Ανάμεσα στην Πολιτική και τις Αγορές - iefimerida.gr
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 

Ανάμεσα στην Πολιτική και τις Αγορές

Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ το Μάιο του 2010 δήλωσε ότι «κατά κάποιο τρόπο, (η παρούσα κρίση) είναι ένας αγώνας ανάμεσα στην πολιτική και τις αγορές. Πρέπει να αποκαταστήσουμε την υπεροχή της πολιτικής επί των αγορών». Αν και ασυνήθιστα έντονη, η διατύπωση αυτή απηχεί μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη στην Ευρώπη. Οι ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις της αγοράς, όπως οι διαδοχικές αυξήσεις του κόστους δανεισμού στην Ελλάδα, έχουν κατά συντριπτική πλειοψηφία κατηγορηθεί από τους πολιτικούς ηγέτες ως κερδοσκοπικά υποκινούμενες και υποβοηθούμενες από αμφιβόλου νομιμοποίησης οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Αυτή η αναπαράσταση είναι εξίσου λογική, όσο και παραπλανητική. Ενέχει την ηχώ της αιώνιας διαμάχης μεταξύ των πολιτικών ηγετών και των χρηματοδοτών τους. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, οι σχέσεις μεταξύ των δύο, ιστορικά κυμαίνονται σε όλα τα επίπεδα: από υπερβολική εγγύτητα έως τον υπερβολικό ανταγωνισμό, μερικές φορές δε και τα δύο ταυτόχρονα. Από την αντιτραπεζίκη επανάσταση του Σαβοναρόλα στη Φλωρεντία του 1494 και την συντριβή του Nicolas Fouquet οικονομικού επιστάτη του Λουδοβίκου ΙΔ το 1661, στην υπονόμευση της Δεύτερης Τράπεζας από των Πρόεδρο ΗΠΑ Άντριου Τζάκσον το 1833 η διαπάλη αυτή είναι διαρκές θέμα της δυτικής ιστορίας. Την ίδια στιγμή, η αντι-κερδοσκοπική ρητορική δεν ταιριάζει απόλυτα με τα γεγονότα της παρούσας κρίσης στην Ευρωζώνη. Οι επενδυτές στην αγορά ομολόγων κινούνται περισσότερο με άξονα το φόβο παρά την απληστία. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι πολύ λίγοι οι επενδυτές θέλουν να αγοράσουν κρατικά ομόλογα από τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Αυτή η "απεργία των αγοραστών" οδηγείται περισσότερο από την οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα, παρά από πράξεις χειραγώγησης της αγοράς στα χέρια κερδοσκόπων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομική κοινότητα είναι απρόσβλητη από τις συγκρούσεις συμφερόντων ή την απερίσκεπτη ανάληψη κινδύνων, αλλά μόνον ότι αυτά δεν αποτελούν τον πυρήνα της σημερινής κρίσης.

Η βαθύτερη ενσωμάτωση στις δομές της ΕΕ δεν δημιουργεί μόνον έναν υπερεθνικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων που παρουσιάζει δομικό δημοκρατικό της έλλειμμα. Στην πραγματικότητα αποδυναμώνει την ικανότητα των ηγετών των εθνικών κρατών να παίρνουν αποφάσεις σε μια ολοένα και αυξανόμενη γκάμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων θεμάτων οικονομικής πολιτικής. Οικονομικής πολιτικής που πλέον κατά κύριο λόγο διέπεται από τη νομοθεσία της ΕΕ, και επιβλέπεται από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Ο πολιτικός επιστήμονας Ivan Krastev έθεσε το ζήτημα ως εξής: η Ευρώπη έχει όλο και περισσότερο τις πολιτικές, χωρίς πολιτική σε επίπεδο ΕΕ, και πολιτική χωρίς πολιτικές σε εθνικό επίπεδο. Η αναντιστοιχία αυτή δημιουργεί ένα ασταθές περιβάλλον το οποίο είναι επιρρεπές σε ατυχήματα.

Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ορατό στην κρίση της Ευρωζώνης. Το σημερινό πλαίσιο τοποθετεί στο επίκεντρο της λήψης αποφάσεων της ΕΕ μια χώρα, τη Γερμανία, της οποίας η δημοσιονομική ευρωστία δεν έχει τεθεί ποτέ κατά το πρόσφατο παρελθόν εν αμφιβόλω από τους επενδυτές ομολόγων. Η Γερμανία επίσης δεν έχει πλέον ένα παγκόσμιας εμβέλειας χρηματοοικονομικό κέντρο στην επικράτειά της. Οι δραστηριότητες χονδρικού εμπορίου των χρηματοπιστωτικών ομίλων της έχουν, καιρό τώρα, σε μεγάλο βαθμό μεταναστεύσει στο Λονδίνο. Από την άλλη, το γερμανικό τραπεζικό σύστημα είναι γεμάτο στρεβλώσεις, ιδιοσυγκρασίες και αλληλεξαρτήσεις με πολιτικές δομές σε τοπικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι γερμανοί πολιτικοί έχουν έλλειψη δεξιοτήτων στην οικονομική διαχείριση κρίσεων. Στο βαθμό που έχουν ένα διάλογο με τον χρηματοπιστωτικό τομέα αυτός είναι κατά κύριο λόγο με τους τραπεζίτες και όχι με τους επενδυτές ομολόγων. Με τους τελευταίους να έχουν ισχυρά συμφέροντα που κάνουν τις συμβουλές τους λιγότερο ουδέτερες.

Εν ολίγοις, τόσο η πείρα των γερμανών πολιτικών, όσο και αυτή των πολιτών της χώρας τους, δεν τους βοηθάει να ανταποκριθούν στις σημερινές προκλήσεις που θέτει η διαχείρισης της κρίσης της Ευρωζώνης. Κάποιοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι αυτό εν μέρει μετριάζεται με τον ειδικό ρόλο που έχει αναλάβει η Γαλλία. Στο βαθμό η τελευταία φαίνεται να έχει διατηρήσει ενεργότερο το οικονομικό δαιμόνιο, όσον αφορά τουλάχιστον τα θέματα του κρατικού χρέους,. Ίσως αυτό να οφείλεται στη σχετικά πρόσφατη ανάμνηση της νομισματικής κρίσης τους 1992-1993 ή λόγω της προεδρίας της Λέσχης των Παρισίων. Λέσχης που συντονίζει τις συζητήσεις για τα θέματα κρατικού χρέους. Παρόλα αυτά ακόμα και αυτή η αντεπιδρώσα τάση που δημιουργεί η γαλλική εμπειρία είναι ανεπαρκής για να καλύψει το κενό ανάμεσα στα θέματα που η λύση τους ανάγεται στην ΕΕ σαν σύνολο, και σε αυτά που αποκλειστικά χρήζουν εθνικής πολιτικής διευθέτησης. Εν τέλει η σύγχυση που δημιουργήθηκε και συνεχίζει να δημιουργείται από τους όρους restructuring, reprofiling, rollover όσον αφορά το χρέος, καθώς και από την πιθανότητα συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα έχει προκαλέσει μεγαλύτερο κακό από όλες τις υποβαθμίσεις πιστοληπτικής ικανότητας μαζί .

Για να είναι οι πολιτικές αποφάσεις ορθολογικές θα περιμέναμε ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες θα λάμβαναν υπόψη όλες τις ομάδες ενδιαφερομένων που επηρεάζει το αποτέλεσμα. Αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες το επίκεντρο βρίσκεται στις ανάγκες της κάθε επιμέρους εγχώριας ομάδας. Όσο συμβαίνει αυτό, είναι φυσικό για τους Γερμανούς ηγέτες να κατανοούν τους κατόχους ομολόγων ως εχθρικές ξένες δυνάμεις, παρά ως μια ομάδα που πρέπει να ενσωματωθεί με κάποιο τρόπο στην διαδικασία λήψης αποφάσεων. Από αυτή την άποψη, η κρίση της Ευρωζώνης είναι τόσο θεσμική, όσο και οικονομική ή φορολογική, και αυτό κάνει την τελική επίλυση της ακόμα πιο δύσκολη.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