στο οδόστρωμα, τερματίζοντας έτσι τη «γοητεία» που ασκούσε αυτό το έρημο, γεμάτο γκράφιτι τμήμα δρόμου.
Σύμφωνα με δορυφορικές εικόνες του Google Maps (2023), η παλιά Graffiti Highway είναι πλέον σχεδόν ολοκληρωτικά θαμμένη κάτω από εκατοντάδες αναχώματα, που απαγορεύουν την πρόσβαση στην περιοχή.

Πώς είναι σήμερα η πόλη: «Καταλαβαίνεις αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά»
Ο Τζος Γιανγκ, ταξιδιωτικός influencer με πάνω από τέσσερα εκατομμύρια συνδρομητές στο κανάλι του στο YouTube «Exploring with Josh», μετέφερε τους ακολούθους του μέσα στην απόκοσμη πόλη και μίλησε στην Daily Mail για την εμπειρία του εκεί.
«Πρώτα απ’ όλα, όταν φτάνεις στη Σεντράλια χωρίς να γνωρίζεις την ιστορία της, νιώθεις αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά, σαν να έχει συμβεί κάτι κακό» είπε. «Είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ταινία τρόμου, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μία παράξενη ηρεμία».
Σε άλλο σημείο σημείωσε: «Κατά καιρούς βλέπεις καινούριους καπνούς να αναδύονται από διάφορα σημεία, ανάλογα με το αν οι υπόγειες στοές έχουν ''πνιγεί'' από τον καπνό ή όχι».
Αναφερόμενος στους φυσικούς αεραγωγούς και τις καταβόθρες από όπου εξακολουθεί να βγαίνει καπνός, ο YouTuber είπε: «Είναι υπερβολικά καυτό εκεί κάτω και μπορεί να θολώσει την κάμερα αν προσπαθήσεις να τραβήξεις βίντεο».
Ο Τζορτζ Κασού, ένας ακόμη παθιασμένος εξερευνητής, συμφώνησε με τον Γιανγκ ότι η πόλη αποπνέει μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα.
Μιλώντας στην Daily Mail, είπε: «Πήγα με τρεις φίλους στο πλαίσιο ενός road trip, και καταλήξαμε να σταματήσουμε στη Σεντράλια τα μεσάνυχτα. Όλο το μέρος φαινόταν εντελώς εγκαταλελειμμένο, με άδειους δρόμους γεμάτους γκράφιτι. Δεν ήμασταν καν σίγουροι ότι επιτρεπόταν να είμαστε εκεί, και λίγα λεπτά αφότου φτάσαμε άρχισαν να ηχούν σειρήνες αεροπορικού συναγερμού. Στην αρχή νομίσαμε ότι είχαμε μπει παράνομα και ότι θα μας συνελάμβαναν, αλλά οι σειρήνες συνέχισαν να χτυπούν για σχεδόν μισή ώρα».
«Είδαμε ακόμη και πυροσβεστικά οχήματα σταματημένα, με πυροσβέστες έξω, αλλά κανείς δεν μας πλησίασε. Ήταν μία από τις πιο σουρεαλιστικές νύχτες που έχω ζήσει ποτέ».