Στην κατάμεστη αίθουσα του αμφιθεάτρου της Εθνικής Πινακοθήκης, εκεί όπου από την Πέμπτη το πρωί διεξάγεται το διεθνές συμπόσιο για την πολιτιστική κληρονομιά, όλοι έδειχναν μεγάλη προσοχή.
Ο κ. Γιώργος Οικονομόπουλος, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης, μιλούσε αποκαλυπτικά για την πλαστογραφία έργων τέχνης και την αντιμετώπισή της.
Οι εικόνες με τα πλαστά έργα που παρουσιάστηκαν
Οι φωτογραφίες που παρουσίασε αντιπαραβάλλοντας γνήσια έργα τέχνης με πλαστά τράβηξαν το ενδιαφέρον ειδικά όταν παρουσιάστηκε το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη «Η Παναγία με τον Χριστό» καθώς το συγκεκριμένο κοσμεί και το πρωθυπουργικό γραφείο. Το αυθεντικό έργο έχει παραχωρηθεί από την Εθνική Πινακοθήκη για το γραφείο του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, ωστόσο δεν είναι λίγοι οι επιτήδειοι που εδώ και χρόνια προσπαθούν να το αντιγράψουν και να το πουλήσουν ως αυθεντικό.
«Oι πιο κραυγαλέες περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται συχνά περισσότερος λόγος είναι η κατασκευή εξ υπαρχής πλαστών έργων. Πολύ πρόσφατα, ανακαλύφθηκαν εργαστήρια, όπου κατασκευάζονταν σε σειρά πλαστοί πίνακες ζωγραφικής της νεώτερης και της σύγχρονης τέχνης ημεδαπών και αλλοδαπών καλλιτεχνών. Η Εθνική Πινακοθήκη έχει γνωματεύσει σχετικώς και έχουν σχηματιστεί αντίστοιχες δικογραφίες. Πρόκειται για αντιγραφές καλλιτεχνικών έργων με σχετική ομοιότητα με τα γνήσια έργα, που θέτουν πάνω σ΄ αυτά πλαστογραφημένη την υπογραφή του υποτιθέμενου δημιουργού τους κατ΄ απόλυτη ομοιότητα της γνήσιας υπογραφής του» ανέφερε στην ομιλία του ο κ. Οικονομόπουλος παρουσιάζοντας δυο έργα του Παρθένη – το ένα ήταν και αυτό που έχει το πρωθυπουργικό γραφείο- αλλά και ένα έργο του Πικάσο.
«Πλαστό είναι ένα έργο τέχνης (ζωγραφικό, γλυπτό, σχέδιο, χαρακτικό), που έχει κατασκευαστεί ή μεταποιηθεί για να εξαπατήσει φιλότεχνους και ειδικούς. Εκτός από την παραδοσιακή πλαστογραφία υπάρχει και η σύγχρονη πλαστογραφία, σε κατασκευές (installations), ψηφιακά έργα κ.λ.π. Ενδεικτικά, πλαστό είναι ένα ψηφιακό έργο όταν ο δημιουργός του το ανεβάσει στο διαδίκτυο και κάποιος τρίτος το αντιγράψει και εμφανίζεται αυτός ως ο δημιουργός του. Το πλαστό έργο δεν πρέπει να συγχέεται με την αντιγραφή και αποκατάσταση. Η αντιγραφή είναι η εξ ολοκλήρου κατασκευή ενός αντικειμένου πανομοιότυπου με ένα προϋπάρχον πρότυπο, ενώ η αποκατάσταση συνίσταται στη συμπλήρωση των ελλείψεων, των κενών που παρουσιάζει ένα αυθεντικό αντικείμενο, το οποίο ανακτά μ’ αυτό τον τρόπο την ακεραιότητά του» θα εξηγήσει ο κ. Οικονομόπουλος.
Προσθέτοντας: «Από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι πλαστογράφοι που παίρνουν ένα έργο τέχνης που έχει γίνει από κάποιον καλλιτέχνη και χωρίς να επεμβαίνουν στα καλλιτεχνικά στοιχεία του έργου, θέτουν σ΄ αυτό την υπογραφή ενός άλλου σημαντικού και επώνυμου δημιουργού, του οποίου το καλλιτεχνικό ιδίωμα ή η θεματολογία των έργων του μοιάζει με εκείνη του προς παραποίηση έργου. Έτσι το έργο αποκτά μεγαλύτερη αξία, που στη συνέχεια κυκλοφορεί στην αγορά «βαπτισμένο», ως γνήσιο. Πρέπει να τονιστεί ότι μπορεί να υπάρξει πλαστό και χωρίς επέμβαση στο αντικείμενο - βάση. Αν έχει κάποιος στο σπίτι του ένα έργο του 20ου αιώνα και καταφέρει να πείσει έναν αγοραστή ότι πρόκειται για έργο του 19ου αιώνα, θα τον έχει εξαπατήσει εξίσου όσο και εάν είχε κατασκευάσει ένα ψεύτικο παλιό έργο».
