Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη της πρότασης του Μωάμεθ Β' για παράδοση της Πόλης.
«Ο πόλεμος δεν σταματούσε ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα, οι συμπλοκές, οι συρράξεις, οι ακροβολισμοί, καθώς ο αμηράς έλπιζε ότι εφόσον εμείς ήμασταν λίγοι και πολύ αποκαμωμένοι, εύκολα θα καταλάμβανε την Πόλη, οπότε δεν μας άφησε καθόλου να ξεκουραστούμε» γράφει ο Σφραντζής.
Όπως αναφέρει ωστόσο, «ήταν αξιοθαύμαστο το ότι, όντας χωρίς πολεμική εμπειρία, νικούσαμε, ενώ καταφέρναμε πράγματα υπεράνω των δυνάμεών μας, εξαιτίας της μεγαλοψυχίας και της γενναιότητάς μας. Εκείνοι γέμιζαν τις τάφρους καθ' όλη την ημέρα, ενώ εμείς ανεβάζαμε από μέσα τους τα υλικά και τα ξύλα καθ' όλη τη νύχτα, οπότε τα ορύγματα των τάφρων παρέμεναν όπως ήταν και πρωτύτερα. Τους πύργους που χαλούσαν τους επισκευάζαμε αμέσως, χρησιμοποιώντας καλάθια και ξύλινα δοχεία οίνου και άλλα ξύλινα αντικείμενα γεμάτα με χώμα».
Παράλληλα, ήταν σε εξέλιξη εργασίες υπονόμευσης των τμημάτων των τειχών, στα σημεία όπου το έδαφος προσφερόταν για κάτι τέτοιο, ενώ πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες – ανεπιτυχείς- επιθετικές ενέργειες του οθωμανικού στόλου. Ο κύριος βομβαρδισμός φαίνεται ότι άρχισε κατά τις 11 με 12 Απριλίου, αρχίζοντας με βολή του «τέρατος», του κανονιού του Ούγγρου Ουρβανού. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις υπονόμευσης των τειχών, ο Σφραντζής αναφέρει ότι «κάποιος Ιωάννης Γερμανός» (μάλλον αναφερόμενος στον Γιοχάνες Γκραντ), έμπειρος στις πολεμικές τεχνικές και στη χρήση του υγρού πυρός, αντιλήφθηκε τις επιχειρήσεις και έσκαψε άλλη τρύπα, αντίθετης φοράς, την οποία γέμισε με υγρό πυρ, κατακαίοντας τους Οθωμανούς σκαπανείς. Παράλληλα, ο Μωάμεθ προέβαινε και σε άλλες ενέργειες, όπως η κατασκευή ενός μεγάλου πολιορκητικού πύργου (ελέπολις) κ.α., ενώ παράλληλα διεξάγονταν επιχειρήσεις περιμετρικά της πόλης, όπως η κατάληψη δύο φρουρίων εκτός της Κωνσταντινούπολης (Θεράπειο και Στουδίου), καθώς και των Πριγκιποννησίων.
Ο Σφραντζής δίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα της μάχης.
«Πρώτα λοιπόν με εκείνο το φοβερό τηλεβόλο χτύπησαν σφοδρά και έριξαν στο έδαφος τον πύργο που βρισκόταν δίπλα στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, κι ευθύς έσυραν το ίδιο τηλεβόλο και το έστησαν επάνω από το όρυγμα, οπότε η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και φρικαλέα. Ξεκίνησε πριν από την ανατολή του ήλιου και κράτησε για ολόκληρη την ημέρα. Πότε λοιπόν αγωνίζονταν δυνατά στη συμπλοκή και στη σύρραξη, πότε έριχναν στην τάφρο τα ξύλα, τα άλλα υλικά και τα χώματα που υπήρχαν μέσα στην ελέπολη...οι δικοί μας τους παρεμπόδιζαν γενναία και πολλές φορές τους κατακρήμνιζαν από τις κλίμακες και κατέκοψαν μερικές ξύλινες κλίμακες και καρτερικά οι εχθροί αποκρούστηκαν πολλές φορές μέσα σ'εκείνη την ημέρα».
Άξιον αναφοράς ήταν το ότι, ενώ το οθωμανικό πυροβολικό σφυροκοπούσε τα τείχη, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα δικά τους κανόνια- ούτως ή άλλως κατά πολύ μικρότερα των οθωμανικών, καθώς διαπιστώθηκε ότι προκαλούνταν ζημιές στα ίδια τα τείχη (Νίκος Νικολούδης, «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης»).
Στις 12 Απριλίου κατέφθασε ο οθωμανικός στόλος από την Καλλίπολη, αγκυροβολώντας στο Διπλοκιόνιο. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, ανάμεσα στις 12 και τις 18 του μήνα δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο, αν και ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ασταμάτητος (σημειώνεται πως σοβαρές ζημιές υπέστη και το κανόνι του Ουρβανού). Ωστόσο, είχε μειωθεί η αποτελεσματικότητά του, λόγω ελλιπούς στόχευσης.
«Και τα δύο μέρη εκτόξευαν βέλη και πυροβολούσαν με μακριά και βαριά αρκεβούζια. Αυτά τα αρκεβούζια ήταν σπάνιο είδος και ούτε οι Τούρκοι ούτε οι Έλληνες είχαν αρκετά. Και πάλι όμως, οπως κατηγορηματικά αναφέρει ο Μπάρμπαρο, οι Έλληνες είχαν περισσότερα από τους Τούρκους. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες που τα χειρίζονταν ήταν τοποθετημένοι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου είχαν συγκεντρωθεί επίλεκτοι άνδρες υπό τις διαταγές του Ιουστινιάνη, για να πολεμήσουν κάτω από το βλέμμα του αυτοκράτορα».
Σε γενικές γραμμές, το πρώτο διάστημα η άμυνα διεξαγόταν με επιτυχία. Στις 18 Απριλίου έλαβε χώρα μεγάλη επίθεση στο Μεσοτείχιο- ωστόσο, όπως γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν στο «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453», η αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών δεν μέτρησε καθόλου, καθώς το σημείο ήταν στενό, ενώ οι Βυζαντινοί στρατιώτες διέθεταν ανώτερη θωράκιση και πάνω από όλα τις ηγετικές ικανότητες του Ιουστινιάνη. Η επίθεση αποκρούστηκε επιτυχώς, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους. Ακόμη, στις 20 Απριλίου έλαβε χώρα ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα επεισόδια της πολιορκίας: Η διάσπαση του κλοιού από μικρή δύναμη πλοίων υπό τον Φλαντανελά.
Ο Σφραντζής περιγράφει: «Ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία πλοία της Λιγουρίας (Γένοβας) φορτώθηκαν στην Χίο, έπεσαν σε βολικό άνεμο και κατέπλευσαν προς εμάς. Καθώς έρχονταν, συνάντησαν καθ'οδόν και ένα άλλο βασιλικό πλοίο, από τη Σικελία, που ερχόταν φορτωμένο με σιτάρι. Κάποια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη. Το πρωί, όταν οι τριήρεις του αμηρά, που φύλαγαν την περιοχή, αντιλήφθηκαν τα πλοία, όρμησαν με χαρά εναντίον τους...αφού πλησίασαν και και άρχισε η ναυμαχία...αρχικά έπλευσαν με αλαζονεία εναντίον του βασιλικού πλοίου, το οποίο τα υποδέχτηκε πολύ άσχημα, προσβάλλοντάς τα εξαρχής με τηλεβόλα και βέλη και πέτρες....ο αμηράς, θεωρώντας ότι ένας τόσο καλά εξοπλισμένος και τόσο μεγάλος στόλος δεν κατάφερνε τίποτα αξιόλογο, αλλά μάλλον υστερούσε, έτριζε τα δόντια του, έβριζε τους δικούς του και τους αποκαλούσε δειλούς στην καρδιά».
