Το Ζαγόρι δεν είναι πια άγνωστο. Το 2023 η UNESCO το αναγνώρισε ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, όχι μόνο για την αρχιτεκτονική του, αλλά και για τον τρόπο που οι κάτοικοί του έμαθαν να ζουν σε αρμονία με το περιβάλλον.
Στην Ήπειρο, ανάμεσα στις κορυφές της Πίνδου και κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, απλώνεται μια από τις πιο μαγευτικές και αυθεντικές γωνιές της Ελλάδας: το Ζαγόρι. Μια περιοχή που μοιάζει αποκομμένη από τον χρόνο, εκεί όπου 46 πετρόκτιστα χωριά ενώνονται με ένα δίκτυο από καλντερίμια, γεφύρια και πέτρινες σκάλες, που άντεξαν στους αιώνες και συνεχίζουν να οδηγούν τον ταξιδιώτη σε ένα τοπίο μοναδικής φυσικής και πολιτιστικής ομορφιάς.
Το Ζαγόρι δεν είναι πια άγνωστο. Το 2023 η UNESCO το αναγνώρισε ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, όχι μόνο για την αρχιτεκτονική του, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοί του έμαθαν να ζουν σε αρμονία με το περιβάλλον. Ωστόσο, όπως λέει στο προ ημερών άρθρο του BBC ο οδηγός βουνού Μιχάλης Γεωργάρας, «ο καλύτερος τρόπος να καταλάβεις το Ζαγόρι δεν είναι με το αυτοκίνητο, αλλά περπατώντας τα ίδια μονοπάτια που χρησιμοποίησαν νομάδες, έμποροι και αγρότες πριν από πέντε αιώνες».
Η πορεία προς τα «χωριά πίσω από το βουνό»
Το ταξίδι ξεκινάει από την Αθήνα, με έξι ώρες οδήγησης προς τα βόρεια. Ο δρόμος περνά από ελαιώνες και κάμπους και καταλήγει σε δάση ελάτων και απόκρημνες χαράδρες. «Οι περισσότεροι δεν πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι ορεινή χώρα», σχολιάζει ο Γεωργάρας, δείχνοντας τις κορυφές. «Κι όμως, το 80% της γης μας είναι βουνά».
Το ίδιο το όνομα «Ζαγόρι» προέρχεται από τα σλάβικα και σημαίνει «τα χωριά πίσω από το βουνό». Και, πράγματι, η περιοχή έμεινε απομονωμένη για αιώνες. Μόλις τη δεκαετία του ’70 έφτασαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Μέχρι τότε οι κάτοικοι, για να επικοινωνήσουν με το διπλανό χωριό ή για να πάνε στην αγορά, περπατούσαν τα μονοπάτια, περνούσαν τα γεφύρια και ανέβαιναν τις πέτρινες σκάλες.
Τα χωριά και οι πλατείες τους
Η πρώτη στάση είναι στη Βίτσα, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά, με μόλις 84 κατοίκους. Από τον ξενώνα «Σελήνη» η θέα ανοίγει σε απέραντα δάση. Το επόμενο πρωί ομίχλη σκεπάζει το τοπίο και κάνει το χωριό να μοιάζει με σκηνικό βγαλμένο από παραμύθι. «Εδώ βρέχει πιο πολύ κι απ' το Λονδίνο», λέει γελώντας ο Γεωργάρας.
Η πλατεία της Βίτσας, γνωστή ως «το μπαλκόνι του Ζαγορίου», δεσπόζει πάνω από τον χαράδρα του Βίκου. Στο κέντρο της υψώνεται ένας υπεραιωνόβιος πλάτανος, φυτεμένος πριν από 600 χρόνια. Ο αρχιτέκτονας Γιώργος Καρβέλας εξηγεί: «Η αρχιτεκτονική του Ζαγορίου είναι δεμένη με τη φύση. Κάθε πλατεία χτίζεται γύρω από έναν πλάτανο - αυτό δείχνει πού υπάρχει νερό. Κοντά στην πλατεία είναι πάντα η εκκλησία, και γύρω τα σπίτια με την ίδια γκρίζα πέτρα».
