Προθεσμία για να απολογηθούν έλαβαν οι συλληφθέντες της μαφίας της Κρήτης, αφού πέρασαν την πόρτα του εισαγγελέα.
Σύμφωνα με το flashnews, οι 17 εκ των συλληφθέντων θα απολογηθούν την Πέμπτη, οι 16 την Παρασκευή. Οι υπόλοιποι 15 που φέρονται επίσης να εμπλέκονται είναι έγκλειστοι για άλλα αδικήματα σε κατάστημα κράτησης.
Ο Νίκος Στειακάκης, ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης, ανέφερε ότι η δικογραφία αριθμεί χιλιάδες σελίδες και απαιτείται χρόνος για να μελετηθεί. «Αντιμετωπίζουμε μια ιδιαίτερα αυστηρή δίωξη η οποία όμως μένει να διαπιστωθεί αν ανταποκρίνεται στη δικογραφία και σε όσα περιέχονται σε αυτήν», είπε.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκονται ένστολοι, ένας αστυνομικός από το Ρέθυμνο, καθώς και επιχειρηματίες γνωστοί στην κρητική κοινωνία.
Οι συλληφθέντες έφτασαν κατά ομάδες στο δικαστικό μέγαρο. Μάλιστα ένας από τους συλληφθέντες την ώρα που οδηγείτο στον εισαγγελέα φώναξε «Είναι άλλη μια ψεύτικη εγκληματική οργάνωση. Ψεύτικη».
Κατά τη διάρκεια εφόδων σε περιοχές των Χανίων, η ΕΛ.ΑΣ. εντόπισε όπλα, σφαίρες, ναρκωτικά και χρήματα, τα οποία κατασχέθηκαν.
Το χρονικό
Η υπόθεση άρχισε να ξετυλίγεται τον περασμένο Ιανουάριο, μετά το θανατηφόρο τροχαίο στη Σούδα με θύμα έναν 22χρονο. Οι λανθασμένοι χειρισμοί των αστυνομικών της Διεύθυνσης Χανίων στο περιστατικό αυτό, αλλά και η ελλιπής έρευνα που είχε προηγηθεί σε βομβιστική επίθεση εναντίον σπιτιού αστυνομικού, έφεραν έντονες αντιδράσεις και οδήγησαν τελικά στο «ξήλωμα» της τοπικής ηγεσίας.
Στη θέση τους τοποθετήθηκαν αξιωματικοί από την Αττική, χωρίς δεσμούς και γνωριμίες με την τοπική κοινωνία. Αυτή η αλλαγή αποδείχθηκε κομβική, καθώς επέτρεψε να ξεκινήσει από μηδενική βάση η έρευνα που αποκάλυψε σταδιακά τη δράση της μαφίας της Κρήτης.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, τουλάχιστον από τον Ιούνιο είχαν φτάσει στο νησί δύο αστυνομικοί από την Αθήνα, ένας άνδρας και μια γυναίκα, οι οποίοι δρούσαν undercover. Οι δύο αστυνομικοί εμφανίστηκαν ως εργαζόμενοι στην εστίαση, καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να διεισδύσουν στο κύκλωμα χωρίς να κινήσουν υποψίες. Ο ένας εκ των δύο ανέπτυξε στενή σχέση με στρατιωτικό που φέρεται να συμμετείχε ενεργά στη διακίνηση ναρκωτικών. Η σχέση αυτή εξελίχθηκε σε σχέση εμπιστοσύνης, δίνοντας τη δυνατότητα στον αστυνομικό να συλλέγει σταδιακά κρίσιμες πληροφορίες.
Παράλληλα, ο ίδιος κατάφερε να έρθει κοντά και με συγγενείς του φερόμενου «εγκεφάλου» του κυκλώματος -ακόμη και με τη σύζυγό του-, αντλώντας από εκεί επιπλέον στοιχεία, τα οποία αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια.
Όλα αυτά συνδυάστηκαν με τις επισυνδέσεις στα κινητά τηλέφωνα των υπόπτων, όπου οι συνομιλίες τους ήταν, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, «λαλίστατες», δίνοντας έτσι την απαραίτητη εικόνα για τη δράση και τις διασυνδέσεις του κυκλώματος.