Το σχέδιο του προϋπολογισμού ετοιμάζεται να παρουσιάσει ο Γάλλος πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί σε μια κρίσιμη συνεδρίαση στην Εθνοσυνέλευση με την κυβέρνησή του να κρέμεται από μια κλωστή.
Ο 39χρονος Λεκορνί, που ανέλαβε ξανά την πρωθυπουργία μόλις τέσσερις μέρες μετά την παραίτησή του, θα εκφωνήσει το απόγευμα (15:00 ώρα Γαλλίας) την ομιλία του, αφού παρουσιάσει το πρωί το σχέδιο προϋπολογισμού στο υπουργικό του συμβούλιο.
Ανεξάρτητα από αυτά που θα ανακοινώσει ο Λεκορνί η ακροδεξιά «Εθνική Συσπείρωση» της Μαρίν Λεπέν και η ακροαριστερά «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν-Λικ Μελανσόν είναι αποφασισμένες να ανατρέψουν την κυβέρνησή του όταν θα συζητηθούν αργότερα εντός της εβδομάδα στην Εθνοσυνέλευση οι δύο προτάσεις μομφής που κατέθεσαν χθες.
Πράγμα που σημαίνει ότι η επιβίωση του ενοίκου του πρωθυπουργικού μεγάρου Ματινιόν και του υπουργικού του σχήματος θα εξαρτηθεί από τις παραχωρήσεις που θα κάνει σήμερα για να πείσει άλλα κόμματα να επιλέξουν τον δρόμο της αποχής στις ψηφοφορίες.
Από μια κλωστή κρέμεται η πρωθυπουργία του Λεκορνί
Σε περίπτωση πτώσης του ο Λεκορνί θα γίνει ο τρίτος σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου πρωθυπουργός της Γαλλίας που θα αναγκαστεί να παραιτηθεί αφήνοντας έτσι ελάχιστα περιθώρια ελιγμών στον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν από τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και νέα προσφυγή στις κάλπες σε μια περίοδο που η Γαλλία ταλανίζεται από την πολιτική και δημοσιονομική αβεβαιότητα, που πυροδότησαν οι πρόωρες εκλογές του 2024 κι ενώ το κόστος δανεισμού της έχει αυξηθεί σε σχέση με ομόλογες χώρες της Ευρωζώνης.
«Μοναδική αποστολή μας είναι να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να αφήσουμε πίσω μας την πολιτική κρίση στην οποία βρισκόμαστε και η οποία έχει αφήσει έκπληκτη μια μερίδα των συμπατριωτών μας και ίσως και του κόσμου που μας παρακολουθεί», είπε ο Λεκορνί στα νέα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου τη Δευτέρα.
Με την πρωθυπουργία του να κρέμεται από μια κλωστή ο Λεκορνί πιέζεται να ενδώσει στις αξιώσεις άλλων κομμάτων για αποστασιοποίηση από οικονομικές πολιτικές του Μακρόν και αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις την ώρα που προσπαθεί να καθησυχάσει τους επενδυτές μειώνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Πιέσεις από τους Σοσιαλιστές
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που θα παίξει κρίσιμο ρόλο στις ψηφοφορίες αυτής της εβδομάδας επί των προτάσεων μομφής, αξιώνει αναστολή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος που είχε περάσει ο Μακρόν προ διετίας, υψηλότερη φορολόγηση των εταιρειών, επιβολή ενός νέου φόρου – του λεγόμενου «φόρου Ζουκμάν» - στους πλούσιους και μικρότερες περικοπές δαπανών στον προϋπολογισμό.
Οι Σοσιαλιστές απέρριψαν ήδη την αντιπρόταση του Γάλλου προέδρου για καθυστέρηση στην εφαρμογή της μεταρρύθμισης, που προβλέπει την αύξηση από τα 62 στα 64 έτη του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.
«Αν επιμείνει στην πρότασή του, δεν θα μπούμε σε διάλογο για τον προϋπολογισμό και θα καταψηφίσουμε αμέσως την κυβέρνηση», διεμήνυσε ο ηγέτης των Σοσιαλιστών Ολιβιέ Φορ μιλώντας στην εφημερίδα La Tribune Dimanche. «Ήρθε η ώρα των επιλογών», πρόσθεσε.
Το δίλημμα του Γάλλου πρωθυπουργού
Αλλά για τον Λεκορνί το δίλημμα είναι μεγάλο, αφού αν ενδώσει στις πιέσεις των Σοσιαλιστών διακινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη του κεντρώου κόμματος του Μακρόν στην Εθνοσυνέλευση αλλά και των δεξιών Ρεπουμπλικανών, που αντιτίθενται στην αναστολή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού.
Μολονότι φαντάζει απίθανο, σε περίπτωση που οι βουλευτές των Ρεπουμπλικανών υπερψηφίσουν μια από τις προτάσεις μομφής η κυβέρνηση Λεκορνί θα πέσει ακόμη κι αν οι Σοσιαλιστές επιλέξουν την αποχή.
Ο Λεκορνί πιέζεται επίσης να συμβιβαστεί με το αίτημα τα μέτρα, που θα προτείνει, να προβλέπουν λιγότερη λιτότητα, αφού οι Σοσιαλιστές ήταν μεταξύ εκείνων που ψήφισαν τον περασμένο μήνα υπέρ της ανατροπής του πρώην πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού αντιδρώντας στο σχέδιό του για μείωση του ελλείμματος στο 4,6% του ΑΕΠ το 2026 από 5,4% που αναμενόταν φέτος.
Ο Λεκορνί έχει δεσμευτεί να μην καταφύγει στο άρθρο 49.3 του γαλλικού Συντάγματος και να παρακάμψει έτσι την Εθνοσυνέλευση για να περάσει τον προϋπολογισμό. Ωστόσο, έχει δηλώσει ότι ο στόχος μείωσης του ελλείμματος δεν πρέπει να ξεπερνά το 5% εάν θέλει η χώρα να διατηρήσει την αξιοπιστία της στα μάτια των αγορών.