Το βράδυ, τα βυζαντινά πλοία μπόρεσαν να μπουν στο λιμάνι, γεγονός ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους πολιορκημένους.
Το περιστατικό εξόργισε ιδιαίτερα τον Μωάμεθ Β' (ο Μπαλτόγλου δέχτηκε 100 ραβδισμούς και έχασε το ένα του μάτι- επρόκειτο για την ποινή που του επιβλήθηκε για την ταπείνωση, αφού ο σουλτάνος ανακάλεσε την αρχική απόφαση θανάτωσής του) η απάντηση του οποίου ήταν άμεση: Μέσω της κατασκευής ξύλινης εξέδρας και της χρήσης τροχών, τα οθωμανικά πλοία προσπέρασαν από την στεριά την αλυσίδα, διεισδύοντας στον Κεράτιο Κόλπο. Ο αριθμός των πλοίων που πέρασαν με αυτόν τον τρόπο κυμαίνεται από 20 μέχρι 80, με τον Μιγιάτοβιτς να καταλήγει στα 30. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό γεγονός για τους πολιορκημένους, ειδικά μετά την αναπτέρωση του ηθικού από το κατόρθωμα του Φλαντανελά. «Όμως ο αυτοκράτορας δεν απελπίστηκε. Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν η ανάγκη να σταλούν κι άλλοι άντρες στο βορειοανατολικό τείχος, για να το υπερασπιστούν σε μια ενδεχόμενη επίθεση σε εκείνο το σημείο».
Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, ενώ στο εσωτερικό της πόλης γινόταν όλο και πιο αισθητή η έλλειψη τροφίμων και οι υπερασπιστές κουράζονταν από την έλλειψη τροφίμων. Ακόμη, διαμάχες σημειώνονταν μεταξύ Ενετών και Γενουατών, καθώς οι πρώτοι κατηγορούσαν τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό, λόγω της στάσης των Γενουατών στον Γαλατά. Πολλοί ήταν αυτοί που συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να διαφύγει, πρόταση που ο Παλαιολόγος απέρριπτε. Ένα σχέδιο για την πυρπόληση των οθωμανικών πλοίων που βρίσκονταν πλέον μέσα στον Κεράτιο απέτυχε, καθώς προδόθηκε στο στρατόπεδο των πολιορκητών, από κάποιον Φαγιούτσο.
Η επόμενη μεγάλη επίθεση έλαβε χώρα, όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, επικαλούμενος Σλάβο χρονικογράφο της πολιορκίας (Σλαβικό Χρονικό), την 1η Μαΐου, μετά από επικέντρωση πυρών πυροβολικού σε συγκεκριμένο σημείο των τειχών, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία εν τέλει αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη. Οι επόμενες ημέρες χαρακτηρίστηκαν από ανταλλαγές πυρών, χωρίς να λαμβάνει χώρα κάποια γενικευμένη επίθεση. Σημειώνεται ότι, στο μεταξύ, κυκλοφορούσε στο εσωτερικό της Πόλης η φήμη περί ενισχύσεων από τη Δύση, και ειδικότερα από τη Νάπολη και τη Βενετία, που ο αυτοκράτορας φρόντισε να ενισχύσει αποστέλλοντας μικρό πλοίο για να ζητήσει βοήθεια. Τη νύχτα της 4ης προς την 5η Μαΐου έλαβε χώρα μια ακόμα ανεπιτυχής προσπάθεια καταστροφής των οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο και στις 6 Μαΐου έλαβε χώρα σκληρότατο σφυροκόπημα των θέσεων στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία διήρκεσε και τη νύχτα και την επόμενη ημέρα, και ακολουθήθηκε από έφοδο το βράδυ της 7ης Μαΐου. Στην απόκρουση της επίθεσης πρωτοστάτησε ο Ιουστινιάνης, καθώς και ένας φημισμένος στρατιωτικός, ο Ραγκαβής, επικεφαλής ελληνικού σώματος. Ο Ραγκαβής, αναφέρει ο Σλάβος χρονικογράφος τον οποίο επικαλείται ο Μιγιάτοβιτς, απώθησε τους Οθωμανούς από ρήγμαμ και ήρθε αντιμέτωπος με τον Αμίρ Μπέη, τον οποίο και «έκοψε στα δύο», για να σκοτωθεί όμως από τους υπόλοιπους Οθωμανούς στρατιώτες.
Στις 8, 9, 10 και 11 Μαΐου συνεχίστηκαν οι βομβαρδισμοί, ενώ στην Πόλη η απογοήτευση αυξανόταν. Στις 12 του μήνα, τα οθωμανικά κανόνια άνοιξαν ρήγμα στα τείχη της συνοικίας των Βλαχερνών, που ακολουθήθηκε από επίθεση που αποκρούστηκε με δυσκολία. Ακολούθησε πρόταση για έξοδο υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, με σκοπό την αναπτέρωση του ηθικού αλλά και τη συγκέντρωση προμηθειών. Όσο ήταν υπό συζήτηση η συγκεκριμένη πρόταση, στην οποία αντιτάχθηκαν ο Λουκάς Νοταράς και ο έπαρχος της Πόλης, Νικόλαος Γουδέλης, κατέφθασε αγγελιοφόρος ο οποίος ενημέρωσε το πολεμικό συμβούλιο ότι οι Οθωμανοί βρίσκονταν στα τείχη πίσω από τη συνοικία των Βλαχερνών. Για την απόκρουση της επίθεσης έσπευσε επί σκηνής ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ο οποίος και απέκρουσε τους εισβολείς, οι οποίοι είχαν καταφέρει να μπουν στο εσωτερικό της πόλης. «Αν δεν είχε φτάσει ο αυτοκράτορας με βοήθεια, εκείνη τη νύχτα θα βλέπαμε την τελική καταστροφή μας» σημειώνει ο Σλάβος χρονικογράφος.
Ο βομβαρδισμός συνεχίσηκε και τις επόμενες ημέρες. Στις 18 Μαΐου έλαβε χώρα επίθεση με πολιορκητικό πύργο (ελέπολη) στη Χαρσία Πύλη. Το βράδυ της ημέρας εκείνης, ο αυτοκράτορας και ο Ιουστινιάνης κατάφεραν, με μια παράτολμη επιχείρηση, να πυρπολήσουν τον πύργο, προκαλώντας- σύμφωνα με τον Μιγιάτοβιτς- ακόμα και τον θαυμασμό του ίδιου του Μωάμεθ του Β', ο οποίος στις 21 Μαΐου (ή στις 23) έστειλε πρέσβη στην Πόλη, ζητώντας την παράδοσή της και υποσχόμενος ότι θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να αποχωρήσει με τα υπάρχοντά του, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Εκεί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδωσε την απάντηση η οποία έμελλε να μείνει στην ιστορία:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στο οθωμανικό στρατόπεδο και ορίστηκε μεγάλη επίθεση για τη νύχτα της 29ης Μαΐου.
