Το ανεπίλυτο αίνιγμα του μαζοχισμού και ο ορισμός του απόλυτου Έρωτα (ξαναδιαβάζοντας την Αφροδίτη με τις Γούνες)

Υπάρχουν πολλοί ορισμοί του έρωτα. Όχι του χλιαρού είδους που φαντασιώνεται η πλειοψηφία των καλλίπυγων ελληνίδων λόγω έλλειψης σοβαρών καθοδηγητών, αλλά του πραγματικού, ακόμη και νοσηρού, βγαλμένου από τις πιο μαύρες σελίδες του ευρωπαϊκού μεταρομαντισμού.

Από αυτούς τους ορισμούς ξεχωρίζουν τέσσερις, συναφείς και απόλυτα συμπληρωματικοί:

«Ο φτερωτός θεός, αν δεν είναι σκληρός, δεν είναι τίποτα» (του Λεοπόλδου φον Ζάχερ-Μάζοχ, δημιουργού της Αφροδίτης με τις Γούνες, ο οποίος έδωσε άθελά του το όνομά του στο ψυχοπαθολογικό αίνιγμα του μαζοχισμού)

«Έρωτας είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το θέλει» (του συνήθους υπόπτου Ζακ Λακάν)

«ο έρωτας μόνο ως διαστροφή μπορεί να οριστεί» (του δικού μας Γιώργου Χειμωνά)

και

«Έρωτας είναι το "δάκρυ" από αίμα που σταλάζει στην άκρη της ουράς του μαστιγίου» (του γράφοντος που μόλις τον σκαρφίστηκε)

Παραθέτω μερικές σειρές υψηλής πορνογραφίας από την Αφροδίτη με τις γούνες του Ζάχερ-Μάζοχ, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν ούτε μία άσεμνη περιγραφή σεξουαλικής σκηνής:

Τότε έβαλα μπρος στο τραπέζι την εικόνα, στηρίζοντάς τη σ' ένα βιβλίο και την κοίταζα. Η ψυχρή φιλαρέσκεια που τύλιγε τις χάρες της στις γούνες η υπέροχη γυναίκα, η αυστηρότητα κι η λιτότητα, που λάμπανε στο χλωμό της πρόσωπο, με συναρπάζανε και με τρομάζανε ταυτόχρονα. Πήρα τη πένα μου κι έγραψα από πίσω, τις παρακάτω λέξεις:

"Τί ευτυχία ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι! και δε συγκρίνεται με την ωμήν ευδαιμονία όταν λατρεύουμε μια γυναίκα, που μας κάνει παιγνίδι, όταν γινόμαστε δούλοι ενός όμορφου τυράννου, που μας ποδοπατάει ανελέητα κάτω απ' τα πόδια του. Έτσι έγινε με τον Σαμψών, τον ήρωα, τον κολοσσό, που αφέθηκε στα χέρια της Δαλιδάς, που τονε πρόδωσε και τονε ξαναπρόδωσε και μπρος της οι Φιλισταίοι τον έδεσαν και του βγάλανε τα μάτια, κείνα που απολαμβάνανε την όμορφη προδότρια, μεθυσμένος από έρωτα, μέχρι τη τελευταία στιγμή".

Έπαιρνα πρωινό στη κρεβατίνα με το αγιόκλημα, διαβάζοντας το βιβλίο της Ιουδήθ που φθονούσε τη μοίρα του Ολοφέρνη του Ευγενούς, ο οποίος είχεν ένα πολύ όμορφο θάνατο στα χέρια της γυναίκας, που του 'κοψε το κεφάλι.

"Ο Παντοδύναμος τονε τιμώρησε και τονε παρέδωσε στα χέρια μιας γυναίκας".

Αυτό μου φάνηκε περίεργο. 'Πόσον άτυχοι είναι οι εβραίοι', σκέφτηκα. Όσο για τον Θεό τους, δε μπορούσε να διαλέξει μια πιο ταιριαστή φράση, όταν αναφερότανε στο ωραίο φύλο. "Ο Παντοδύναμος τονε τιμώρησε και τονε παρέδωσε στα χέρια μιας γυναίκας", επανέλαβα μέσα μου. Όσο για μένα, πως μπορώ να τονε κάμω να με τιμωρήσει; Κύριε, βοήθησέ μας. Να! έρχεται η οικονόμος μας, που κάθε μέρα μαζεύει και πιο πολύ. Και να! εκεί ανάμεσα στα μπλεγμένα κλαδιά ξαναφάνηκε το λευκό φόρεμα. Ήταν η Αφροδίτη ή η χήρα;

Αυτή τη φορά ήτανε σίγουρα η χήρα κι είχε στείλει τη Μαντάμ Ταρτακόφσκα, που υποκλίθηκε, για να μου ζητήσει κάτι να διαβάσει. Έτρεξα στο δωμάτιό μου κι έφερα δυο τόμους. Ήτανε πολύ αργά όταν θυμήθηκα πως στον έναν απ' αυτούς βρισκόταν η φωτογραφία του πίνακα της Αφροδίτης. Τώρα οι διαχύσεις μας βρίσκονταν στα χέρια της χλωμής κυρίας. Τί θα τους έκανε; Την άκουσα να γελά. Γελούσε σε βάρος μου;

Ένα γεμάτο φεγγάρι. Ο δίσκος φάνηκε κιόλας πάνω απ' τις κορφές των ελάτων, που πλαισιώνανε το πάρκο. Η γη λούστηκε με φως που χάριζε στιλπνότητα στα φυλλώματα και σ' όλο το τοπίο, όσο μακρυά μπορούσε να δει το μάτι, καθώς ξεθώριαζεν αμυδρά στο βάθος, όμοια με το τρεμούλιασμα των νερών. Δε μπορούσα ν' αντέξω το θέαμα, με παρέσυρε και με καλούσε τόσον ασυνήθιστα, που ξαναντύθηκα και βγήκα στον κήπο. Πήγαινα προς το λιβάδι, το λιβάδι της θεάς μου, της πολυαγαπημένης μου. Η νύχτα ήτανε ψυχρή και κρύωνα. Ο αγέρας ήταν μεθυστικός από τη μυρωδιά των λουλουδιών. Τί γαλήνη! Τί μουσική στην ατμόσφαιρα! Η τέλεια έκφραση της ψυχής κάποιου αηδονιού. Τ' αστέρια λαμπυρίζανε σ' έναν αιθέριο μπλε ουρανό. Το λιβάδι έμοιαζε με καθρέφτη ή με παγωμένη λιμνούλα.

Το άγαλμα της Αφροδίτης έστεκε σεβαστό κι ακτινοβόλο. Μα ...τί ήταν αυτό; Η θεά ήτανε σκεπασμένη μ' ένα βαρύ ρούχο από ζιμπελίνα, από τους μαρμαρένιους ώμους, μέχρι τους αστραγάλους. Έμεινα άναυδος και τη κοίταζα αμήχανα, οπότε κυριευμένος από έναν απερίγραπτο φόβο, τράπηκα σε φυγή για σιγουριά. Επιτάχυνα το βήμα μου κι ανακάλυψα πως είχα πάρει λάθος μονοπάτι. Μόλις έστριψα στο πλάι σ' έν από τα χορταριασμένα δρομάκια, βρέθηκα αντιμέτωπος με την Αφροδίτη, όχι την όμορφη γυναίκα του γλυπτού, μα τη πραγματική θεά του έρωτα, που το αίμα της ήτανε καφτό κι ο σφυγμός της χτυπούσε. Καθότανε σ' ένα πέτρινο πάγκο. Ναι, μ' είχεν ερωτευτεί, σαν το άγαλμα που 'ρθε στη ζωή για τον δημιουργό του. Η λευκή κόμμωση της θεάς, μου φαινόταν ακόμα πέτρινη, τα λευκά της ρούχα λαμπυρίζανε σα τη σελήνη, -ή μήπως ήταν η εντύπωση του σατέν;- κι από τους ώμους της πέφταν οι ζιμπελίνες, ενώ τα χείλη της ήτανε γνήσια κόκκινα, τα μάγουλά της πουδραρισμένα και τα μάτια της ρίχνανε πάνω μου δυο πράσινες διαβολικές ακτίνες. Και πώς γελούσε!
Το γέλιο της ήτανε τόσο παράξενο -δε μπορούσε, αλίμονο, να περιγραφεί με λόγια- που μου 'κοβε την ανάσα. Έγινα πάλι καπνός, αλλά έπρεπε να σταματώ κάθε στιγμή σχεδόν, για να μπορώ να παίρνω ανάσα, ενώ το κοροϊδευτικό γέλιο της μ' ακολουθούσε συνεχώς σ' όλο το μήκος των σκοτεινών μονοπατιών με τις συστάδες, πάνω από το φεγγαρόλουστο γρασίδι, μες από τις λόχμες, που τις διαπερνούσανε μοναχικές φεγγαραχτίδες. Έχασα τον δρόμο, πέρασα πολλές φορές από τα ίδια μέρη και το μέτωπό μου γέμισε σταγόνες κρύου ιδρώτα... Φάνηκε τότε ξανά -ακόμη ακτινοβόλα- κάτω από το φύλλωμα που μέσα του έλαμπε το φεγγάρι, η αγαπημένη λευκή πέτρινη φιγούρα της γυναίκας που λάτρευα και φοβόμουνα και που από μπρος της το 'σκασα γι' άλλη μια φορά. Κάνοντας μερικά βήματα, έφτασα σπίτι, πήρα μιαν ανάσα και συλλογίστηκα...

Το επόμενο πρωι ήταν αποπνικτικό, ο αγέρας βαρύς γιομάτος εξωτικά αρώματα. Καθόμουνα πάλι στη κρεβατίνα και διάβαζα την ιστορία της μάγισσας, από την Οδύσσεια, που μεταμόρφωσε τους θαυμαστές της σε ζώα. Μαγευτική εικόνα έρωτα μιας άλλης εποχής. Μες από τα φύλλα και τα κλαδιά περνούσε ελαφρύ αεράκι που σήκωνε τις σελίδες του βιβλίου κι εγώ μπορούσα ν' αφουγκράζομαι το θρόισμα ενός γυναικείου φουστανιού στο μονοπάτι. Ήταν η Αφροδίτη χωρίς τις γούνες της, όχι! αυτή τη φορά ήταν η χήρα κι η Αφροδίτη ταυτόχρονα. Ω! τί γυναίκα! Πόσον ελκυστική ήταν με το ανάλαφρο μακρύ της φόρεμα, ενώ αδιαφορούσε για μένα. Τα ωραία της χαρακτηριστικά ήτανε ποιητικά και χαριτωμένα μαζί. Το κορμί της δεν ήταν μήτε ψηλό, μήτε κοντό και το πρόσωπό της πιο ελκυστικό και πιο προκλητικό -στο στυλ της εποχής των Γαλλίδων μαρκησιών- και κατά συνέπειαν αυστηρά ωραίο, αν κι ήταν ολότελα γοητευτικό. Μα τί γλυκύτητα και τί τσαχπίνικη χάρη πήγαζε απ' όλο της το παρουσιαστικό, από το μικρό της στόμα. Η επιδερμίδα της ήτανε τόσο λεπτή που εύκολα μπορούσες να διακρίνεις τις μπλε φλέβες ακόμα και μες από τη μουσελίνα που σκέπαζε τα χέρια και το λαιμό της. Τα κατακόκκινα μαλλιά της πέφτανε σε πλούσιες μπούκλες -γιατί τα μαλλιά της ήτανε καστανοκόκκινα, ούτε ξανθά, ούτε χρυσαφένια- και παιχνιδίζανε γύρω από τον αυχένα της μ' αληθινά διαβολικό, μα πάντα θαυμαστό τρόπο. Και τώρα τα μάτια της εκτοξεύανε πάνω μου πράσινες ακτίνες, γιατί ήτανε κυριολεκτικά πράσινα, σα πολύτιμα πετράδια, σα βαθιές και μυστηριώδεις βουνίσιες λίμνες κι η απαλή τους δύναμη ήταν απερίγραπτη.
Πρόσεξε τη μεγάλη μου σύγχυση εξ αιτίας της οποίας παρέμενα καθιστός, χωρίς να της βγάλω το καπέλο μου. Χαμογέλασε δόλια. Σηκώθηκα τελικά και τη χαιρέτησα. Ήρθε προς το μέρος μου και ξέσπασε σε γέλια σα παιδί. Τραύλισα, όπως θα τραύλιζε μόνον ένας ερασιτέχνης ή ένας πίθηκος, σε μια τέτοια στιγμή. Έτσι γνωριστήκαμε. Η θεά ρώτησε τ' όνομά μου και μου 'πε το δικό της. Λεγότανε Βάντα Φον Ντουνάγιεφ. Κι ήτανε πραγματικά η Αφροδίτη μου...
-"Μα κυρία, πώς σας ήρθεν αυτή η ιδέα";
-"Από τη μικρήν εικόνα που βρήκα σε κάποιο βιβλίο σας".
-"Το 'χα ξεχάσει τελείως..."
-"Κι οι παράξενες σημειώσεις σας από πίσω..."
-"Παράξενες, γιατί";
Με κοίταξεν ερευνητικά.
-"Πάντα ήθελα να γνωρίσω κάποιο πραγματικά εκκεντρικό για να μου αλλάξει τις αισθησιακές απολαύσεις. Σεις μου φαίνεστε μια από τις πιο εκκεντρικές, πιο εξωφρενικές υπάρξεις στον κόσμο".
-"Σ' αυτή τη περίπτωση, ευγενική μου κυρία...", κόμπιασα πάλι από τη μοιραία βραδυγλωσσία κι από πάνω κοκκίνισα, έτσι που συγχωρείται σ' έφηβο ή δεκαεξάχρονο, αλλά όχι και σε νεαρό σαν εμένα, δέκα χρόνια μεγαλύτερο.
-"Έγινα η αιτία για να τρομάξετε χθες το βράδυ";
-"Θα σας διαψεύσω -αλλά καθίστε".
Κάθισε κι απολάμβανε την αμηχανία μου, γιατί τώρα, με το φως της μέρας τη φοβόμουνα πιότερο. Το πάνω χείλι της τρεμούλιαζε από προκλητικό και κοροϊδευτικό χαμόγελο.
-"Θεωρείς τον έρωτα κι ιδιαίτερα τη γυναίκα", άρχισε να λέει, "σα κάτι εχθρικό, που μάχεται μάταια ενάντιά σου και νιώθεις ωστόσο τη δύναμη του σα γλυκό πόνο, σα προκλητική σκληρότητα".
-"Σεις φαντάζομαι, δε συμμερίζεστε αυτή την άποψη, ε";
-"Όχι!", είπεν αποφασιστικά, κουνώντας έτσι το κεφάλι της, που οι μπούκλες της τιναχτήκανε σα πύρινες γλώσσες. "Η χωρίς κόπο ικανοποίηση κι ο ήρεμος αισθησιασμός των Ελλήνων, είναι το ιδεώδες μου και προσπαθώ να το εφαρμόζω στη ζωή μου. Όσο για την αγάπη που εκθειάζουν, ο χριστιανισμός κι οι συγκαιρινές ή ιπποτικές ψυχές, δε τη πιστεύω. Ναι, ξανακοίτα με, είμαι χειρότερη από κάποιον αιρετικό, είμαι ειδωλολάτρισσα.