Αξιοσημείωτη ήταν η αναφορά και στα ψηφιακά έργα τέχνης όπου και εκεί μπορεί να υπάρξει πλαστογραφία. Γιατί όπως είπε ο κ. Οικονομόπουλος, «εάν κάποιος αντιγράψει ένα ψηφιακό έργο και το εμφανίσει ως δικό του με τη δημιουργία ΝFΤ (μη ανταλλάξιμο διακριτικό), θα φαίνεται αυτός πλέον ως ο πραγματικός κύριος του ψηφιακού έργου. Ο πραγματικός δημιουργός δεν θα μπορέσει να αποδείξει κυριότητα, εάν προηγουμένως δεν έχει δημιουργήσει ο ίδιος δικό του ΝFΤ με το όνομά του και το χρόνο δημιουργίας του έργου». Χαρακτηριστικό για το παραπάνω είναι το παράδειγμα του 2021 όταν ένας Βρετανός συλλέκτης αγόρασε ένα ψηφιακό έργο του Bansky με μορφή NFT έναντι 283.000,00 ευρώ. Ναι μεν το NFT πιστοποιεί την ιδιοκτησία, πλην όμως το έργο ήταν πλαστό. Ο δράστης είχε κατασκευάσει ψηφιακό έργο του Bansky κατ’ απόλυτη απομίμηση του καλλιτεχνικού του ιδιώματος με μορφή NFT.
«Η τεχνολογία NFT επιτρέπει για πρώτη φορά και στα ψηφιακά έργα τέχνης τη διάκριση ανάμεσα στο πρωτότυπο και στο αντίγραφο, ανοίγοντας μια εντελώς νέα αγορά. Από τότε που ο νεοϋορκέζικος οίκος δημοπρασιών Christie’s πούλησε το έργο Everydays: The first 5000 days του Beeple –κατά κόσμον Mike Winkelmann– για 69,3 εκατ. δολάρια, τα NFTs μονοπωλούν το ενδιαφέρον στο χώρο. Κι αυτό γιατί το μυθικό ποσό δόθηκε για ένα ψηφιακό έργο που στην ουσία μπορεί να αναπαραχθεί κατά βούληση (δείτε φωτογραφία). Κάθε χρήστης του Διαδικτύου μπορεί να κατεβάσει ένα αντίγραφό του, έστω και αν η ανάλυση δεν είναι η υψηλότερη δυνατή. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στο «πρωτότυπο» και στο «αντίγραφο» είναι το NFT του, που προστατεύει το πρωτότυπο από την πλαστογράφηση και το καθιστά έτσι μοναδικό. Για τους καλλιτέχνες η εξέλιξη αυτή είναι κατ’ αρχάς θετική. Μέχρι τώρα, ήταν δύσκολο να εμπορευτεί κανείς την ψηφιακή τέχνη όπως για παράδειγμα έναν πίνακα ή ένα γλυπτό, γιατί δεν υπήρχε φυσικό αντικείμενο και άρα δεν υπήρχε πρωτότυπο, αλλά –αντιθέτως– άπειρα θεωρητικά πανομοιότυπα αντίτυπα του ίδιου έργου. Χάρη στα NFTs οι καλλιτέχνες μπορούν πλέον να εκδώσουν όσα κομμάτια θέλουν από τα ψηφιακά τους έργα – ως μοναδικές, περιορισμένες ή ανοιχτές εκδόσεις. Μπορούν επίσης να αποφασίσουν αν θέλουν ποσοστά από τη μεταπώληση των έργων τους. Πρόκειται για τεράστια πρόοδο συγκριτικά με την ως τώρα πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι καλλιτέχνες και οι κληρονόμοι τους κέρδιζαν λίγα από κάθε μεταπώληση των έργων τους λόγω του δικαιώματος παρακολούθησης», επισήμανε στην ομιλία του ο κ. Οικονομόπουλος.
Το νομοσχέδιο του Υπουργείου για τη διακίνηση πλαστών έργων
Στην εκδήλωση Culture Heritage School 4 που είχε ως θέμα «Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την παράνομη διακίνηση» συμμετείχαν εκπρόσωποι της Ιντερπόλ, της Αμερικάνικης Πρεσβείας, του Υπουργείου Πολιτισμού με επικεφαλής την υπουργό κα Λίνα Μενδώνη, αλλά και επιστήμονες και ειδικοί για την τέχνη από Αμερική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Κύπρο, Τουρκία, Αίγυπτο και Λίβανο.
Στο περιθώριο της εκδήλωσης συζητήθηκε και το νομοσχέδιο του υπουργείο Πολιτισμού που μπαίνει σε διαβούλευση σχετικά με τις ποινικές διώξεις κατά εκείνων που εμπορεύονται και πλαστογραφούν έργα τέχνης.
