Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία μιας ακόμα μελέτης, που φωτίζει τα βαθιά αίτια του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αν και τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν συχνά πυκνά στις οικονομικές κρίσεις των προηγούμενων ετών, η αλήθεια είναι ότι η υπογεννητικότητα, που μαστίζει τη Γηραιά Ήπειρο, πάει «πακέτο» με το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης των μεταπολεμικών ετών, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τις κοινωνικές δομές.
Όσες χώρες το αντιλήφθηκαν αυτό εγκαίρως, όπως η Γαλλία, πρόλαβαν να αναπτύξουν πλαίσιο προστασίας για τις οικογένειες και να «φρενάρουν» τη γήρανση του πληθυσμού τους. Οι υπόλοιπες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, βιώνουν τη δραματική συρρίκνωσή τους.
Με αυτά τα δεδομένα, η εξαγγελία νέων ελαφρύνσεων και λοιπών εισοδηματικών ενισχύσεων για τα νοικοκυριά με παιδιά είναι προφανώς καλοδεχούμενη, ωστόσο θα πρέπει να συνοδευθεί από θεσμικές παρεμβάσεις, που να διασφαλίζουν την ισορροπία οικογενειακής-επαγγελματικής ζωής, στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών με σαφώς πιο ενισχυμένο δίχτυ κοινωνικής προστασίας.

Δημογραφικό: Η μελέτη
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, οι υψηλοί ετήσιοι δείκτες γονιμότητας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στις ευρωπαϊκές χώρες (>2,5 παιδιά/γυναίκα), δείκτες που αποτυπώνουν στις περισσότερες από τις χώρες αυτές την ταχεία αύξηση της γονιμότητας των γενεών του Μεσοπολέμου (την αύξηση, δηλαδή, του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές αυτές σε σύγκριση με τις γενεές που γεννήθηκαν πριν από το 1918), αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν.
Οι συγχρονικοί αυτοί δείκτες μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αρχίζουν να συρρικνώνονται, και το 2022 και 2023 στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές που λαμβάνουν είναι <=1,5 παιδιά/γυναίκα.
Η πτώση αυτή αποτυπώνει τη μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση της γονιμότητας στις μεταπολεμικές γενεές και τη σχεδόν ταυτόχρονη αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών τους.
Οι ιδιαίτερα χαμηλές τιμές των ετήσιων δεικτών το 2022 και 2023 σε μια ομάδα χωρών, όπου δεν είχαν καταγραφεί μεταπολεμικά ποτέ τέτοιες τιμές, προβληματίζουν έντονα την κοινή γνώμη, ενώ, όλο και συχνότερα, σε μια δεύτερη ομάδα χωρών που δεν είχαν ή δεν έχουν ακόμη δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί, διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις χώρες της πρώτης ομάδας δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές, ενώ, ταυτόχρονα, αποδίδεται υπερβαρής ρόλος στις επελθούσες τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές αλλαγές σε πλήθος πεδίων, αλλαγές που δεν επαρκούν όμως για να ερμηνεύσουμε τις μετά το 1970 έντονες διαφοροποιήσεις της πορείας της συγχρονικής γονιμότητας στο εσωτερικό της Ευρώπης.
Στη μελέτη εξετάζεται η πορεία των ετήσιων δεικτών σε 30 ευρωπαϊκές χώρες από το 1970 έως και το 2023 (54 συνεχή έτη), ταξινομώντας τις χώρες αυτές με βάση τον αριθμό των ετών που οι τιμές των δεικτών τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές (<=1,5 παιδιά/γυναίκα).
Είναι προφανές ότι όσο περισσότερα χρόνια καταγράφονται σε μια χώρα τέτοιες τιμές τόσο και η πτώση της διαγενεακής γονιμότητας (του αριθμού δηλ. των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1945) είναι εντονότερη.
Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι μία σχεδόν στις τρεις χώρες (σε 10 από τις 30) είτε οι ετήσιοι δείκτες δεν έπεσαν ποτέ κάτω από τα 1,5 παιδιά/γυναίκα (Γαλλία και Ισλανδία), είτε -όπως σε Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Δανία, Φιλανδία και Εσθονία- ο αριθμός των ετών όπου καταγράφονται τόσο χαμηλές τιμές ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (λιγότερα από 15 από τα 54 εξεταζόμενα έτη).
Στο άλλο άκρο, όμως, πέντε χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία) χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλούς ετήσιους δείκτες για πάρα πολλά χρόνια (35 ή και περισσότερα από τα 54 εξεταζόμενα).
Το μοντέλο
Το ευρύτερο περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση απογόνων στις μεταπολεμικές γενεές που διήνυσαν τη μετά το 1970 περίοδο σε ηλικία απόκτησης παιδιών έχει φυσικά αλλάξει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να καταγράφεται -αν και με διαφοροποιημένους ρυθμούς- παντού: έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτοεκπλήρωση, αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και άμβλυνση της εξάρτησής της από το άλλο φύλο, αύξηση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα, δυσκολίες -στις γυναίκες ιδιαίτερα- για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, έμφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους μεγαλώματος των παιδιών, διάχυση σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης, και στις νεότερες γενεές αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία.
Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν και από τον ανάδυση ενός νέου οικογενειακού μοντέλου ιδιαίτερα εύθραυστου, εξ ου και η ταχύτατη αύξηση των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών.
Έτσι, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες έχουμε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και, ταυτόχρονα, μια αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους.
Από όλες όμως τις διαθέσιμες έρευνες προκύπτει ότι, παρ' όλα αυτά, σε όλες σχεδόν τις χώρες αυτές (με εξαίρεση τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία) οι γυναίκες που γεννήθηκαν από το 1952 έως και το 1982 επιθυμούσαν να αποκτήσουν περισσότερα από 2 παιδιά κατά μέσο όρο (λίγο περισσότερα από αυτές που γεννήθηκαν το 1952, λίγο λιγότερα όσες γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα).
Δεν είναι τυχαίο ότι στις χώρες εκείνες όπου τα τελευταία 54 χρόνια είτε οι δείκτες γονιμότητας ήταν πάντοτε υψηλότεροι των 1,5 παιδιών/γυναίκα (π.χ. η Γαλλία) είτε καταγράφεται ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ετών (λιγότερα από 15) με τόσο χαμηλούς δείκτες, είναι κυρίως χώρες που έλαβαν έγκαιρα υπόψη τις προαναφερθείσες αλλαγές, αναπτύσσοντας, εκτός των άλλων, και στοχευμένες πολιτικές για τη στήριξη της οικογένειας και του παιδιού.
Δεν είναι ακόμη τυχαίο ότι οι χώρες όπου καταγράφονται πολύ χαμηλές τιμές δεικτών για 35 ή και περισσότερα χρόνια είναι συνήθως χώρες όπως π.χ. η Ελλάδα ή ακόμη η Ιταλία, που δεν έλαβαν υπόψη τις παραπάνω αλλαγές και δεν υιοθέτησαν έγκαιρα αντίστοιχα μέτρα και πολιτικές, με αποτέλεσμα οι ετήσιοι δείκτες τους να κινούνται επί μακρόν ανάμεσα στα 1,2 και 1,5 παιδιά, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ταχεία μείωση στις χώρες αυτές όχι μόνο των γεννήσεων αλλά και του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και σε αυτές που γεννήθηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα.