Η μικρή πόλη Rjukan, κρυμμένη βαθιά στην κοιλάδα Vestfjorddalen της νοτιοανατολικής Νορβηγίας, έχει μάθει να ζει με τη σκιά.
Από τα τέλη Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Μαρτίου, ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ στο κέντρο της, αφού ο ορεινός όγκος του βουνού Gaustatoppen και οι νότιες πλαγιές της κοιλάδας υψώνονται σαν τοίχος και κρύβουν τον χειμερινό δίσκο από τον ορίζοντα.
Αυτή η «έξι μήνες χωρίς ήλιο» ιδιομορφία έγινε κάποτε το τίμημα της εκβιομηχάνισης, μα σήμερα έχει μετατραπεί σε στοιχείο ταυτότητας και αφορμή για ένα τεχνολογικό πείραμα που ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο: τους «Τεχνητούς Ήλιους» - ή, όπως είναι το επίσημο όνομά τους, το Solspeilet, ένα σύστημα ηλιοστατών που καθρεφτίζει το φως μέσα στην πόλη.
Η πόλη-πρότυπο για το υδροηλεκτρικό μέλλον της χώρας
Η Rjukan δεν «έτυχε» να βρεθεί στη σκιά. Ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα ως πρότυπη εταιρική πόλη από τον βιομήχανο Sam Eyde και τη Norsk Hydro, πάνω στη δύναμη του υδροηλεκτρικού δυναμικού του καταρράκτη Rjukanfossen.
Οι γραμμές του σιδηροδρόμου, οι γραμμές μεταφοράς ρεύματος, τα εργοστάσια και οι οικισμοί εργατών συνθέτουν ένα ενιαίο βιομηχανικό τοπίο που το 2015 εντάχθηκε στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως το «Rjukan–Notodden Industrial Heritage Site».
Η αναγνώριση αυτή δεν αφορά μόνο τα κτήρια· καταγράφει έναν ολόκληρο τρόπο ζωής που γεννήθηκε από την ηλεκτρική ενέργεια και τις χημικές καινοτομίες της εποχής.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή μπήκε στο επίκεντρο της ιστορίας για έναν ακόμη λόγο. Στο Vemork, το εμβληματικό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο πάνω από τη Rjukan, οι Νορβηγοί αντιστασιακοί πραγματοποίησαν το 1943 την καταδρομική επιχείρηση Gunnerside, καταστρέφοντας κρίσιμες εγκαταστάσεις παραγωγής βαρέος ύδατος και φρενάροντας τα σχέδια της ναζιστικής Γερμανίας για την ατομική βόμβα.
Η ιστορία της «Μάχης του Βαρέος Ύδατος» παραμένει σήμερα ζωντανή στο Μουσείο Βιομηχανικών Εργατών του Vemork, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη.

Η εμμονή με τον ήλιο στη Rjukan είναι παλιά όσο και η πόλη. Από το 1913 ο ίδιος ο Eyde οραματίστηκε ένα «Solspeil», έναν καθρέφτη που θα έσπαγε τη χειμερινή σκιά. Η τεχνολογία της εποχής δεν επέτρεψε την υλοποίηση, κι έτσι η λύση που επελέγη ήταν πιο «αναλογική»: το 1928 στήθηκε η εναέρια γραμμή Krossobanen, για να ανεβάζει τους κατοίκους στα ψηλότερα, εκεί όπου το χειμωνιάτικο φως αγγίζει ακόμη τις πλαγιές. Το όνειρο, όμως, δεν ξεχάστηκε.
Το 2005 ο ντόπιος καλλιτέχνης Martin Andersen ξανάβαλε την ιδέα στο τραπέζι και, έπειτα από χρόνια σχεδιασμών, συγκέντρωσης πόρων και σκεπτικισμού, το 2013 οι καθρέφτες εγκαινιάστηκαν επίσημα - ακριβώς έναν αιώνα μετά την πρώτη σύλληψη.
Οι «Τεχνητοί Ήλιοι» της Rjukan δεν είναι λαμπτήρες ή LED. Είναι τρεις καθρέφτες που περιστρέφονται με ακρίβεια υπό υπολογιστικό έλεγχο ώστε να ακολουθούν την τροχιά του ήλιου και να στέλνουν τις ακτίνες του στην κεντρική πλατεία.