Παλιότερα, τα δάση γύρω από τα χωριά θεωρούνταν ιερά. Το κόψιμο δέντρων για προσωπικό όφελος απαγορευόταν και τιμωρούνταν με αφορισμό. Η φύση ήταν μέρος της κοινότητας, όχι πόρος προς εκμετάλλευση.

Τα πέτρινα γεφύρια και η σοφία των μαστόρων
Από τη Βίτσα ως τους Κήπους, ένα μονοπάτι 7,4 χιλιομέτρων οδηγεί σε μερικά από τα πιο διάσημα γεφύρια: στο Μισιού, στο Κόκκορη και στο Μύλου. Όλα χτισμένα τον 18ο αιώνα, με τέχνη που δύσκολα συναντά κανείς σήμερα. «Κοίτα αυτή τη στήλη», λέει ο Γεωργάρας, δείχνοντας το γεφύρι του Κόκκορη. «Είναι σχήματος V, για να αντέχει τη ροή του ποταμού. Οι μάστορες ήξεραν να δουλεύουν με το ποτάμι, όχι εναντίον του».
Η καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Πολυξένη Μάντζου παρατηρεί: «Όλα χτίστηκαν με σεβασμό στο κλίμα και στο ανάγλυφο. Γι’ αυτό άντεξαν τόσους αιώνες χωρίς ιδιαίτερη συντήρηση. Οι μάστορες ήξεραν τον τόπο καλύτερα κι από επιστήμονες».
Ακόμα και οι επιγραφές στις πέτρες μαρτυρούν ιστορίες. Σε έναν βράχο, ο Γεωργάρας δείχνει σκαλισμένα ονόματα δωρητών. «Οι πλούσιοι έμποροι που ταξίδευαν στο εξωτερικό πλήρωναν για να χτιστούν γέφυρες, σχολεία και εκκλησίες. Έτσι άφηναν το στίγμα τους».
Ιστορία απομόνωσης και εξωστρέφειας
Αν και απομονωμένο, το Ζαγόρι συνδέθηκε με τον κόσμο μέσω των μονοπατιών του. Από τον 15ο αιώνα, όταν η περιοχή πέρασε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι τοπικοί άρχοντες εξασφάλισαν προνόμια αυτονομίας. Σε αντάλλαγμα πρόσφεραν στρατιωτικές υπηρεσίες. Έτσι, οι Ζαγοριανοί δημιούργησαν εμπορικά δίκτυα που έφταναν μέχρι τη Βιέννη και την Κωνσταντινούπολη.
«Τα μονοπάτια ήταν ο αυτοκινητόδρομος της εποχής», εξηγεί ο αρχαιολόγος Φαίδων Μουδόπουλος-Αθανασίου. «Οι άνδρες ταξίδευαν, οι γυναίκες έμεναν πίσω να καλλιεργούν. Όλη η ζωή ξεκινούσε με ένα περπάτημα στο καλντερίμι».

Το μονοπάτι της Βραδέτου και το «ελληνικό Γκραν Κάνυον»
Από το Καπέσοβο ως τη Βραδέτο, οι ταξιδιώτες ανεβαίνουν την περίφημη Σκάλα της Βραδέτου: 1.100 σκαλοπάτια σμιλεμένα στον βράχο. Η πέτρα μοιάζει να είναι συνέχεια του ίδιου του βουνού. Στην κορυφή, το μονοπάτι οδηγεί στο Μπελόη, το μπαλκόνι του φαραγγιού του Βίκου.
