Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι είναι έτοιμη να «ισοφαρίσει» τους ΝΑΤΟϊκούς στόχους για τις αμυντικές δαπάνες με την κατασκευή μιας θηριώδους γέφυρας στη Σικελία.
Πρόκειται για την κατασκευή της περιβόητης γέφυρας των Στενών της Μεσσήνης, η οποία θα ενώνει τη Σικελία με την ηπειρωτική Ιταλία.
Το σχέδιο δεν είναι καινούργιο και καθώς η Ιταλία είναι από τα κράτη-μέλη με τις λιγότερες αμυντικές δαπάνες με μόλις 1,49% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος για τον στρατό της πέρυσι, φαίνεται ότι η γέφυρα θα μπορούσε να βοηθήσει.
H Mελόνι και οι δαπάνες στο ΝΑΤΟ
Η ιταλική κυβέρνηση, όπως σημειώνει το Politico, φέρεται να επιθυμεί να εντάξει το έργο στις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ, με στόχο την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου για δαπάνες 5% του ΑΕΠ έως το 2035.
Έτσι, κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι και ο υπουργός Υποδομών Ματέο Σαλβίνι, προωθούν την ιδέα πως η γέφυρα δεν είναι απλώς ένα αναπτυξιακό έργο, αλλά και μια επένδυση στρατηγικής σημασίας για τη ΝΑΤΟϊκή ασφάλεια.
Τον Απρίλιο, η ιταλική κυβέρνηση ενέκρινε έγγραφο που δήλωνε ότι η γέφυρα πρέπει να κατασκευαστεί για «επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος». Εκτός από την πολιτική χρήση της, «η γέφυρα πάνω από τα Στενά της Μεσσήνης έχει επίσης στρατηγική σημασία για την εθνική και διεθνή ασφάλεια, σε τέτοιο βαθμό που θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στην άμυνα και την ασφάλεια, διευκολύνοντας τη μετακίνηση των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και των συμμάχων στο ΝΑΤΟ», προστίθεται στο έγγραφο.
Η Ιταλία ζήτησε επίσης να συμπεριληφθεί το έργο στο σχέδιο χρηματοδότησης της ΕΕ για την κινητικότητα του στρατιωτικού προσωπικού, του υλικού και των περιουσιακών στοιχείων, καθώς «θα εντασσόταν απόλυτα σε αυτή τη στρατηγική, παρέχοντας βασική υποδομή για τη μεταφορά δυνάμεων του ΝΑΤΟ από τη Βόρεια Ευρώπη στη Μεσόγειο», αναφέρει η κυβερνητική έκθεση.
Η γέφυρα «αποτελεί πλεονέκτημα για τη στρατιωτική κινητικότητα, επιτρέποντας την ταχεία μεταφορά βαρέων οχημάτων, στρατευμάτων και πόρων τόσο οδικώς όσο και σιδηροδρομικώς», πρόσθεσε η κυβέρνηση.
Το αν το ΝΑΤΟ -και κυρίως ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος λατρεύει τα μεγάλα οικοδομικά έργα- θα πιστέψει αυτά τα επιχειρήματα είναι ένα άλλο θέμα, επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Η κυβερνητική αφήγηση ενισχύεται και από την ευρωπαϊκή στρατηγική, η οποία επιτρέπει την κατηγοριοποίηση μέρους των στρατιωτικών δαπανών (έως και 1,5% του ΑΕΠ) ως επενδύσεις σε «στρατηγική ανθεκτικότητα» -όρος που καλύπτει και κρίσιμες υποδομές, όπως δρόμους και γέφυρες.
Μια τέτοια επανατοποθέτηση της γέφυρας ενδέχεται επίσης να παρακάμψει νομικά και τεχνικά εμπόδια, αλλά και να απελευθερώσει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Αξιωματούχοι από την Ουάσιγκτον απέφυγαν να σχολιάσουν ουσιαστικά την πρόταση, αντιμετωπίζοντάς την μάλλον με χιούμορ, αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ.
Το φαραωνικό έργο της Ιταλίας
Η γέφυρα, που θα έχει μήκος 3,3 χιλιόμετρα και κόστος 13,5 δισεκατομμύρια ευρώ, έχει πολλές φορές καθυστερήσει λόγω κόστους, τεχνικών δυσκολιών και έντονων αντιδράσεων από τοπικές κοινωνίες. Αν και η κυβέρνηση έχει εγκρίνει έγγραφο που χαρακτηρίζει το έργο ως «επιτακτικής σημασίας για το δημόσιο συμφέρον και την ασφάλεια», η αντιπολίτευση το απορρίπτει ως πολιτική μπλόφα.
Η ουσία των αντιδράσεων δεν αφορά μόνο τον χαρακτηρισμό του έργου ως στρατιωτικού. Πολλοί Ιταλοί πιστεύουν πως η γέφυρα δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των περιοχών που συνδέει - τη Σικελία και την Καλαβρία, δύο από τις φτωχότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της χώρας. Οι υποδομές, από τους δρόμους έως τα νοσοκομεία, βρίσκονται σε τραγική κατάσταση.
Κατά πολλούς, η προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι η αναβάθμιση των υπαρχουσών μεταφορικών και κοινωνικών υποδομών, όχι η κατασκευή ενός φαραωνικού έργου με αμφισβητούμενη στρατηγική απόδοση.
Ο Σαλβίνι ανακοίνωσε πως η τελική έγκριση του έργου αναμένεται τον Ιούλιο, ενώ ο Ταγιάνι πρότεινε να ονομαστεί η γέφυρα προς τιμήν του Μπερλουσκόνι - μια πρόταση που προσθέτει ακόμη περισσότερες πολιτικές ζυμώσεις και αντιπαραθέσεις γύρω από το εγχείρημα, καταλήγει το δημοσίευμα του Politico.