Η τελική επίθεση και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Οι υπερασπιστές της πολιορκημένης Πόλης είχαν αντιληφθεί πως επίκειται μεγάλη επίθεση, ενώ επίσης και στο οθωμανικό στρατόπεδο κυκλοφορούσαν φήμες περί κήρυξης πολέμου από τους Ούγγρους και επίθεσης ισχυρής ουγγρικής δύναμης υπό τον Ιωάννη Ουνιάδη στην Αδριανούπολη, αλλά και επίθεσης λατινικού στόλου στα Δαρδανέλλια. Στις 27 Μαΐου, σε συμβούλιο, ο Χαλίλ Πασάς, Μέγας Βεζίρης- ο οποίος γενικότερα ήταν της άποψης ότι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερα από τα οφέλη του όλου εγχειρήματος της πολιορκίας- επιχειρηματολόγησε υπέρ της επίλυσης της πολιορκίας, έχοντας απέναντί του τον πιο σκληροπυρηνικό Ζαγανό. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, η απόφαση του σουλτάνου ήταν να γίνει η επίθεση και να αποσυρθεί εάν δεν πετύχαινε. Στις 28 Μαΐου έγινε η τελευταία χριστιανική ακολουθία στην Αγία Σοφία, με τον αυτοκράτορα να προτρέπει σε έναν πύρινο λόγο τον λαό να αντισταθεί γενναία.
«Αφήνω μόνον, το ταπεινωμένο σκήπτρο μου στα χέρια σας, για να το φυλάξετε με καλή διάθεση. Σας παρακαλώ και για κάτι άλλο, και προσεύχομαι στην αγάπη σας, ώστε να δείξετε την πρέπουσα τιμή και υποταγή στους στρατηγούς και τους δημάρχους και στους εκατοντάρχους σας, καθένας κατά την τάξη του και το τάγμα του και την υπηρεσία του. Και να γνωρίζετε και τούτο: εάν με την καρδιά σας τηρήσετε όσα σας πρόσταξα, ελπίζω στον Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Στην συνέχεια, απομένει για εμάς και ο ουράνιος αδαμάντινος στέφανος, καθώς και η εγκόσμια αιώνια και άξια ανάμνηση» κατέληξε ο λόγος, όπως τον μεταφέρει ο Σφραντζής.
Ο αυτοκράτορας επέστρεψε στη θέση του, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, και η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ, μεταξύ 01.00 και 02.00. Η επίθεση εκδηλώθηκε από τρεις πλευρές συγχρόνως. Το πρώτο κύμα επίθεσης, που απαρτιζόταν από ατάκτους κυρίως, αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη που διήρκεσε μία ώρα. Ακολούθησε το δεύτερο, που απαρτιζόταν από μισθοφόρους, επαγγελματίες στρατιώτες και οι υπερασπιστές της πύλης του Αγίου Ρωμανού, οι οποίοι πολεμούσαν πάνω από δύο ώρες, άρχισαν να κλονίζονται- ωστόσο ο αυτοκράτορας κάλεσε ενισχύσεις, και στο σημείο έσπευσαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, με αποτέλεσμα ξανά την απώθηση των Οθωμανών- με τον αυτοκράτορα να εμψυχώνει τους πολεμιστές του, καθώς έβλεπε τους πολιορκητές να χάνουν τη θέλησή τους για μάχη. «Για τ'όνομα του Θεού, δείξτε γενναιότητα! Βλέπω τον εχθρό να υποχωρεί άτακτα!Αν θέλει ο Θεός, η νίκη θα είναι δική μας!», ήταν η παραίνεσή του, όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς. Το τρίτο κύμα απαρτιζόταν από τις πλέον εμπειροπόλεμες μονάδες του οθωμανικού στρατεύματος: Τους γενίτσαρους και τους σπαχήδες.
Ο Σφραντζής περιγράφει τις τελευταίες δραματικές στιγμές, που έκριναν τη μάχη.
