Τέλος έδωσαν οι επιστήμονες στις φήμες γύρω από τον μουμιοποιημένο κληρικό που εντοπίστηκε σε κρύπτη εκκλησίας σε χωριό των Άλπεων.
Οι τοπικές φήμες που υπήρχαν μέχρι τώρα υποστήριζαν ότι τα εν λόγω καλά διατηρημένα ανθρώπινα λείψανα ανήκαν σε έναν κληρικό του 18ου αιώνα που υπέκυψε σε μια μολυσματική ασθένεια, είχαν ανασυρθεί από έναν τάφο λίγα χρόνια μετά το θάνατό του και μεταφέρθηκαν στην κρύπτη του Αγίου Τόμας αμ Μπλάζενσταϊν, μιας εκκλησίας σε ένα χωριό βόρεια του ποταμού Δούναβη, στην Αυστρία.
Η θαυματουργή διατήρηση του σώματος -με το δέρμα και τους ιστούς άθικτους- προσέλκυσε από νωρίς προσκυνητές που πίστευαν στην ιερότητα των λειψάνων και ότι αυτά θα μπορούσαν να έχουν θεραπευτικές ιδιότητες.
Αιώνες αργότερα, ένα αντικείμενο σε σχήμα κάψουλας που εντοπίστηκε σε ακτινογραφία της μούμιας αποκάλυψε ότι ο κληρικός μπορεί να είχε ένα πιο σκοτεινό τέλος και να είχε δηλητηριαστεί.

Ομάδα επιστημόνων είχε τώρα την ευκαιρία να προσφέρει νέες πληροφορίες για πολλά από τα αναπάντητα ερωτήματα γύρω από τη μυστηριώδη μούμια.
Οι νέες αποκαλύψεις ήρθαν στο φως μετά από μια ανακαίνιση που έπρεπε να γίνει στην κρύπτη που φιλοξενείτο η μούμια.
Οι επιστήμονες είχαν άπλετο χρόνο για να λύσουν το μυστήριο γύρω από τη σπουδαία διατήρηση της μούμιας και έτσι προέβησαν σε μια επιστημονική ανάλυση τελευταίας τεχνολογίας.
«Πήραμε τη μούμια για μερικούς μήνες για εξέταση με τις εξειδικευμένες ομάδες μας, αξονικές τομογραφίες και όλα τα συναφή» δήλωσε ο Andreas Nerlich, καθηγητής ιατρικής στο γερμανικό Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilians του Μονάχου, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας. «Ήταν μια win-win κατάσταση. Πήραμε τη μούμια για αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να κάνουμε μια τέλεια ανάλυση».
Μέσω της αξονικής τομογραφίας, της ραδιοχρονολόγησης και της χημικής ανάλυσης δειγμάτων οστών και ιστών, ο Nerlich και οι συνεργάτες του κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα της μούμιας και να προσδιορίσουν τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο το σώμα είχε διατηρηθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι ερευνητές ανέφεραν τα ευρήματά τους στη μελέτη που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή στο περιοδικό Frontiers in Medicine.

Μια άγνωστη μέχρι σήμερα μέθοδος ταρίχευσης
Η μεγαλύτερη έκπληξη της μελέτης ήρθε ως αποτέλεσμα της αξονικής τομογραφίας: οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η κοιλιακή και πυελική κοιλότητα της μούμιας ήταν γεμάτη με υλικά όπως ρινίσματα ξύλου από έλατο και ερυθρελάτη, λινό, κάνναβη, ύφασμα από λινάρι (ακόμα και με λεπτή κεντητική).
Πρόσθετες τοξικολογικές αναλύσεις αποκάλυψαν ίχνη χλωριούχου ψευδαργύρου και άλλων στοιχείων.
«Ήταν πραγματικά απροσδόκητο, επειδή τα τοιχώματα του σώματος ήταν εντελώς άθικτα», είπε.
Για να εξηγήσει αυτή τη φαινομενική αντίφαση, η ομάδα θεώρησε ότι το υλικό πιθανότατα εισήχθη μέσω του ορθού, ενώ οι ερευνητές πιστεύουν ότι το μείγμα των υλικών είναι αυτό που διατήρησε τη μούμια σε αυτήν τη κατάσταση.
«Τα πρόσθετα κομμάτια που είχε μέσα της η μούμια και το ύφασμα θα είχαν δεσμεύσει το νερό. Ο χλωριούχος ψευδάργυρος θα είχε ξηραντική δράση και θα μείωνε το φορτίο των βακτηρίων στο έντερο», δήλωσε ο Nerlich.
Αυτή η προσέγγιση ταρίχευσης διαφέρει από τις πιο γνωστές μεθόδους που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Αίγυπτο και στις οποίες το άνοιγμα του σώματος είναι απαραίτητο.
Η τεχνική που ακολουθήθηκε για την ταρίχευση του κληρικού δεν έχει αναφερθεί ξανά στην επιστημονική βιβλιογραφία, πρόσθεσε ο Nerlich, ενώ είπε ότι πιστεύει ότι η μέθοδος, αν και δεν έχει καταγραφεί σε κανένα εγχειρίδιο της εποχής, μπορεί να χρησιμοποιήθηκε ευρέως τον 18ο αιώνα για να συντηρηθεί ένα πτώμα για μεταφορά ή προβολή.
Οι πρακτικές μουμιοποίησης ήταν πιθανότατα πολύ πιο διαδεδομένες και ποικίλες στο παρελθόν, δήλωσε ο Gino Caspari, αρχαιολόγος και εκδότης του βιβλίου «The Book of Mummies: Μια εισαγωγή στο βασίλειο των νεκρών».
Όταν εξετάζονται με νέες διεπιστημονικές τεχνικές ανάλυσης, οι μούμιες παρέχουν μια πλουσιότερη πηγή για τη μελέτη του παρελθόντος από ό,τι τα αμιγώς σκελετικά λείψανα, πρόσθεσε ο Caspari.
«Μπορούμε να αποκτήσουμε πολλές γνώσεις από τα μουμιοποιημένα λείψανα: Αυτό κυμαίνεται από τη μελέτη των ασθενειών και των ιατρικών θεραπειών μέχρι τη χρήση ουσιών και πολιτιστικές πτυχές, όπως τη στάση απέναντι στο θάνατο και το σώμα» δήλωσε ο Caspari, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα.
Αν και είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη μούμια δεν είναι φυσική, χρειάζεται λεπτομερέστερη ανάλυση για να ειπωθεί οριστικά αν χρησιμοποιήθηκε χλωριούχος ψευδάργυρος για τη συντήρηση των λειψάνων, δήλωσε ο Μάρκο Σαμαντέλι, ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Μελετών Μούμιας της Eurac Research, ενός ιδιωτικού ερευνητικού ινστιτούτου στο Μπολζάνο της Ιταλίας, όπου βρίσκεται ο καλά διατηρημένος «Άνθρωπος των Πάγων».
Ο Σαμαντέλι σημείωσε ότι στη μούμια ανιχνεύθηκαν επίσης μικρές ποσότητες αρσενικού, ενός γνωστού ταριχευτικού παράγοντα.
Αποκωδικοποίηση της ταυτότητας της μούμιας
Η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μουμιοποιημένο σώμα ήταν του Franz Xaver Sidler von Rosenegg, ενός αριστοκράτη που ήταν μοναχός πριν γίνει εφημέριος της ενορίας του Αγίου Θωμά στο Blasenstein για περίπου έξι χρόνια.
Πέθανε σε αυτή τη θέση το 1746 σε ηλικία 37 ετών. Μεταξύ των ντόπιων, η μούμια φημολογούνταν ότι ήταν ο Σίντλερ, αν και δεν υπήρχαν γραπτές αποδείξεις γι' αυτό, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η ραδιοχρονολόγηση του δείγματος τοποθέτησε το έτος του θανάτου του, μεταξύ 1734 και 1780, και οι αναλύσεις του σώματος έδειξαν ότι η ηλικία θανάτου του ήταν από 30 έως 50 έτη, με την πιο πιθανή να κυμαίνεται μεταξύ 35 και 45 ετών. Στη μελέτη σημειώνεται ότι οι ημερομηνίες και στις δύο περιπτώσεις ευθυγραμμίζονται με όσα είναι γνωστά για το τέλος του Σίντλερ.
Επιπλέον, η μελέτη των χημικών ισοτόπων -παραλλαγές του άνθρακα και του αζώτου που αντικατοπτρίζουν τις φυτικές ή ζωικές πρωτεΐνες που καταναλώθηκαν- από ένα δείγμα οστών που ελήφθη από τη σπονδυλική στήλη της μούμιας αποκάλυψε μια υψηλής ποιότητας διατροφή, βασισμένη σε σιτηρά και ένα μεγάλο ποσοστό κρέατος.
«Αυτό ταιριάζει απόλυτα με την αναμενόμενη αγροτική διατροφή ενός τοπικού εφημέριου της ενορίας» γράφουν οι συγγραφείς της μελέτης στο έγγραφό τους, προσθέτοντας ότι η απουσία καταπόνησης του σκελετού ταίριαζε στη ζωή ενός ιερέα που δεν είχε σκληρή σωματική δραστηριότητα.
Ωστόσο, η μελέτη διαπίστωσε ότι προς το τέλος της ζωής του ο κληρικός ενδέχεται να μην τρεφόταν καλά λόγω των ελλείψεων που παρουσιάζονταν την εποχή εκείνη από τον πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής που βρισκόταν σε εξέλιξη.
Πώς πέθανε τελικά ο ιερέας;
Ο εφημέριος, ο οποίος είχε μακροχρόνια συνήθεια να καπνίζει, δεν δηλητηριάστηκε, σύμφωνα με τη μελέτη. Αντιθέτως, οι ερευνητές πιστεύουν ότι έπασχε από χρόνια φυματίωση, η οποία μπορεί να τον σκότωσε προκαλώντας οξεία πνευμονική αιμορραγία.
Μέσα στη μούμια, οι ερευνητές βρήκαν μια μικρή γυάλινη σφαίρα με τρύπες και στις δύο άκρες - ίσως μέρος ενός κομποσκοινιού που παγιδεύτηκε κατά λάθος στο υλικό ταρίχευσης.
Το αντικείμενο αυτό, είπε ο Nerlich, ήταν σε σχήμα σφαίρας. Είχε εντοπιστεί σε ακτινογραφία που πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και είχε δημιουργήσει υποψίες για δηλητηρίαση μέσω κάψουλας.
Η ομάδα δεν βρήκε καμία ένδειξη ότι το πτώμα είχε θαφτεί και στη συνέχεια έγινε η εκταφή του, πρόσθεσε ο Nerlich. Το πιθανότερο είναι ότι το πτώμα είχε προετοιμαστεί για να σταλεί στο μοναστήρι από το οποίο προήλθε ο εφημέριος, το οποίο απείχε 15 χιλιόμετρα, αλλά -για λόγους που είναι αδύνατο πλέον να διευκρινιστούν- το πτώμα έμεινε στην κρύπτη της εκκλησίας.