Στην Ολομέλεια του ΣτΕ συζητείται σήμερα, πιλοτική δίκη που αφορά το σύνολο των μονίμων πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων της χώρας.
Η υπόθεση αφορά την επαναφορά ή μη των επιδομάτων εορτών και αδείας, τα οποία είχαν καταργηθεί την περίοδο των μνημονίων και δεν έχουν αποκατασταθεί έως σήμερα. Η δίκη εισήχθη μετά από αίτηση της ΑΔΕΔΥ, η οποία έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος υπαλλήλου.
Ο ενάγων ζητά την καταβολή αποζημίωσης για τα επιδόματα των ετών 2023 και 2024, υποστηρίζοντας ότι η παράλειψη του νομοθέτη να τα επαναφέρει παραβιάζει το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο. Τονίζει ότι θίγεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ισότητα μεταξύ εργαζομένων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Από την πλευρά του, το Δημόσιο θεωρεί πως η επιλογή αυτή είναι συνταγματικά ανεκτή, θεμιτή και επιβεβλημένη από τις δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας.
Η απόφαση της Ολομέλειας αναμένεται να έχει ευρύτερες συνέπειες, καθώς θα κρίνει εάν η μη καταβολή των επιδομάτων συνιστά παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και εάν οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται ίση μεταχείριση με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, ειδικά ως προς την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣτΕ:
«Διεξάγεται αύριο 6 Ιουνίου 2025, στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με Εισηγητή τον Σύμβουλο Ι. Μιχαλακόπουλο, πιλοτική δίκη (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010) που αφορά το σύνολο των μόνιμων πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων της Χώρας.
Στην προκείμενη περίπτωση, μόνιμος δημόσιος υπάλληλος άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας ετών 2023 και 2024, λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους στο ύψος που προβλέπονταν από τον ν. 3205/2003. Η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά από αίτηση της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., η οποία έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος, ως η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων τα συμφέροντα των οποίων προασπίζεται.
Ο ενάγων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, καθώς και σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου (Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Οδηγία 2022/2041/ΕΕ). Υποστηρίζει ακόμα ότι θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να του καταβληθούν ευθέως τα ζητούμενα ποσά, μέσω της επέκτασης και στον ίδιο διατάξεων του ατομικού εργατικού δικαίου, λόγω της επιβαλλόμενης εκ της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, αναφορικά με τη διασφάλιση επαρκούς κατωτάτου μισθού ο οποίος να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Το Δημόσιο υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η μη επαναφορά των επίμαχων παροχών δεν παραβιάζει συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, καθώς και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι διέπονται ως προς τις απολαβές τους από ειδικά νομοθετήματα, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης υπηρεσιακής τους κατάστασης (άρθρο 103 του Συντάγματος), αποτελώντας διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η μη επαναφορά των παροχών αυτών είναι θεμιτή και απολύτως δικαιολογημένη, εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον και εντάσσεται στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που έχει χαράξει ο νομοθέτης με βάση τη δημοσιονομική κατάσταση και τις επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Χώρας. Από την άλλη, ο ενάγων αντιτάσσει, μεταξύ άλλων, ότι ο νομοθέτης θα έπρεπε να επανεξετάσει τη διατήρηση του μέτρου της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, λαμβανομένης υπόψη της σημερινής οικονομικής συγκυρίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ολομέλεια καλείται να αποφασίσει, μεταξύ άλλων, εάν η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου στο ύψος που προβλέπονταν από τον ν. 3205/2003, αντίκειται προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, ειδικότερα δε εάν προσβάλλει το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, το δικαίωμά τους να συμβάλλουν ισότιμα με τους υπόλοιπους πολίτες στην εκπλήρωση του χρέους τους στην εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη, καθώς και εάν δημιουργεί δυσμενή διάκριση έναντι των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, παραβιάζοντας τις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας».