Τα καλά νέα είναι ότι η Ελλάδα συνεχίζει να «τρέχει» με ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και μάλιστα σε περιβάλλον έντονων αβεβαιοτήτων.
Τα κακά νέα είναι ότι αυτές οι αβεβαιότητες, σε συνδυασμό με τις εγγενείς αδυναμίες, απειλούν με αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων καταναλωτών.
Αυτά είναι επί της ουσίας τα δύο βασικά συμπεράσματα από την ανάλυση της νέας Έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, λίγα 24ωρα πριν από την κατάθεση του Προσχεδίου Προϋπολογισμού για το 2026. Για το φετινό ΑΕΠ η εκτίμηση του ΓΠΚΒ είναι ότι θα κινηθεί οριακά χαμηλότερα από την επίσημη πρόβλεψη για 2,3%, παρά τις αβεβαιότητες. Από την άλλη, ο πληθωρισμός συνεχίζει να δείχνει τα δόντια του και σε μέσα επίπεδα ενδεχομένως να διαμορφωθεί στο 3%.
Φυσικά υψηλός πληθωρισμός συνεπάγεται και περαιτέρω «ροκάνισμα» της αγοραστικής δύναμης. Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, αφού ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα. Ωστόσο, το ερώτημα που «καίει» είναι πόσο θα χρειαστούμε για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος της πολυετούς κρίσης και η απάντηση του Συντονιστή του ΓΠΚΒ, Γ. Τσουκαλά αναμφίβολα δεν επιτρέπει τον παραμικρό εφησυχασμό.
«Θα απαιτηθεί μια 15ετία» ήταν η απάντηση κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα «τρέχει» και δεν θα πηγαίνει βήμα σημειωτόν. Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι η αγοραστική μας δύναμη βρίσκεται στο 70% του μέσου όρου της Ευρώπης και παρά την αύξηση της παραμένει στα τελευταία σκαλοπάτια της ευρωπαϊκής κατάταξης. Για να βρεθούμε στην πρότερη κατάσταση- παρά το ότι η ευημερία ήταν πλασματική εξ ου και η χρεωκοπία- η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του 2%, δηλαδή να διαψεύσει τις μακροοικονομικές προβλέψεις διεθνών οργανισμών, να ενισχύσει την παραγωγικότητα της και να βρει τρόπους να αυξήσει τις επενδύσεις και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
- Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ 2025 (φορολογικές ελαφρύνσεις, στήριξη μισθωτών και συνταξιούχων, ενίσχυση απομακρυσμένων περιοχών) αναμένεται να βελτιώσουν το διαθέσιμο εισόδημα και να στηρίξουν την κατανάλωση.
- Η ισχυρή τουριστική χρονιά του 2025 και η διεύρυνση της τουριστικής περιόδου ενισχύουν την εξωστρέφεια της Ελληνικής οικονομίας και συμβάλλουν στην αύξηση των εξαγωγικών εσόδων.
- Η πρόοδος στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, με αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων (RRF, STEP), δημιουργεί νέες επενδυτικές ευκαιρίες σε ενέργεια, υποδομές, και τεχνολογική καινοτομία.
- Η αύξηση ξένων άμεσων επενδύσεων σε τομείς όπως τα logistics, οι ΑΠΕ και η τεχνολογία, ενισχύει τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και την ανταγωνιστικότητα.
- Η περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καθολικής εφαρμογής των μέτρων φορολογικής συμμόρφωσης θα συμβάλλει στη δημιουργία επιπλέον δημοσιονομικού χώρου στο μέλλον.
- Η συμφωνία εξαγοράς της ΕΧΑΕ από την Euronext αποτελεί μια ένδειξη των θετικών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Για την ελληνική κεφαλαιαγορά, η συμφωνία αναμένεται να έχει σημαντικά οφέλη καθώς το ελληνικό χρηματιστήριο θα ενταχθεί σε ένα δίκτυο εισηγμένων εταιρειών με υψηλή συνολική κεφαλαιοποίηση. Συνεπώς, η συμφωνία αναμένεται να ενισχύσει το ‘βάθος’ της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνή κεφάλαια.
Τα «αγκάθια»
- Η παρατεταμένη αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές ενέργειας και οι γεωπολιτικές εντάσεις (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) συνεχίζουν να αποτελούν σημαντική πηγή κινδύνου για τον πληθωρισμό και την ενεργειακή ασφάλεια.
- Η συνεχιζόμενη άνοδος των ενοικίων και η έλλειψη προσιτής κατοικίας αποτελούν σημαντική κοινωνική και οικονομική πρόκληση, ιδίως για τα νέα νοικοκυριά και τις αστικές περιοχές.
- Η δημογραφική συρρίκνωση και η γήρανση του πληθυσμού περιορίζουν τη δυναμική της αγοράς εργασίας και αυξάνουν τις μελλοντικές δαπάνες για συντάξεις και υγεία.
- Η πιθανότητα καθυστερήσεων στην υλοποίηση επενδύσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης μπορεί να ανακόψει τη βραχυπρόθεσμη αναπτυξιακή ώθηση.
- Το υψηλό δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αποτελεί παράγοντα ευπάθειας, ιδίως σε περίπτωση αύξησης του κόστους δανεισμού διεθνώς.
- Η ανάγκη για ταχύτερη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στη δικαιοσύνη, στη δημόσια διοίκηση και στην εκπαίδευση παραμένει καθοριστική.