Παύλος Σιδηρόπουλος-Γιόλα Αναγνωστοπούλου: Η ημέρα που ανέβηκαν στης Αγάπης τον Απόκρημνο Βράχο -Το Πάσχα του 1978

Από αριστερά: Η ηθοποιός Δέσποινα Τομαζάνη, ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Γιόλα Αναγνωστοπούλου. ΑΡΧΕΙΟ Μανώλης Νταλούκας.

Η ηθοποιός Δέσποινα Τομαζάνη, ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Γιόλα Αναγνωστοπούλου είχαν περάσει το Πάσχα του 1978 στο πατρικό σπίτι της ποιήτριας στον Πύργο Υπάτης.

Σύμφωνα με διήγηση που έκανε στον Μανώλη Νταλούκα, η ίδια η ποιήτρια Γιόλα Αναγνωστοπούλου και από μαρτυρίες που έδωσαν ο μουσικός Τόλης Μαστρόκαλος και η ηθοποιός Δέσποινα Τομαζάνη, το Πάσχα του 1978, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου, ανέβηκε οικογενειακώς στο χωριό της, στον Πύργο Υπάτης. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, είχε ήδη πείσει από μέρες τον στενό του φίλο, τον Τόλη Μαστρόκαλο που είχε ένα μικρό βαν, να πάνε στην Υπάτη. Το σχέδιο περιλάμβανε και δύο κολλητές, την Αλκμήνη και την Δέσποινα Τομαζάνη.

Ταξίδεψαν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Ξημερώματα, με το βανάκι, ανέβαιναν σιγά έναν δρόμο που τους έκοβε την ανάσα βλέποντας τον ορεινό όγκο κατάφυτο από πουρνάρια, σφεντάμια, κέδρους και έλατα. Λίγο έξω από το χωριό, σταμάτησαν και ο Παύλος γέμισε το βανάκι, πασχαλιές που βρήκε στον δρόμο. Έφθασαν στην πλατεία του χωριού, και σταμάτησαν μπροστά στο ανοιχτό καφενείο. Ο καφετζής βγήκε να τους ευχηθεί το Χριστός Ανέστη και αναρωτήθηκε το εξής: «Αλλά… δεν είστε Σμοκοβίτες;».

Όταν Παύλος και Τόλης έφτασαν στο πατρικό της Γιόλας

«Στον Πύργο δεν είμαστε;», ρώτησε ο Παύλος. «Στον Πύργο βέβαια, παλιά το λέγανε Σμόκοβο», απάντησε ο καφετζής, εξηγώντας πως Σμόκοβο σήμαινε τόπος με φίδια. Ήπιαν καφέ να περάσει λίγο η ώρα, αν και άκουγαν ήδη να αντηχούν μακρινές τσαπιές, οι χωριανοί και οι συγγενείς που είχαν έρθει από μέρη διάφορα να κάνουν Πάσχα στο χωριό τους, ήσαν επί ποδός ανοίγοντας λάκκους για τα αρνιά και τα κατσίκια. Ρώτησαν τον καφετζή για το σπίτι του Θύμιου Αναγνωστόπουλου, πατέρα της Γιόλας, κι εκείνος τους κατατόπισε.

Η Γιόλα που ήξερε ότι θα πάνε και τους περίμενε, δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Έπινε καφέ μπροστά στην πέτρινη σκάλα του σπιτιού, χαζεύοντας ένα βιβλίο, στριφογυρίζοντας τη σκέψη στον Παύλο. Με το που έφθασαν πετάχτηκε σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Καλωσορίζοντάς τους, με γέλια αγκάλιασε την Αλκμήνη, την Δέσποινα, τον Τόλη και μετά στάθηκε τρυφερά μπροστά στον Παύλο. Εκείνος, τη φίλησε και άρχισε να βγάζει από το βαν αγκαλιές πασχαλιές. Τότε η θεία της, που τους έβλεπε από τη σκάλα, ήρθε κοντά της και της ψιθύρισε: «Πάρε τον κούκλο και τραβάτε κατά τη μαυροσπηλιά».

Στο πατρικό σπίτι της Γιόλας στον Πύργο Υπάτης. Από κάτω προς τα επάνω: Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, η Αλκμήνη και η θεία της Γιόλας, Μαρία. Πάσχα 1978. ΑΡΧΕΙΟ Μανώλης Νταλούκας

Η Γιόλα χαμογέλασε και είπε: «Θεία σοβαρέψου. Να σας συστήσω την αγαπημένη μου θεία, Μαρία Αναγνωστοπούλου. Η μάνα μου όταν θέλει να με πειράξει, μου λέει ότι είμαι ίδια η θεία μου». Σε λίγο τους σύστηνε και στους άλλους της οικογένειας που βρίσκονταν πιο πέρα και άναβαν ξύλα για το αρνί, τον Θύμιο, τον αγαπημένο πατέρα της, τη Νίκη τη μητέρα της και τους άλλους συγγενείς απ τον Πύργο. Όταν κατά το μεσημέρι πια, ξύπνησε και η Λένα, η Γιόλα την παρουσίασε ως εξής «το αδελφάκι μου, που λέει ότι γράφω ποιήματα για να κοροϊδεύω τα παιδάκια».

