Περισσότερες από τρεις εβδομάδες έχουν περάσει από την συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και οι πιθανότητες ειρήνευσης στην Ουκρανία παραμένουν πολύ μικρές.
Η Ρωσία κλιμακώνει τις επιθέσεις στην Ουκρανία στοχεύοντας πλέον και κυβερνητικά κτίρια στο Κίεβο, παράλληλα με τον βομβαρδισμό πολιτικών στόχων. Ο Ρώσος ηγέτης και το Κρεμλίνο παραμένουν αδιάλλακτοι ως προς τους όρους διεξαγωγής ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, αμφισβητώντας την νομιμοποίηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι να εκπροσωπεί την Ουκρανία.
Η συμπεριφορά όμως του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν εκπλήσσει πλέον κανένα. Ο ηγέτης του Κρεμλίνου παραμένει σταθερά συνεπής και αδίστακτος στο δόγμα του ρωσικού νεο-ιμπεριαλισμού, το οποίο υπηρετεί από όταν ανέλαβε τα ηνία της χώρας το 1999. Ο Γερμανός Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δήλωσε πρόσφατα πως “κάναμε όλοι λάθος ως προς τον Πούτιν. Θα έπρεπε να είχαμε κατανοήσει την απειλή νωρίτερα, πολύ πριν από το 2022, πολύ πριν από την επίθεσή του στην Ουκρανία. Το 2014, όταν εισέβαλε στην Κριμαία. Και ίσως ήδη από το 2008, όταν επιτέθηκε στη Γεωργία”.
Και όμως, δεν είχαν υπολογίσει όλοι λάθος τον Πούτιν. Κάποιοι, λίγοι όντως, πολιτικοί και αναλυτές είχαν προειδοποιήσει ήδη από τη δεκαετία του 2000 για τους κινδύνους από τον ρωσικό εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό, όπως και για την αδίστακτη επιθυμία του Πούτιν για υπερσυγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπό του και πολιτική και φυσική εξόντωση των αντιπάλων και αμφισβητιών του. Ο τρόπος με τον οποίο διηύθυνε τον δεύτερο πόλεμο στην Τσετσενία από 1999 έως το 2002 ήταν απολύτως ενδεικτικός του τρόπου σκέψης του πρώην επικεφαλής της ρωσικής υπηρεσίας κατασκοπίας. Το μότο ήταν και είναι, ολκληρωτική εξόντωση των αντιπάλων με κάθε μέσο και χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Πως προέκυψε όμως αυτή η μοιραία εθελοτυφλία στην συντριπτική πλειοψηφία των ηγετών της Δύσης ως προς τον κίνδυνο που αποτελούσε ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο ρωσικός αναθεωρητικός εθνικισμός; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Καταρχάς σημαντικό ρόλο έπαιξε η ιδεολογική τύφλωση που προκάλεσε στις ηγεσίες της Δύσης στη δεκαετία του 1990 η επικράτηση του ιστορικού αφηγήματος του “τέλους της ιστορίας”, όπως το εισήγαγε ο Φράνσις Φουκουγιάμα. Σύμφωνα με αυτό το ιδεολόγημα, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του “υπαρκτού σοσιαλισμού” σηματοδότησε την οριστική και αμετάκλιτη επικράτηση του μοντέλου της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η ιστορία όμως έκτοτε απέδειξε με τραγικό τρόπο ότι ο εθνικισμός, ο αυταρχισμός και ο ισλαμισμός αποτελούν πολύ ισχυρά μοντέλα ηγεμονίας.
