Η συζήτηση για το δημογραφικό έχει ωριμάσει στη δημόσια ζωή της χώρας. Δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως μια αφηρημένη απειλή για το μέλλον, αλλά ως μια βαθιά κοινωνική πρόκληση που σχετίζεται με την οικονομική ασφάλεια, την καθημερινότητα των νέων και τη δυνατότητά τους να πάρουν την απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια.
Η ουσία βρίσκεται στο πώς η πολιτεία στηρίζει τους πολίτες σε αυτή τη διαδρομή. Και εδώ το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας υλοποιεί μια συνεκτική στρατηγική που αγγίζει κάθε στάδιο της ζωής ενός νέου ζευγαριού.
Η Δόμνα Μιχαηλίδου, με τη θεσμική ιδιότητά της Υπουργού Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, εργάζεται σταθερά, ώστε η ανασφάλεια να μετριαστεί και η στήριξη στις νέες και τους νέους, τα ζευγάρια, τους γονείς, τις οικογένειες να είναι διαρκής, πολυεπίπεδη και βιώσιμη. Η ίδια επισημαίνει ότι όλα όσα σχεδιάζει και εφαρμόζει η Κυβέρνηση λειτουργούν δυναμικά, ώστε η Ελλάδα να γίνει μια χώρα πολύ πιο υποστηρικτική προς τους γονείς.
Στο κέντρο αυτής της στρατηγικής βρίσκονται μέτρα που απαντούν σε πραγματικές ανησυχίες. Η γέννηση ενός παιδιού συνοδεύεται πλέον από ουσιαστική οικονομική ανακούφιση. Το επίδομα γέννησης ξεκινά από 2.400 ευρώ για το πρώτο παιδί και φτάνει τα 3.500 ευρώ για τετραμελείς οικογένειες, ενώ συνδυάζεται με το επίδομα μητρότητας, το οποίο για εννέα μήνες ανέρχεται σε 880 ευρώ. Για πολλές μητέρες, αυτό μεταφράζεται σε μια μηνιαία στήριξη που μπορεί να φτάσει έως και τα 950 ευρώ κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού. Πρόκειται για παρεμβάσεις που, χωρίς υπερβολές, μειώνουν την ανασφάλεια ενός ζευγαριού στα πρώτα, πιο απαιτητικά βήματα.
Ταυτόχρονα, η πολιτεία αναγνωρίζει ότι η ανατροφή ενός παιδιού έχει μεγάλο κόστος πέραν των βασικών αναγκών. Η μείωση του ΦΠΑ στο 13 τοις εκατό για όλα τα αναγκαία είδη βρεφικής και παιδικής φροντίδας, από το γάλα έως τα καροτσάκια, αποτελεί ένα μέτρο που δίνει ουσιαστική ανάσα στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Η στήριξη όμως δεν εξαντλείται στην οικονομική ενίσχυση. Οι γονικές άδειες έχουν πλέον θεμελιωθεί σε ένα πιο σύγχρονο πλαίσιο για μητέρες και πατέρες. Η άδεια μητρότητας φτάνει τις 17 εβδομάδες και συνοδεύεται από προστασία από την απόλυση όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και για δεκαοκτώ μήνες μετά τον τοκετό. Ενώ το μειωμένο ωράριο για τις νέες μητέρες τις πρώτες εβδομάδες επιστροφής στην εργασία διευκολύνει την ομαλή προσαρμογή των νέων γονιών.
Παράλληλα, για όσους γονείς εργάζονται και χρειάζονται καθημερινή φροντίδα για τα παιδιά τους, υπάρχουν λύσεις που ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες. Το πρόγραμμα των vouchers για δωρεάν φιλοξενία σε παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς δίνει τη δυνατότητα σε χιλιάδες παιδιά να ενταχθούν σε δομές φροντίδας και δημιουργικής απασχόλησης. Για τις μικρότερες ηλικίες, οι «Νταντάδες της γειτονιάς» προσφέρουν μια εναλλακτική που προσαρμόζεται στην καθημερινότητα της οικογένειας, αποζημιώνοντας με 500 ευρώ τον μήνα την κατ’ οίκον φροντίδα. Η καινοτομία εδώ δεν είναι μόνο η ευελιξία, αλλά και η δυνατότητα συμμετοχής συγγενικών προσώπων, όπως οι παππούδες και οι γιαγιάδες, που συχνά είναι παρόντες στην ελληνική οικογενειακή ζωή.
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται και στις αγρότισσες μητέρες, για τις οποίες η πολιτεία έρχεται να καλύψει χρόνιες ελλείψεις, μέσω του Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας. Όπως επεσήμανε η υπουργός, Δ. Μιχαηλίδου, η στήριξη αυτή έρχεται να αποκαταστήσει μια αδικία που για χρόνια έμενε αόρατη. Οι πολύτεκνες αγρότισσες λαμβάνουν 1.000 ευρώ, ενώ οι τρίτεκνες 700 ευρώ, προσφέροντας μια έμπρακτη υποστήριξη σε γυναίκες που εργάζονται και μεγαλώνουν παιδιά σε συνθήκες απαιτητικές, μακριά από τις δυνατότητες που προσφέρει το αστικό περιβάλλον.
Με πλήρη επίγνωση των καθημερινών προκλήσεων που βιώνουν οι νέοι άνθρωποι και διστάζουν ή αναβάλλουν την απόφαση για τη δημιουργία οικογένειας, η Υπουργός μιλά με συγκεκριμένα προγράμματα, μεταρρυθμίσεις, συνεργατικές πρωτοβουλίες, απαντώντας, δραστικά, στα ζητήματα του δημογραφικού και της στήριξης των νέων και της οικογένειας.
Ωστόσο, κατά την ίδια, καμία πολιτική για το δημογραφικό δεν μπορεί να σταθεί αν δεν απαντά στο μεγάλο πρόβλημα της στέγης. Με 43 στεγαστικά προγράμματα και συνολικό προϋπολογισμό 6,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, η στεγαστική πολιτική του Υ.ΚΟΙ.Σ.Ο. αποτελεί μία από τις πιο εκτεταμένες παρεμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας. Προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, χαμηλότοκα δάνεια για νέους, ανακαινίσεις, αξιοποίηση ανενεργών κτιρίων και σχήματα όπως η κοινωνική αντιπαροχή συγκροτούν ένα πολυεπίπεδο πλαίσιο που στοχεύει να κάνει την κατοικία προσιτή, ιδίως για τους νέους και τις νέες που σχεδιάζουν τη δική τους οικογένεια.
Η συνολική εικόνα αποκαλύπτει μια στρατηγική που απλώνεται σε όλο το φάσμα της καθημερινότητας. Οικονομική στήριξη στη γέννηση και την ανατροφή, εργασιακές διευκολύνσεις, πρόσβαση σε φροντίδα, ενίσχυση της υπαίθρου και μια εκτεταμένη στεγαστική ατζέντα που αναγνωρίζει ότι η κατοικία είναι θεμέλιο για κάθε οικογενειακό σχεδιασμό.
Ασφαλώς, το δημογραφικό δεν λύνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται επιμονή, συνέπεια και πολιτικές που απαντούν στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, με μέτρα που δεν υπόσχονται θαύματα, αλλά οικοδομούν βήμα βήμα ένα πιο σταθερό περιβάλλον για τις γυναίκες, τους νέους γονείς και τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα στην Ελλάδα.