Καθώς χώρες όπως οι ΗΠΑ έχουν ηγέτες που αρνούνται να αναγνωρίσουν την κλιματική αλλαγή ως υπαρξιακή απειλή για την ανθρωπότητα, Γάλλοι επιστήμονες διατύπωσαν δημόσια αυτό που όλοι υποψιαζόμασταν: Οι χώρες απέτυχαν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Το 2015, μετά τη διάσκεψη του Παρισιού για το κλίμα, είχε δημιουργηθεί η ελπίδα πως ίσως η ανθρωπότητα θα μπορούσε να συνεννοηθεί στα ελάχιστα ώστε να καταστήσει εφικτό τον φιλόδοξο - πλην απαραίτητο για να μείνει ο πλανήτης βιώσιμος - στόχο για περιορισμό της υπερθέρμανσης κάτω από τους 2°C, και ιδανικά στους 1,5°C, σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή. Για να συμβεί αυτό, πρέπει μεταξύ άλλων, να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 50% μέχρι το 2050 και να μηδενιστούν στο τέλος του αιώνα.

Και κάπου εδώ «γελάμε» ή «κλαίμε», ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός. Από το 2015 τα πράγματα άλλαξαν, ο σκεπτικισμός σχετικά με την σοβαρότητα του θέματος έγινε mainstream και η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, οι ΗΠΑ, εξέλεξε δύο φορές έναν πρόεδρο που μπλοκάρει τα μέτρα περιορισμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, φωνάζοντας «drill, baby, drill» (σε ελεύθερη μετάφραση «βγάλτε κι άλλο πετρέλαιο»). Ναι, είναι ο Ντόναλντ Τραμπ.
Αν η ναυαρχίδα του δυτικού κόσμου δεν δείχνει τον δρόμο αλλά αντίθετα περνά τα εντελώς αντίθετα μηνύματα, είναι σαφές πως η διεθνής προσπάθεια πάει για… φούντο, παρά τις όποιες συμπαθητικές επιδόσεις των κρατών-μελών της ΕΕ.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στη διαπίστωση της αποτυχίας. Διότι μπορεί οι επιστήμονες που ασχολούνται με την κλιματική αλλαγή και παρακολουθούν τους δείκτες όλα αυτά τα χρόνια να το ξέρουν καλά, όμως τώρα για πρώτη φορά τα κακά νέα λέγονται συλλογικά και δημόσια.
Όπως διαβάζουμε στη Le Monde, την Πέμπτη 19 Ιουνίου, διακεκριμένοι Γάλλοι ερευνητές που συμμετείχαν στη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC), το δήλωσαν με σαφήνεια: Ο στόχος να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5°C σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή, όπως καθορίστηκε πριν από δέκα χρόνια στη Συμφωνία των Παρισίων, «δεν είναι πλέον εφικτός».
Για να υποστηρίξουν τη θέση τους – την οποία υιοθετούν το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) και η μετεωρολογική υπηρεσία της Γαλλίας Météo-France – παρουσιάζουν μια μελέτη που αποτυπώνει την «κλινική εικόνα» της υπερθέρμανσης και επιβεβαιώνει την επιτάχυνσή της. Η μελέτη αυτή δημοσιεύεται την Πέμπτη στο Earth System Science Data και φέρει την υπογραφή συνολικά 61 επιστημόνων από 17 διαφορετικές χώρες.
Η ανθρωπότητα «έφαγε» τον κουμπαρά των εκπομπών και της μένουν 3 χρόνια
Ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά ευρήματα, οι ερευνητές δείχνουν ότι ο υπολειπόμενος «ανθρακικός προϋπολογισμός» – δηλαδή οι εκπομπές που δεν πρέπει να ξεπεραστούν ώστε να διατηρηθεί η πιθανότητα περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5°C πάνω από 50% – έχει σχεδόν εξαντληθεί. Πλέον ανέρχεται σε 130 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα (CO₂), ποσότητα που αντιστοιχεί σε μόλις τρία χρόνια εκπομπών με τους σημερινούς ρυθμούς.
«Στην πραγματικότητα είναι λιγότερο από τρία χρόνια, επειδή το μεθάνιο (ένα πολύ ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου) συνεχίζει να αυξάνεται», προειδοποιεί η Σοφί Σζοπά, διευθύντρια ερευνών στο Εργαστήριο Επιστημών του Κλίματος και του Περιβάλλοντος.

«Αυτός ο ανθρακικός προϋπολογισμός θα εξαντληθεί γρήγορα, αναπόφευκτα. Δεν είναι θέμα φυσικής, αλλά αδράνειας των κοινωνιών: γνωρίζουμε ότι δεν θα φτάσουμε στην κλιματική ουδετερότητα μέσα στα επόμενα χρόνια, ούτε καν μέσα στην τρέχουσα δεκαετία». Σύμφωνα με τους ερευνητές, η υπερθέρμανση κατά +1,5°C ενδέχεται να επιτευχθεί ήδη από το τέλος της δεκαετίας.
