Το ιδεολογικό πλαίσιο της κυβέρνησης Τραμπ είναι σαφές: η αρχιτεκτονική αντιμετωπίζεται περισσότερο ως σύμβολο πολιτισμού και λιγότερο ως ρυθμισμένο τεχνικό επάγγελμα.
Σάλο προκαλεί στις ΗΠΑ η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να υποβαθμίσει την αρχιτεκτονική ως επαγγελματικό κλάδο.
Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να πάψει να θεωρεί την αρχιτεκτονική «επαγγελματικό πτυχίο» δεν είναι μια τυπική, γραφειοκρατική αλλαγή, αλλά μια τομή που επηρεάζει ολόκληρη την εκπαιδευτική και επαγγελματική αλυσίδα του κλάδου.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο One Big Beautiful Bill, που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2026, τα φοιτητικά δάνεια θα κατηγοριοποιούνται πλέον βάσει του αν το πτυχίο ανήκει σε επαγγελματικό ή μη επαγγελματικό πεδίο.
Στην πρώτη κατηγορία θα διατηρηθούν δικηγόροι και γιατροί, ενώ στη δεύτερη θα ενταχθούν -προς έκπληξη και αντίδραση του κλάδου- αρχιτέκτονες, λογιστές και νοσηλευτές.
Μια αλλαγή με οικονομικές παραμέτρους
Η αλλαγή δεν είναι απλώς συμβολική: το ανώτατο όριο δανεισμού για μεταπτυχιακούς φοιτητές που δεν θεωρούνται «επαγγελματίες» ορίζεται πλέον στα 20.500 δολάρια ετησίως, ενώ οι πραγματικά επαγγελματικοί τίτλοι θα συνεχίσουν να επιτρέπουν δανεισμό έως 50.000 δολάρια. Για ένα αντικείμενο που απαιτεί σε μεγάλο ποσοστό μακροχρόνιες σπουδές, δίδακτρα υψηλών απαιτήσεων, εξοπλισμό και παράλληλη πρακτική εκπαίδευση, τα νέα όρια μεταφράζονται σε ουσιαστικό αποκλεισμό όσων δεν διαθέτουν ιδιωτικούς πόρους.
Το American Institute of Architects (AIA) εξέφρασε άμεσα την αντίθεσή του, υπογραμμίζοντας ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι ούτε διακοσμητική ούτε δευτερεύουσα ειδίκευση, αλλά ένα πεδίο που συνδυάζει επιστήμη, ασφάλεια, τεχνική ευθύνη, νομοθετική συμμόρφωση και δημόσιο συμφέρον.
Για να αποκτήσει κανείς τον τίτλο του architect στις ΗΠΑ απαιτούνται πέντε έως επτά χρόνια σπουδών, επιπλέον πρακτική άσκηση και επιτυχία σε σειρά απαιτητικών επαγγελματικών εξετάσεων. Η κυβέρνηση, ωστόσο, επιλέγει να το εντάξει στην ίδια χρηματοδοτική βαθμίδα με πτυχία μικρότερης διάρκειας ή χωρίς αυστηρό καθεστώς αδειοδότησης.
Η AIA προειδοποιεί ότι το αποτέλεσμα θα είναι η μείωση της προσβασιμότητας, η συρρίκνωση της κοινωνικής ποικιλίας στον κλάδο και η απώλεια ταλέντου, σε μια στιγμή που η πολεοδομία, η ενεργειακή μετάβαση και η ανθεκτικότητα των πόλεων απαιτούν περισσότερους και όχι λιγότερους ειδικούς.
Η επιλογή αποκτά πρόσθετη πολιτική σημασία, δεδομένης της πρόσφατης εμμονικής προώθησης της κλασικής αρχιτεκτονικής από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Στον δεύτερο όρο του, υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα υπέρ της «παραδοσιακής» αισθητικής, γκρέμισε την Ανατολική Πτέρυγα του Λευκού Οίκου για την κατασκευή αίθουσας χορού και δρομολόγησε θριαμβική αψίδα στην Ουάσιγκτον για τα 250 χρόνια των ΗΠΑ.
Το ιδεολογικό πλαίσιο είναι σαφές: η αρχιτεκτονική αντιμετωπίζεται περισσότερο ως σύμβολο πολιτισμού και λιγότερο ως ρυθμισμένο τεχνικό επάγγελμα.
Ωστόσο, πίσω από τη ρητορική του μεγαλείου, η απόφαση που αφορά τα δάνεια πλήττει αυτό ακριβώς το επάγγελμα που τόσο συχνά χρησιμοποιείται πολιτικά.
Οι σχολές αντιδρούν επειδή προεξοφλούν μια μείωση εγγραφών, άρα και οικονομικής βιωσιμότητας, ενώ οι επαγγελματίες φοβούνται ότι η αρχιτεκτονική θα μετατραπεί σε προνόμιο για όσους μπορούν να την πληρώσουν ιδιωτικά.
Σε μια χώρα όπου η στέγη, οι δημόσιοι χώροι και οι υποδομές βρίσκονται στο επίκεντρο κρίσεων, η υποβάθμιση του κλάδου από «επαγγελματικό» σε απλό ακαδημαϊκό τίτλο μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με τις ίδιες τις ανάγκες της κοινωνίας που τον απαιτεί...