«Έως σήμερα η παραβατική δραστηριότητα στο χώρο της τέχνης αντιμετωπίζεται με τις γενικές διατάξεις περί πλαστογραφίας και απάτης. Όμως, οι ρυθμίσεις αυτές αφενός δεν καλύπτουν την ποικιλομορφία και τις ιδιαιτερότητες των καλλιτεχνικών πλαστογραφιών, αφετέρου προβλέπουν τιμώρηση μόνο εφόσον υπάρξει συναλλαγή, δηλαδή συνδέουν το αδίκημα με τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους. Είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα νέο αδίκημα, που να ορίζει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος και τις κύριες ποινές που πρέπει να επιβάλλονται γι’ αυτό» επισήμανε ο κ. Οικονομόπουλος και εξήγησε ότι «τα έργα τέχνης δεν θα εξομοιώνονται με απλά εμπορεύματα. Η διεύρυνση του χαρακτηρισμού του αδικήματος σε αθέμιτη παραπλάνηση σχετικά με την προέλευση, την ηλικία ή την κατάσταση του έργου θα επιτρέψει την κάλυψη πολύ μεγαλύτερου αριθμού πλαστογραφιών χωρίς αναγνωρισμένο δημιουργό. Το προτεινόμενο νέο αδίκημα δεν θα εξαρτάται πλέον από την ύπαρξη συναλλαγής ή οιουδήποτε συμβατικού πλαισίου. Το νέο αδίκημα θα στοιχειοθετείται και χωρίς περιουσιακή μετατόπιση, χωρίς συναλλαγή. Στόχος του θα είναι να επιβάλει κυρώσεις στην εξαπάτηση γύρω από την αυθεντικότητα του έργου, ακόμη και αν δεν υπάρχει οικονομικό αντάλλαγμα. Να επιβάλει κυρώσεις στην εξαπάτηση γύρω από την προέλευση του έργου, είτε πρόκειται για ψευδές είτε για αυθεντικό έργο.
Το πεδίο εφαρμογής του αδικήματος θα διευρυνθεί. Θα ισχύει για κάθε καλλιτεχνική ιδιοκτησία ή συλλεκτικό αντικείμενο, χωρίς περιορισμό και δεν θα περιορίζεται στην επίθεση ονόματος ή στην απομίμηση υπογραφής ενός έργου τέχνης, αλλά θα επεκταθεί σε όλες τις απάτες που θα μπορούσαν να αφορούν την ταυτότητα του καλλιτέχνη, την προέλευση του έργου ή του αντικειμένου, τη χρονολόγησή του, την κατάστασή του, τη φύση του (την ιστορία του) ή οποιοδήποτε άλλο ουσιώδες χαρακτηριστικό. Πρέπει να προβλεφθεί κύρωση σε περίπτωση πραγματοποίησης έκθεσης, διακίνησης διάθεσης ή μεταβίβασης, δωρεάν ή εξ επαχθούς αιτίας, οποιουδήποτε καλλιτεχνικού περιουσιακού στοιχείου ή συλλεκτικού αντικειμένου που θα επηρεαζόταν, με οποιονδήποτε τρόπο, από αλλοίωση της αλήθειας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η πραγματοποίηση έκθεσης, διακίνησης ή μεταβίβασης έχει γίνει με πλήρη επίγνωση της κατάστασης μεταβολής του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου ή αντικειμένου. Οι κυρώσεις θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με εκείνες που επιβάλλονται για την απάτη ή τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Θα πρέπει να προβλέπονται πρόσθετες εφαρμοστέες κυρώσεις, δηλαδή το δικαστήριο να μπορεί να διατάξει τη δήμευση έργων και σε περίπτωση αθώωσης του δράστη, όταν αποδεικνύεται ότι τα κατασχεθέντα έργα συνιστούν πλαστογραφία και την καταστροφή τους κατά περίπτωση (όταν αυτό κριθεί αναγκαίο από το Δικαστήριο). Τέλος, αναγκαίος όρος για την υλοποίηση των παραπάνω είναι η σύσταση ειδικού Σώματος Ορκωτών Πραγματογνωμόνων-Εκτιμητών, που θα στελεχώνεται από ιστορικούς της τέχνης και συντηρητές, οι οποίοι θα υφίστανται ειδική εκπαίδευση και θα ελέγχονται από αρμόδια επιτροπή, εποπτευόμενη από το αρμόδιο Υπουργείο, για τη διαπίστωση της γνησιότητας και την εκτίμηση της αξίας έργων τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων.
Τα παραπάνω, δεν θα εξαλείψουν το φαινόμενο της πλαστογραφίας και της απάτης επί έργων τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων στην Ελλάδα, είναι όμως βέβαιο ότι θα το περιορίσουν σημαντικά εις όφελος της τέχνης, των δημιουργών, των συλλεκτών και εν τέλει του Δημοσίου, αφού η διακίνηση της πλαστής τέχνης, από τη φύση της, δεν εντοπίζεται εύκολα».
Το νομοσχέδιο το οποίο υπολογίζεται να έρθει προς ψήφιση στη Βουλή μέχρι το τέλος του έτους θα αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται οι ποινές για κάποιον ο οποίος συλληφθεί να εμπορεύεται ή να φτιάχνει πλαστά έργα τέχνης ή συλλεκτικά έργα ή ο,τιδήποτε έχει να κάνει με την πολιτιστική κληρονομιά.