Ο Βίκος, μήκους 20 χιλιομέτρων, αποκαλείται συχνά ως «το ελληνικό Γκραν Κάνυον». Οι γκρεμοί του είναι κάθετοι και απότομα πράσινοι, γεμάτοι ορχιδέες, φασκομηλιές και τουλίπες. Το μονοπάτι από το Μονοδένδρι ως το χωριό Βίκος οδηγεί μέσα στο φαράγγι, εκεί όπου ακούγεται μόνο το θρόισμα των φύλλων και το βουητό των μελισσών. Στο τέλος της διαδρομής, τα νερά του Βοϊδομάτη αναβλύζουν κρυστάλλινα κάτω από πλατάνια αιώνων.
Το χωριό Βίκος είναι φημισμένο για τα βότανά του. Από τον 17ο αιώνα οι «Βικογιατροί» περιδιάβαιναν την Ήπειρο με τσάντες γεμάτες αρωματικά φυτά και έδιναν θεραπείες βασισμένες στη φύση.

Το Ζαγόρι σήμερα: Ερήμωση και αναβίωση
Στον 20ό αιώνα, όπως σε πολλά ορεινά μέρη της Ελλάδας, η μετανάστευση ερήμωσε το Ζαγόρι. Σπίτια έκλεισαν, χωριά σχεδόν άδειασαν. Αλλά τα τελευταία χρόνια οι πέτρινοι ξενώνες ξαναγέμισαν. Η Μαρία Καραγιάννη και ο σύζυγός της Δημήτρης, ντόπιος από τη Βίτσα, άνοιξαν τον ξενώνα «Σελήνη». «Θέλαμε να δώσουμε ξανά ζωή στο χωριό», λέει η Μαρία. «Ο κόσμος έρχεται για την ηρεμία, για τα μονοπάτια, για την αίσθηση ότι εδώ ο χρόνος κυλά αλλιώς».
Η τουριστική κίνηση ξεκίνησε δειλά πριν από 20 χρόνια, όμως σήμερα το Ζαγόρι δεν προσελκύει μόνο περιπατητές. Ερευνητές και ειδικοί απ' όλο τον κόσμο έρχονται να μελετήσουν την αρχιτεκτονική και τη βιοποικιλότητά του. Η Μάντζου θυμάται ένα εργαστήριο που διοργανώθηκε πέρυσι: «Οι επιστήμονες εντυπωσιάστηκαν. Τα πέτρινα σπίτια είναι τόσο καλά μονωμένα και τόσο προσαρμοσμένα στο κλίμα, που μοιάζουν με σύγχρονα πράσινα κτίρια. Κι όμως, χτίστηκαν πριν αιώνες χωρίς κανέναν υπολογιστή - μόνο με γνώση του τόπου».

Ένα μάθημα για το μέλλον
Το Ζαγόρι δεν είναι μόνο ένας τουριστικός προορισμός. Είναι ζωντανό παράδειγμα του πώς οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν κοινότητες σε αρμονία με το φυσικό τους περιβάλλον. Τα μονοπάτια, οι γέφυρες και τα σπίτια δεν έγιναν για να δαμάσουν τη φύση, αλλά για να την αγκαλιάσουν.
Σε μια εποχή κλιματικής κρίσης, αυτό το μάθημα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. «Όταν βλέπεις πώς έστησαν τα χωριά πίσω από το βουνό», λέει ο Γεωργάρας, «καταλαβαίνεις ότι η αληθινή αειφορία δεν είναι μια καινούργια ιδέα. Είναι κάτι που οι παππούδες μας ήξεραν πολύ καλά».
Περπατώντας τα καλντερίμια του Ζαγορίου, ο ταξιδιώτης δεν γνωρίζει μόνο μια όμορφη γωνιά της Ελλάδας. Μαθαίνει ιστορία, αρχιτεκτονική, οικολογία, αλλά και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής: πιο αργό, πιο δεμένο με τη γη και το νερό. Το Ζαγόρι είναι ταυτόχρονα παρελθόν και μέλλον: ένα μνημείο που μας υπενθυμίζει πώς να ζούμε πιο σοφά, πιο ανθρώπινα και πιο αρμονικά με τη φύση.