Καθώς η ένταση γύρω από τη Βενεζουέλα κλιμακώνεται, η στάση των ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ δημιουργεί ρωγμές ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής σύμφωνα με το Bloomberg.
Η ένταση στη Βενεζουέλα έχει εισέλθει σε νέα φάση, καθώς οι ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ προκαλούν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής. Οι αυξανόμενες αμερικανικές πιέσεις προς το Καράκας φαίνεται ότι διχάζουν την περιοχή, αποκαλύπτοντας έναν κατακερματισμό που δεν υπήρχε κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων. Ο Βενεζουελάνος πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο, επιδιώκοντας υποστήριξη από τους γείτονες του, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ενιαία αντίδραση, ενώ ταυτόχρονα ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού θεωρεί ότι η στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ μπορεί να φέρει την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα, υποστηρίζει το διεθνές ΜΜΕ.
Πεδίο έντασης η Λατινική Αμερική
Σήμερα, οι εκκλήσεις του Μαδούρο για αλληλεγγύη από τη Λατινική Αμερική πέφτουν κατά μεγάλο μέρος στο κενό. Αντίθετα, η κοινή γνώμη στην περιοχή φαίνεται να τάσσεται υπέρ της ενεργότερης αμερικανικής εμπλοκής. Μια πρόσφατη έρευνα της AtlasIntel για το Bloomberg, η οποία διεξήχθη σε 6.757 άτομα μεταξύ 22 και 28 Οκτωβρίου, αποκαλύπτει ότι το 39% των ερωτηθέντων θεωρεί τον Τραμπ «πολύ αφοσιωμένο» στο να φέρει την ελευθερία στη Βενεζουέλα. Επιπλέον, η πλειοψηφία θεωρεί ότι μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση προσφέρει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις ή τις κοινωνικές διαμαρτυρίες.
Η σύγκριση με την κατάσταση το 2018 είναι χαρακτηριστική. Τότε, κατά το αποκορύφωμα της κρίσης των προσφύγων, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής είχαν αφήσει κατά μέρος τις ιδεολογικές τους διαφορές για να συντονιστούν και να προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια και πολιτική στήριξη. Σήμερα, η εικόνα είναι διαφορετική. Οι κυβερνήσεις εμφανίζονται κατακερματισμένες και η στρατηγική των ΗΠΑ φαίνεται να εκμεταλλεύεται αυτήν την αστάθεια, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η περιοχή είναι ευάλωτη σε εξωτερική πίεση.
Η στάση των βασικών παικτών, όπως η Βραζιλία και η Κολομβία, είναι ενδεικτική των διαφορών. Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα υιοθετεί έναν πιο διπλωματικό και εμπορικό τόνο, προσπαθώντας να πείσει τον Τραμπ να μειώσει κατά 50% τους δασμούς σε προϊόντα της χώρας του. Ταυτόχρονα, έχει αποστασιοποιηθεί από τον Μαδούρο μετά τις εκλογές στη Βενεζουέλα, τις οποίες δεν αναγνώρισε ως έγκυρες λόγω νοθειάς, και έχει προσφέρει μεσολάβηση για την αποφυγή στρατιωτικής σύγκρουσης. Αντίθετα, ο Κολομβιανός πρόεδρος Γκουστάβο Πέτρο επιλέγει πιο έντονο τόνο, συνεχίζοντας συνεργασία με το Καράκας σε θέματα όπως το εμπόριο, η ασφάλεια και η ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα ασκεί έντονες επικρίσεις στις ενέργειες του Τραμπ. Η στάση αυτή τον έχει θέσει στο στόχαστρο αμερικανικών κυρώσεων, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές προτεραιότητες και τα ρίσκα που αναλαμβάνουν οι ηγέτες της περιοχής.
Το διαίρει και βασίλευε του Τραμπ
Ο Κάρλος Γκουστάβο Ποτζιο, πολιτικός επιστήμονας που ειδικεύεται στις σχέσεις ΗΠΑ-Λατινικής Αμερικής, επισημαίνει ότι «ο κατακερματισμός της περιοχής είναι κεντρικός παράγοντας στη στρατηγική του Τραμπ. Η τακτική είναι διαίρει και βασίλευε». Το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων βλέπει θετικά την πολιτική του Τραμπ ενισχύει τη θέση των ΗΠΑ και περιορίζει την ικανότητα των περιφερειακών ηγετών να εναντιωθούν συλλογικά.
