Ο καρκίνος του προστάτη απασχολεί σημαντικά μεγάλο τμήμα του ανδρικού πληθυσμού ηλικίας άνω των 55 ετών.
Η πρώιμη διάγνωση του προστατικού καρκίνου εξασφαλίζει υψηλά ποσοστά ριζικής θεραπείας καθώς οι επιτυχημένοι θεραπευτικοί χειρισμοί είναι εφικτοί όσο η ασθένεια περιορίζεται στα όρια του αδένα. Αντίθετα, η διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου σε καθυστερημένο στάδιο έχει φτωχά αποτελέσματα και συνεπάγεται αύξηση της νοσηρότητας, της θνησιμότητας και του θεραπευτικού κόστους.
Η εφαρμογή μαζικού συστηματικού ελέγχου για την ανίχνευση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) οδήγησε σε σημαντική αύξηση του ρυθμού διάγνωσης του προστατικού καρκίνου. Πολλοί από αυτούς τους καρκίνους έχουν αργή λανθάνουσα πορεία, με χαμηλό βαθμό κακοήθειας και δεν χρειάζονται θεραπευτικούς χειρισμούς, ενώ ορισμένοι είναι βιολογικά επιθετικοί και επιβάλλεται να αντιμετωπισθούν.
Αποτελεί συνηθισμένη πρακτική οι ασθενείς με ύποπτο ρυθμό αύξησης ή οριστικά παθολογική τιμή του PSA να υποβάλλονται σε διορθικό υπερηχογράφημα και τυφλή – τυχαία βιοψία με δειγματοληψία από πολλαπλά σημεία του αδένα. Η μέθοδος έχει αρκετές φορές επιτυχημένο αποτέλεσμα ωστόσο χαρακτηρίζεται από αξιόλογο ποσοστό ψευδώς αρνητικών ευρημάτων καθώς δεν είναι εφικτό να ελεγχθεί ο αδενικός προστατικός ιστός σε όλη του την έκταση.
Οι σχετικά πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις κατέστησαν την απεικόνιση του προστάτη αδένα με μαγνητικό συντονισμό ένα πανίσχυρο όπλο στην διάγνωση του καρκίνου του προστάτη με την υψηλότερη μέχρι σήμερα διαγνωστική ακρίβεια και σημαντική ελάττωση των ψευδώς αρνητικών ελέγχων των προαναφερθέντων μεθόδων.
Εδώ θα εξηγήσουμε τις δυνατότητες της πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας του προστάτη στην διάγνωση του εντοπισμένου προστατικού καρκίνου με έμφαση στην δυνατότητα της μεθόδου να εκτιμά το βαθμό επικινδυνότητας της νόσου βελτιώνοντας έτσι την επιτυχή έκβαση των θεραπευτικών χειρισμών.
Η εξέταση ονομάζεται πολυπαραμετρική διότι μας παρέχει τόσο ανατομικές όσο και λειτουργικές πληροφορίες. Οι ανατομικές πληροφορίες της μαγνητικής τομογραφίας του προστάτη είναι μακράν οι λεπτομερέστερες έναντι οποιαδήποτε άλλης απεικονιστικής μεθόδου και μας εξασφαλίζουν την δυνατότητα αναγνώρισης της ύποπτης περιοχής ακόμη και εάν πρόκειται για βλάβη ολίγων χιλιοστών.
Εν συνεχεία, η ύποπτη ή ύποπτες εστίες αξιολογούνται περαιτέρω με ειδικές τεχνικές οι οποίες μας παρέχουν λειτουργικές πλέον πληροφορίες σχετικές με το πλήθος των μη φυσιολογικών κυττάρων (κυτταροβρίθεια) και το βαθμό αιμάτωσης τους. Με δεδομένο ότι ο καρκίνος χαρακτηρίζεται από ανώμαλα πολλαπλασιαζόμενα κύτταρα, έχει δηλαδή υψηλή κυτταροβρίθεια και ταυτόχρονα από την δημιουργία νέων αγγείων τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των νεοπλασματικών κυττάρων, οι λειτουργικές πληροφορίες έρχονται να ενισχύσουν ή να αποδυναμώσουν τον βαθμό επικινδυνότητας της ύποπτης περιοχής που υπέδειξε η συμβατική απεικόνιση (ανατομική πληροφορία). Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι, ακριβώς λόγω αυτών των δυνατοτήτων η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία όχι μόνο έχει την δυνατότητα να εντοπίζει καλύτερα από όλες τις άλλες μεθόδους την ύποπτη εστία αλλά και να υποθέσει τον βαθμό επικινδυνότητας της βλάβης με αποτέλεσμα οι χαμηλού κινδύνου αλλοιώσεις να υποβάλλονται σε συστηματική παρακολούθηση και οι υψηλότερου κινδύνου να οδηγούνται σε βιοψία. Στην τελευταία, ωστόσο, περίπτωση πρόκειται πλέον για στοχευμένη βιοψία στην ύποπτη εστία σε αντίθεση με την τυχαία – τυφλή βιοψία από πολλαπλά σημεία του αδένα με το γνωστό αξιόλογο ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων αλλά και τον αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας από τους θεραπευτικούς χειρισμούς.
Ένα άλλο ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημα της μεθόδου είναι συμβολή της στην σταδιοποίηση του καρκίνου. Ο συνδυασμός των ανατομικών και λειτουργικών πληροφοριών μπορεί να εκτιμήσει ενδεχόμενο διήθησης του ανατομικού περιβλήματος του προστάτη (κάψα) και την πιθανή εξωπροστατική επέκταση του νεοπλάσματος.
Πρόκειται για θεμελιώδους σημασίας πληροφορία με βάση την οποία ο χειρουργός – ουρολόγος θα καθορίσει την έκταση του χειρουργείου, αποφασίζοντας εάν θα εξαιρέσει ή θα διατηρήσει τα αγγειονευρώδη δεμάτια (τα νεύρα) από την ακεραιότητα των οποίων εξαρτάται η στυτική λειτουργία του ασθενούς.
Συμπερασματικά, η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τα μειονεκτήματα της παραδοσιακής διαγνωστικής προσέγγισης συνδυασμού του παθολογικού PSA με υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη τυχαία – τυφλή βιοψία, εξασφαλίζοντας υψηλή προγνωστική αξία, ελαχιστοποίηση των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων, πρόβλεψη του βαθμού επιθετικότητας του νεοπλάσματος με αποφυγή άσκοπων χειρουργικών επεμβάσεων και λεπτομερή σταδιοποίηση της νόσου για την ορθή επιλογή της θεραπευτικής στρατηγικής.
του Ευστράτιου Γεωργιάδη, Διευθυντή του Εργαστηρίου Ιατρικών Απεικονίσεων & Τομεάρχη Εργαστηριακού Τομέα, Ερρίκος Ντυνάν HospitalCenter