«Όταν η δική μας παράταξη άρχισε να κάμπτεται, ξεπήδησαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, άνδρες άριστοι, και νίκησαν τους Αγαρηνούς, τους έδιωξαν από τα τείχη, κακήν κακώς τους κατακρήμνισαν και τους διασκόρπισαν...εκεί βρέθηκε έφιππος και ο βασιλιάς, δίνοντας θάρρος και εξεγείροντας τους στρατιώτες ώστε να μάχονται με προθυμία...και ενώ αυτά έλεγε ο βασιλιάς, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, που ήταν και στρατηγός, πληγώθηκε στα σκέλια, στο δεξί πόδι, από ένα βέλος τόξου...έφυγε από εκεί όπου βρισκόταν...ο βασιλιάς του είπε πολλά, αλλά εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο πέρασε στον Γαλατά και εκεί πέθανε ντροπιασμένος, μέσα στην πίκρα και στην περιφρόνηση» (σύμφωνα με άλλες αναφορές, ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε από αρκεβούζιο, και υποσχέθηκε στον Παλαιολόγο – ο οποίος παρατήρησε ότι το τραύμα του δεν ήταν τόσο σοβαρό, και έκπληκτος τον ρώτησε τι κάνει: «αδελφέ, γιατί το έκανες αυτό; Γύρισε στη θέση σου, δεν είναι τίποτε αυτή η πληγή!»- ότι θα επέστρεφε στη θέση του μόλις φρόντιζε το τραύμα. Κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν ότι δεν πέθανε στον Γαλατά, αλλά στη Χίο).
Η σύγχυση που επέφερε στους υπερασπιστές της Πόλης ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη έδωσε θάρρος στους Οθωμανούς, οι οποίοι πραγματοποίησαν νέα έφοδο, κερδίζοντας τα τείχη. «Έγινε τόσο μεγάλο το πλήθος των εχθρών που ανέβηκε πάνω, ώστε διασκόρπισε τους δικούς μας...έτσι είχαν τα πράγματα όταν από μέσα και από έξω και από τα μέρη του λιμανιού ακούστηκε κάποια φωνή: “έπεσε το φρούριο και πάνω στους πύργους έστησαν τα εμβλήματα και τις σημαίες τους!” Αυτή η φωνή έτρεψε σε φυγή τους δικούς μας και έδωσε θάρρος στους εχθρούς».
Επρόκειτο για το γνωστό «εάλω η Πόλις» - και κάπου εδώ υπεισέρχεται και η ιστορία της Κερκόπορτας, η οποία φέρεται να είχε χρησιμοποιηθεί για εξόδους/ επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και, αν και είχε φρουρούς, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Κατά την επίθεση, φέρεται να βρέθηκε από μια ομάδα Οθωμανών στρατιωτών, οι οποίοι μπήκαν, σκότωσαν τους φρουρούς και κατέλαβαν τον κοντινότερο πύργο, προκαλώντας πανικό, ενώ ταυτόχρονα έμπαιναν και άλλοι εισβολείς μέσα, που προσπάθησε να σταματήσει μάταια ο Λουκάς Νοταράς.
«Όταν τα είδε αυτά ο δυστυχής βασιλιάς και αφέντης μου, με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό και προέτρεπε τους στρατιώτες να δείξουν μεγαλοψυχία. Δεν υπήρχε όμως καμιά ελπίδα συνδρομής ή βοήθειας. Κέντρισε, τότε, τον ίππο του και καλπάζοντας έφτασε στο σημείο από όπου ερχόταν το πλήθος των ασεβών και από την πρώτη συμπλοκή κατακρήμνισε τους ασεβείς από τα τείχη, γεγονός που ήταν παράξενο και θαυμάσιο για όσους έτυχε να βρεθούν εκεί και να το δουν. Βρυχώμενος σαν λιοντάρι και κρατώντας το γυμνό ξίφος στο δεξί χέρι του κατέσφαξε πολλούς από τους εχθρούς, ενώ το αίμα έρρεε σαν ποτάμι από τα πόδια του και τα χέρια του» γράφει ο Σφραντζής, εξιστορώντας τις τελευταίες στιγμές του τελευταίου αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- και μνημονεύοντας παράλληλα τα ανδραγαθήματα και άλλων μαχητών, όπως του δον Φραγκίσκο Τολέδο, του Ιωάννη Δαλμάτη και του Παύλου και του Τρωίλου, των Ιταλών αδελφών.
«Έτσι λοιπόν οι εχθροί κυρίευσαν όλη την Πόλη».