Επιπλέον, η γεωπολιτική και οικονομική πραγματικότητα καθιστά τις αποφάσεις περί στρατιωτικής επέμβασης ιδιαίτερα περίπλοκες. Ένας πόλεμος στη Βενεζουέλα θα ήταν ιδιαίτερα καταστροφικός για την Κολομβία, η οποία φιλοξενεί εκατομμύρια Βενεζουελάνους πρόσφυγες και έχει στενές διασυνδέσεις στα σύνορά της. Αυτό εν μέρει εξηγεί την πιο προσεκτική και επικριτική στάση του Πέτρο, σε σύγκριση με τον Λούλα, ο οποίος επικεντρώνεται στην εμπορική συνεργασία με τις ΗΠΑ και την αποφυγή άμεσης αντιπαράθεσης.
Αριστεροί ηγέτες άλλων χωρών, όπως η Κλαούντια Σέινμπαουμ του Μεξικού και ο Γκαμπριέλ Μπόρικ της Χιλής, έχουν εκφράσει σαφή αντίθεση σε οποιαδήποτε αμερικανική στρατιωτική επέμβαση. Ωστόσο, η ανάγκη να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ περιορίζει τη δυναμική αντίδρασή τους, οδηγώντας σε επιφυλακτικότητα και ανοχή ή αποστασιοποίηση.
Οι περιφερειακοί ηγέτες έχουν επίσης να διαχειριστούν την προσοχή τους ανάμεσα σε πολλαπλές κρίσεις. Η Βενεζουέλα, η Ουκρανία και η Γάζα αποτελούν προτεραιότητες, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα συνεργασίας σε άλλα ζητήματα όπως η ανάπτυξη, η οικονομία και το περιβάλλον. Όπως σημείωσε ο Σέλσο Αμορίμ, επικεφαλής σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Λούλα, «όλα αυτά μας στερούν την ενέργεια και την ικανότητα να σκεφτόμαστε νέα πράγματα».
Στην πραγματικότητα, η διάσπαση της Λατινικής Αμερικής δίνει στον Τραμπ στρατηγικό πλεονέκτημα. Ενώ οι ηγέτες δηλώνουν ότι καταδικάζουν την ανάμειξη των ΗΠΑ, λίγοι είναι πρόθυμοι να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τον αντιμετωπίσουν. Επιπλέον, η εμπορική και διπλωματική σχέση των χωρών με τις ΗΠΑ καθιστά τη δημόσια αντίθεση σε ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση ακόμα πιο περίπλοκη.
Ο κατακερματισμός των κυβερνήσεων, η διαφορετική στρατηγική προσέγγιση των βασικών παικτών και η πίεση της κοινής γνώμης, η οποία βλέπει θετικά την αμερικανική παρέμβαση, δημιουργούν ένα σύνθετο πλαίσιο όπου οι περιφερειακές δυνάμεις φαίνεται να αδυνατούν να ενεργήσουν ενιαία.
Ο Μαδούρο στράφηκε σε Ρωσία, Κίνα και Ιράν
Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, ο Μαδούρο ζήτησε στρατιωτική υποστήριξη από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Σι Τζινπίνγκ και τον ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ.
Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας απευθύνθηκε σε Ρωσία, Κίνα και Ιράν με στόχο την ενίσχυση των εξασθενημένων στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας του, ζητώντας μεταξύ άλλων αμυντικά ραντάρ, επισκευές αεροσκαφών και ενδεχομένως πυραύλους, όπως προκύπτει από εσωτερικά έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης που δημοσίευσε η Washington Post.
Η επιστολή προς τη Μόσχα απευθυνόταν στον Πούτιν και προγραμματιζόταν να παραδοθεί κατά τη διάρκεια επίσκεψης ανώτερου συμβούλου στη ρωσική πρωτεύουσα αυτόν τον μήνα. Αντίστοιχο αίτημα υπέβαλε και προς τον Κινέζο πρόεδρο.
Αμερικανικά δημοσιεύματα ανέφεραν πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ σκοπεύει να χτυπήσει τη Βενεζουέλα και συγκεκριμένα στρατιωτικές βάσεις, με τον Αμερικανό πρόεδρο να διαψεύδει αυτές τις αναφορές.