Ο πήχης κατέβηκε: Πάμε για τον στόχο των 2°C
Οι Γάλλοι επιστήμονες τονίζουν πως η διαπίστωσή τους εδράζεται μόνο σε γεγονότα. «Είναι πραγματικότητα, την στιγμή που οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν μειώνονται και η πράσινη μετάβαση δέχεται επίθεση σε πολλές χώρες», τονίζει ο κλιματολόγος Κριστόφ Κασού. Παρ’ όλα αυτά, ελπίζει ότι αυτή η «ρεαλιστική» παρέμβαση των επιστημόνων δεν θα οδηγήσει σε μια στάση «καταστροφολογίας».
Κι αυτό γιατί ναι μεν ο «ιδανικός» στόχος του 1,5°C δεν είναι εφικτός αλλά η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, «δεν είναι νεκρή». «Παραμένει το γενικό πλαίσιο της δράσης και των διαπραγματεύσεων για το κλίμα», σημειώνει ο Κασού λέγοντας πως η ανθρωπότητα καλείται τώρα να περάσει τον χαμηλωμένο πήχη των 2°C. Ο ανθρακικός προϋπολογισμός για να μην ξεπεραστεί το όριο αυτό υπολογίζεται σε 1.050 δισεκατομμύρια τόνους CO₂, δηλαδή το αντίστοιχο περίπου είκοσι πέντε ετών εκπομπών. «Πρόκειται και πάλι για μια πρόκληση», υπογραμμίζει ο ίδιος.
Όλοι οι δείκτες δείχνουν αποτυχία
Προς το παρόν πάντως, όλοι οι δείκτες είναι στο κόκκινο. Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έφτασαν σε επίπεδο ρεκόρ, στους 55 δισεκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου CO₂ το 2023, κυρίως λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων (άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο) και της αποψίλωσης των δασών.
Παράλληλα, η καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης οδηγεί σε μείωση των αερολυμάτων όπως το διοξείδιο του θείου – σωματίδια που έχουν ψυκτική επίδραση – «με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο το φαινόμενο θέρμανσης που προκαλούν τα αέρια του θερμοκηπίου», προσθέτει ο Πιερ Φρίντλινγκσταϊν, διευθυντής ερευνών στην ENS.
Ως αποτέλεσμα, οι συγκεντρώσεις των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα συνεχίζουν να αυξάνονται. Η συγκέντρωση CO₂ έφτασε τα 423 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm) το 2024 - δηλαδή 50% περισσότερο από την προβιομηχανική εποχή - και αποτελεί επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και πάνω από 2 εκατομμύρια χρόνια.
Σε ευρύτερο επίπεδο, σχεδόν ολόκληρη η υπερθέρμανση του πλανήτη την τελευταία δεκαετία – δηλαδή 1,24°C – αποδίδεται στις ανθρώπινες δραστηριότητες, τονίζουν οι επιστήμονες. Τη στιγμή που ο κλιματικός σκεπτικισμός συνεχίζει να κερδίζει έδαφος, τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς, η μελέτη υπενθυμίζει ότι οι φυσικοί παράγοντες – όπως οι ηλιακοί κύκλοι ή η έκρηξη του ηφαιστείου Χούνγκα Τόνγκα το 2022 – είχαν αμελητέα συμβολή.
Η απότομη άνοδος της θερμοκρασίας, η οποία πλέον αυξάνεται με έναν «άνευ προηγουμένου ρυθμό» της τάξης των 0,27°C ανά δεκαετία, οδηγεί σε αύξηση της συχνότητας και της έντασης των ακραίων φαινομένων, όπως καύσωνες, ξηρασίες, πλημμύρες ή πυρκαγιές. Επίσης επιταχύνει την τήξη των παγετώνων και των πολικών πάγων, καθώς και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Οι ωκεανοί ανυψώνονταν κατά 3,91 χιλιοστά ετησίως την περίοδο 2006–2024, ρυθμός που είναι διπλάσιος και κάτι περισσότερο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο που ίσχυε από το 1901.
Αν και το τελευταίο αυτό φαινόμενο είναι μη αναστρέψιμο, μπορεί να «περιοριστεί με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα μείωσης των εκπομπών», τονίζει η παλαιοκλιματολόγος Βαλερί Μασόν-Ντελμότ. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα σχέδια των κρατών που αποδεικνύονται ανεπαρκή, οδηγούν τον πλανήτη σε μια υπερθέρμανση της τάξης των 3°C έως το τέλος του αιώνα.
Η ανάγκη ενίσχυσης της δράσης βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων για το κλίμα που διεξάγονται με πρωτοβουλία του ΟΗΕ στη Βόννη της Γερμανίας έως τις 26 Ιουνίου.