Νέο κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία ανοίγει η απόφαση της γερμανικής Επιτροπής Ανταγωνισμού (Bundeskartellamt) να εγκρίνει την επέκταση της κοινοπραξίας των Rheinmetall και KNDS για την ανάπτυξη νέου άρματος μάχης για τη Bundeswehr.
Η έγκριση αίρει τα τελευταία ρυθμιστικά εμπόδια για στενότερη συνεργασία των δύο ομίλων, σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή ασφάλεια επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο.
Σύμφωνα με την απόφαση, οι απαιτήσεις του γερμανικού στρατού δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν από καμία εταιρεία μεμονωμένα, ενώ δεν διαπιστώθηκαν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Το νέο άρμα προορίζεται ως ενδιάμεση λύση έως την έλευση, μετά το 2045, του γαλλογερμανικού κύριου άρματος μάχης.
Το πρόγραμμα MARTE και η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία
Παράλληλα, επιταχύνεται το φιλόδοξο ευρωπαϊκό πρόγραμμα MARTE (Main ARmoured Tank of Europe), που στοχεύει στην ανάπτυξη άρματος μάχης πέμπτης γενιάς. Στο έργο συμμετέχουν έντεκα κράτη-μέλη της ΕΕ -ανάμεσά τους και η Ελλάδα - καθώς και η Νορβηγία, με τη συνολική καθοδήγηση να ασκείται από το γερμανικό υπουργείο Άμυνας. Το πρόγραμμα έλαβε αρχική χρηματοδότηση 20 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, έπειτα από έγκριση της Κομισιόν τον Ιούλιο.
Το MARTE φιλοδοξεί να μειώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από εξωευρωπαϊκούς προμηθευτές, ιδίως από τις ΗΠΑ, ενισχύοντας τη βιομηχανική και στρατηγική αυτονομία της Ένωσης στα βαρέα οπλικά συστήματα.
Υψηλή τεχνολογία και υβριδική πρόωση
Το υπό ανάπτυξη άρμα θα είναι πλήρως ψηφιοποιημένο και δικτυοκεντρικό, με ενσωμάτωση τεχνητής νοημοσύνης για αναγνώριση στόχων, διαχείριση πυρός και υποστήριξη λήψης αποφάσεων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον υβριδικό κινητήρα, που θα μειώνει το ακουστικό και θερμικό ίχνος, αυξάνοντας παράλληλα την αυτονομία και τις δυνατότητες απόκρυψης στο πεδίο μάχης.
Ελληνική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό εγχείρημα
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που στηρίζουν πολιτικά και επιχειρησιακά το πρόγραμμα MARTE, μαζί με κράτη όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Σουηδία και η Ολλανδία. Συνολικά, στην κοινοπραξία MARTE ARGE συμμετέχουν 51 οργανισμοί από 12 χώρες, μεταξύ των οποίων μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες, ερευνητικά ιδρύματα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η ελληνική εμπλοκή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας και αξιοποίησης των διδαγμάτων από πρόσφατες συγκρούσεις, με στόχο ένα ευέλικτο και ανθεκτικό σύστημα μάχης για το μέλλον.