Βρίσκονται καρφωμένοι σε μια απόκρημνη πλαγιά, στα 742 μέτρα υψόμετρο και περίπου 450 μέτρα πάνω από το επίπεδο της πόλης. Κάθε κάτοπτρο έχει επιφάνεια 17 τ.μ. - συνολικά 51 τ.μ. ανακλαστικής επιφάνειας - και διαμορφώνει στο έδαφος μια φωτεινή έλλειψη γύρω στα 600 τ.μ., αρκετή για να δημιουργήσει μια νησίδα χειμωνιάτικης λιακάδας, με ένταση που προσεγγίζει εκείνη του φυσικού φωτός που «πιάνουν» οι καθρέφτες.
Μια έξυπνη αξιοποίηση της ηλιακής γεωμετρίας
Η εικόνα είναι σχεδόν ποιητική: μια λάμψη που ξεφεύγει από τη σκιά της ράχης και προσγειώνεται στην πλατεία, μετατρέποντάς την για λίγες ώρες την ημέρα σε υπαίθριο σαλόνι. Παιδιά παίζουν, ηλικιωμένοι στέκονται με τα πρόσωπα γυρισμένα προς το φως, τουρίστες σηκώνουν τη μηχανή καθώς η κηλίδα φωτός μετακινείται αργά σαν δείκτης ηλιακού ρολογιού.
Για τους κατοίκους, το φως αυτό δεν είναι απλώς πρακτικότητα· είναι ψυχολογία. Στα χρόνια που ακολούθησαν τα εγκαίνια, το εγχείρημα τράβηξε διεθνή προσοχή, έφερε επισκέπτες και κυρίως έκανε χειροπιαστή την ιδέα ότι μια κοινότητα μπορεί να υπερνικήσει τους περιορισμούς του τόπου της.
Στην ουσία πρόκειται για μια έξυπνη αξιοποίηση της ηλιακής γεωμετρίας. Οι ηλιοστάτες παίρνουν εδώ μια «αστική» αποστολή: να ανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία με όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες και να τη στοχεύουν στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης. Το σύστημα παρακολουθεί τη θέση του ήλιου ανά δευτερόλεπτα, κάνει μικροδιορθώσεις στον προσανατολισμό και αντισταθμίζει τον άνεμο και το κρύο.
Η επιλογή της θέσης και των γωνιών ήταν κρίσιμη, όπως και η θωράκιση των μηχανικών μερών απέναντι στον σκληρό νορβηγικό χειμώνα. Το αποτέλεσμα, αν και περιορισμένο χωρικά, έχει γοητεύσει από τα διεθνή μέσα μέχρι τις επιστημονικές στήλες τεχνολογίας, που άλλοτε μιλούν για «κλεμμένο ήλιο» κι άλλοτε για «τεχνητή λιακάδα».

Δεν έλειψαν οι ενστάσεις. Ορισμένοι μίλησαν για ακριβό εγχείρημα δημοσίων σχέσεων, ιδίως σε μια πόλη που ούτως ή άλλως διαθέτει το Krossobanen για γρήγορη «έξοδο» στο φως. Όμως οι υποστηρικτές αντιτείνουν ότι η αξία βρίσκεται ακριβώς στη μεταφορά του ήλιου στον δημόσιο χώρο, σε ένα καθημερινό σημείο συνάντησης.
Όταν η κηλίδα φωτός πέφτει στην πλατεία, η Rjukan δείχνει να συγκεντρώνεται γύρω της: μια κυκλική σκηνή όπου παίζεται κάθε μέρα η ίδια μικρή τελετουργία. Ακόμη κι αν το φως διαρκεί λίγες ώρες, η αλλαγή διάθεσης είναι εμφανής.
Αν αναζητήσει κανείς το μέλλον τέτοιων λύσεων, ίσως το βρει στη διασταύρωση τέχνης και μηχανικής. Δεν είναι τυχαίο ότι πίσω από την αναβίωση της ιδέας βρίσκεται ένας καλλιτέχνης, ο Andersen, που είδε σε αυτή όχι μόνο ένα τεχνικό πρόβλημα προς επίλυση, αλλά και ένα δημόσιο έργο με επιτελεστική διάσταση.
Οι «Artificial Suns» της Rjukan δεν υποκαθιστούν τον ήλιο· υπενθυμίζουν την απουσία του και την αντιμετωπίζουν συλλογικά. Είναι μια υπόμνηση ότι ο δημόσιος χώρος μπορεί να μεταμορφώνεται κυριολεκτικά και μεταφορικά με την κατάλληλη παρέμβαση - και ότι οι κοινότητες, ακόμη και στα πιο αντίξοα γεωγραφικά πλαίσια, μπορούν να επινοούν τρόπους για να αλλάξουν τη μοίρα τους.