Η ιστορία για τον παππού της Γιόλας Αναγνωστοπούλου

Η Λένα, τους χαιρέτησε με χαρά, κορίτσι υπέροχο, μια Γιολάντα κι αυτή, χωρίς όμως τις ανασφάλειες και τα σκοτεινά πάθη της Γιολάντας. Εκεί λοιπόν, στο πατρικό σπίτι της Γιόλας, γιόρτασαν το Πάσχα κατά τον πατροπαράδοτο τρόπο και κατά το απόγευμα, ενώ οι άλλοι είχαν πιάσει τη συζήτηση για πολλά και διάφορα, η Γιόλα πήρε τον Παύλο και τον πήγε μέχρι την μαυροσπηλιά, στο Στεφάνι τον βράχο.

«Κρίμα που δεν ζει ο παππούς μου», είπε το κορίτσι, κοιτάζοντας από εκεί, μακριά κάτω. «Πότε πέθανε;», ρώτησε ο Παύλος. «Το 1971. Ήταν ο παπάς του χωριού. Προίκισε πολλά άπορα κορίτσια και σπούδασε αγόρια του χωριού. Στην Κατοχή, βγήκε στον Αγώνα μαζί με τον Καπεταν Ανυπόμονο που είναι ηγούμενος στο Μοναστήρι του Αγίου Αγάθωνα, εδώ κοντά», του απάντησε. Και εκείνο σχολίασε στη συνέχεια: «Θα πρέπει να είσαι πολύ περήφανη που είχες τέτοιον παππού».

«Όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να καταλαβαίνω, μου έλεγε: Τον σταυρό να μην τον κάνεις αν δεν τον πιστεύεις. Ο Σταυρός είναι σύμβολο ιερό. Και δεν κάνει θαύμα αν εσύ δεν πιστεύεις στα θαύματα. Έτσι, πάντα τον θυμάμαι, με τα γένια του τα ολόασπρα, τα μαύρα ράσα, τον σεμνό σταυρό, τα καθαρά του μάτια και την βαθειά του αγάπη για ότι όμορφο, ζωντανό και ελληνικό. Όταν πέθανε, η εκκλησία που ο πατέρας μου και τα αδέλφια του χτίζανε στο χωριό, δεν είχε τελειώσει, δεν είχε κλείσει καλά η στέγη και χιόνιζε. Σε όλη τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, ο μπαμπάς και οι θείοι μου, ήταν σκυμμένοι πάνω από το φέρετρο να μην γεμίσει χιόνι και παγώσει ο παππούς. Είναι θαμμένος πίσω από το ιερό».

Η ημέρα που ο Παύλος και η Γιολάντα ανέβηκαν στης Αγάπης τον Απόκρημνο Βράχο

Σταμάτησε και του έσφιξε το χέρι. «Έλα», του είπε, τραβώντας τον. «Έλα να σου δείξω τις σπηλιές που χρησιμοποιούν οι βοσκοί για να προφυλαχθούν από καταιγίδες». Και κρατώντας του το χέρι τον οδήγησε στη μεγαλύτερη σπηλιά, τη Μαυροσπηλιά και εκεί τον έμπασε στο σκοτάδι και με φιλιά, σήκωσε καταιγίδες.

Αυτή ήταν η μέρα. Το Πάσχα του 1978. Η μέρα που η Γιόλα με τον μισό ουρανό στα μάτια της κοίταξε καθαρά τον άλλο μισό, στα μάτια εκείνου που αγαπούσε. Η ημέρα που ο Παύλος και η Γιολάντα ανέβηκαν στης Αγάπης τον Απόκρημνο Βράχο. Και τι έγινε; Πώς κατρακύλησαν από εκεί που οι άγριες μέλισσες έφτιαχναν στις σχισμάδες κυψέλες; Έπεσαν γιατί, ούτε η Γιολάντα, ούτε ο Παύλος μπορούσαν να πιστέψουν στα θαύματα. Και τις επόμενες μέρες όταν γύρισαν στην Αθήνα, μπλέχτηκαν στα μαύρα δίχτυα της ηρωίνης.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