Φαντάζεσαι συ πως η θεά του έρωτα
άκουσε πολύ συμβουλές
όταν έκανε το κέφι της με τον ήρωα Αγχίση
στο δάσος της Ίδης;

Αυτές οι γραμμές από τις Ρωμαϊκές Ελεγείες, του Γκαίτε, συνεπαίρνανε πάντα τη φαντασία μου", συνέχισε. "Η Φύση δεν αναγνωρίζει άλλη αγάπη από κείνη των ηρωικών χρόνων, οπότε οι θεοί κι οι θεές αλληλοερωτεύονταν. Εκείνο τον καιρό ο έρωτας ήταν επακόλουθο κοιτάγματος, η ηδονή συνόδευε την ορμή. Κάθε τι άλλο, είναι απάτη, επιτήδευση, προσποίηση".

-"Κάτι με τρομάζει σ' αυτό το αμείλικτον έμβλημα: τον χριστιανικό σταυρό. Ανέχεται πρώτ' απ' όλα, κάτι που αποτελεί εχθρό της φύσης και των αθώων παρορμήσεών της. Ο αγώνας της ψυχής ενάντια στην αισθησιοκρατία είναι το ευαγγέλιο των σύγχρονων. Δε θέλω να 'χω καμμιά σχέση μ' αυτό. Ναι κυρία, η θέση σας είναι στον Όλυμπο, αλλά το δικό μας σύγχρονο πνεύμα δε μπορεί ν' ανεχτεί πια τη... γνησιότητα των αρχαίων, τουλάχιστον στην αγάπη. Μας ξεσηκώνει η ιδέα της συμμετοχής στις χάρες μιας γυναίκας, αν αυτή ήταν μια Ασπασία. Είμαστε ζηλιάρηδες σα τον θεό μας. Αυτό σημαίνει πως η υπόληψη της αξιόλογης Φρύνης, κατέληξε να 'ναι ντροπή για μας. Αναζητάμε μάλλον, μιαν ωχρή παρθένα του Χολμπάιν, που θ' ανήκει μόνο σε μας, παρά μιαν αρχαία Αφροδίτη κι ας έχει θεϊκήν ομορφιά, που μπορεί όμως να ερωτεύεται σήμερα τον Αγχίση, αύριο τον Πάρη, την άλλη τον 'Αδωνη κι αν η φύση πάρει τον καλύτερο από μας, σε περίπτωση που γίνουμε έρμαιο μιας τέτοιας γυναίκας, από έξαρση πάθους, ένα τέτοιο χαρούμενο κράτημα από τη ζωή, μας φαίνεται σατανικό, σκληρό και θεωρούμε την ευδαιμονία μας αμάρτημα, για το οποίο ωφείλουμε να πληρώσουμε".

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