Η υπόθεση που εξετάζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αναφορικά με τη χρήση των δασμών από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και την οικονομία.
Το Δικαστήριο εξετάζει την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει εκτεταμένους δασμούς με την αιτιολογία της προστασίας της εγχώριας βιομηχανίας και της αποκατάστασης της εμπορικής ισορροπίας.
Δασμοί Τραμπ: Αντιπαράθεση για την εξουσία του προέδρου και τις οικονομικές πολιτικές
Οι δασμοί που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση Τραμπ αμφισβητούνται από μια σειρά μικρών επιχειρήσεων και κρατών που υποστηρίζουν ότι ο πρόεδρος ξεπέρασε τα όρια της εξουσίας του, επιβάλλοντας αυτούς τους δασμούς ως φόρους χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζει ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι για την αποκατάσταση της αμερικανικής βιομηχανίας και τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος, χρησιμοποιώντας τον Διεθνή Νόμο Εξουσιών Οικονομικής Έκτακτης Ανάγκης (IEEPA) του 1977 ως νομική βάση. Στην ουσία, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η επιβολή δασμών είναι απαραίτητη για την εθνική ασφάλεια και την αντιμετώπιση εξαιρετικών απειλών, όπως το εμπορικό έλλειμμα και το εμπόριο ναρκωτικών.
Δικαστικές αμφιβολίες για τη συνταγματικότητα των δασμών Τραμπ
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αρκετοί δικαστές, συμπεριλαμβανομένων συντηρητικών μελών του Δικαστηρίου, εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με τη νομική δικαιολόγηση της κυβέρνησης Τραμπ. Ιδιαίτερα, η δικαστής Άμι Κόνι Μπάρετ, η οποία διορίστηκε από τον ίδιο τον πρόεδρο, εξέφρασε ανησυχίες για το κατά πόσο οι δασμοί που επιβλήθηκαν σε τόσο μεγάλο εύρος χωρών ήταν απαραίτητοι, αναφέροντας παραδείγματα όπως η Ισπανία και η Γαλλία.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι δασμοί δεν είναι απλώς φόροι, αλλά ρυθμιστικοί δασμοί που αποσκοπούν στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και της οικονομίας. Ωστόσο, η δικαστής Σόνια Σοτομαγιόρ αντέτεινε ότι οι δασμοί δεν διαφέρουν στην ουσία από φόρους, κάτι που φάνηκε να δημιουργεί αμφιβολίες στους δικαστές σχετικά με το αν η χρήση των δασμών από τον πρόεδρο Τραμπ είναι συνταγματική.
Οικονομική καταστροφή των μικρών επιχειρήσεων από τους δασμούς Τραμπ
Η επίδραση των δασμών είναι ήδη εμφανής στις μικρές επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Η Σάρα Γουέλς, ιδρύτρια της εταιρείας Sarah Wells Bags, ανέφερε ότι η επιχείρησή της, η οποία κατασκευάζει τσάντες για θηλάστριές, πλήρωσε περίπου 20.000 δολάρια σε απρόβλεπτους δασμούς και αναγκάστηκε να αναστείλει τις παραγγελίες της. Αντίστοιχα, πολλοί άλλοι μικροί επιχειρηματίες υποστηρίζουν ότι οι δασμοί έχουν καταστρέψει τις επιχειρήσεις τους, αναγκάζοντάς τους να κλείσουν ή να μειώσουν τη δραστηριότητά τους.
Αν το Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ της κυβέρνησης, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιπλέον δασμούς, με αναλυτές να εκτιμούν ότι οι επιπρόσθετοι φόροι που συλλέγονται φέτος θα μπορούσαν να φτάσουν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Ο ρόλος του Κογκρέσου: Μήπως η εξουσία εξαφανίζεται;
Όπως αναφέρει το BBC, το βασικό νομικό ζήτημα που τίθεται αφορά την κατανομή εξουσιών. Σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, μόνο το Κογκρέσο έχει την εξουσία να επιβάλει φόρους. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ της κυβέρνησης, θα μπορούσε να ανατρέψει την παραδοσιακή ισχύ του Κογκρέσου στον τομέα του εμπορίου και των φορολογικών αποφάσεων, δίνοντας περισσότερη εξουσία στον πρόεδρο Τραμπ.
Ο δικαστής Νιλ Γκόρσουτς σημείωσε ότι η απόφαση αυτή θα μπορούσε να επιτρέψει στο Κογκρέσο να εκχωρήσει όλες τις εξουσίες του για το διεθνές εμπόριο στον Τραμπ, κάτι που θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Οι δασμοί Τραμπ ενδέχεται να αλλάξουν για πάντα την πολιτική των ΗΠΑ
Η υπόθεση αυτή ενδέχεται να κρίνει όχι μόνο τη νομική νομιμότητα των δασμών, αλλά και το μελλοντικό μοντέλο του αμερικανικού εμπορίου και της εξωτερικής πολιτικής. Οι μικρές επιχειρήσεις, όπως και οι δικαστές, ανησυχούν για τις συνέπειες ενός εκτεταμένου προεδρικού ελέγχου στις εμπορικές πολιτικές. Όσο και αν οι δασμοί προβάλλονται ως εργαλεία για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, η επίπτωση στην οικονομία και στις μικρές επιχειρήσεις είναι άμεση και σφοδρή.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, αν και αναμένεται να πάρει χρόνο, μπορεί να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και τη σχέση του Κογκρέσου με τον Λευκό Οίκο.