Η δεύτερη ψευδαίσθηση που κυριάρχησε στη Δύση, και ειδικά στην Ευρώπη, ήταν η αντίληψη ότι μέσω του εμπορίου και της ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων θα μπορέσουν σταδιακά θα ξεπεραστεί η ιστορικά εδραιωμένη μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός, και πως νομοτελειακά θα επικρατήσει και στη Ρωσία το μοντέλο της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας με σεβασμό στο κράτος δικαίου. “Wandel durch Handel” το είχαν ονομάσει τότε οι Γερμανοί. “Πολιτική αλλαγή μέσω του εμπορίου”. Ήδη όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ρεαλιστικό. Η δολοφονία από το βαθύ ρωσικό κράτος της δημοσιογράφου Άννα Πολιτόφσκαγια το 2006 λόγω των αποκαλυπτικών της ρεπορτάζ για τις θυριωδίες των ρωσικών δυνάμεων στο πόλεμο της Τσετσενίας ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου. Η μέθοδος καταστολής των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας που ξεκίνησαν μετά την δολοφονία της Πολιτόφσκαγια, αλλά και η βία και νοθεία με την οποία ο Πούτιν και το εθνικολαϊκιστικό κόμμα του “Ενωμένη Ρωσία” επέβαλλαν σταδιακά ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, θα έπρεπε να είχαν αφυπνίσει έγκαιρα τις συνειδήσεις στις ηγεσίες της Δύσης.
Μεγάλο όμως ρόλο στην ανοχή απέναντι στον Πούτιν έπαιξε το βραχυπρόθεσμο όφελος της Δυτικής Ευρώπης από την παροχή πολύ φθηνής ενέργειας από την Ρωσία. Ειδικά η Γερμανία στήριξε σε πολύ μεγάλο βαθμό το βιομηχανικό της μοντέλο στο φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο. Αυτό όμως που η Ευρώπη αγόρασε πολύ φθηνά, κατέληξε να το πληρώσει αργότερα πολύ ακριβά αφού είχε ανεχθεί και εμμέσως χρηματοδοτήσει την γιγάντωση ενός καθεστώτος που τελικά τορπίλισε εκ θεμελίων ολόκληρο το μεταπολεμικό πλαίσιο ασφαλείας στη Γηραιά Ήπειρο.
Τελευταία αλλά όχι έσχατη αιτία υπήρξε η ψευδαίσθηση ότι μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου είναι αδιανόητος ένας πόλεμος στην Ευρώπη. Ούτως ή άλλως, η “ρωσική αρκούδα” με το τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο προκαλούσε τρόμο στις ηγεσίες της μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Μόνο οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ δεν είχαν πεισθεί από το δήθεν φιλειρηνικό προφίλ της Ρωσίας στις δεκαετίες του 1990 και 2000, καθώς οι χώρες αυτές είχαν λάβει οδυνηρά ιστορικά πλήγματα από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Οι λογικές όμως αυτές ανησυχίες χαρακτηρίζονταν στην Δυτική Ευρώπη ως “ρωσοφοβία” και “ιστορικά συμπλέγματα”. Ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία ακόμη και σήμερα ξεπλένει τον ρωσικό αναθεωρητισμό με το ψευδεπίγραφο αφήγημα του “επεκτατισμού του ΝΑΤΟ”.
Έπρεπε να μεσολαβήσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η απροκάλυπτη πλέον προώθηση από τον Βλαντίμιρ Πούτιν του δόγματος του ρωσικού νεο-ιμπεριαλισμού για να καταρρεύσουν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα όλες αυτές οι ψευδαισθήσεις στην Ευρώπη. Ακόμη όμως και μετά από όσα έχουμε δει με τον εγκληματικό πόλεμο που διεξάγει η Ρωσία στην Ουκρανία, υπάρχουν και σήμερα δυνάμεις στην Ευρώπη που επιχειρηματολογούν υπέρ του κατευνασμού της Ρωσίας και του Πούτιν. Ευτυχώς όμως, έστω και τόσο αργά, η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών έχει αποφασίσει να αντισταθεί στην ρωσική επιθετικότητα. Η ταπεινωτική εικόνα των Ευρωπαίων ηγετών στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου στις 18 Αυγούστου χτύπησε κάποιες ευαίσθητες χορδές στην Ευρώπη.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι εάν υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση στις χώρες της Ευρώπης για να υπάρξει ουσιαστική υπεράσπιση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας χωρίς την μέχρι πρότινος βολική αμερικανική ομπρέλα. Οι εξελίξεις των επομένων μηνών ίσως και να μας δώσουν εκ του αποτελέσματος αυτή την απάντηση.