Η τρομακτική περιπέτεια του Ντάγκλας Μόουσον στην Ανταρκτική [εικόνες] - iefimerida.gr

Η τρομακτική περιπέτεια του Ντάγκλας Μόουσον στην Ανταρκτική [εικόνες]

Η τρομακτική περιπέτεια του Ντάγκλας Μόουσον στην Ανταρκτική [εικόνες]
NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Πολλές ιστορίες έχουν ακουστεί για τους εξερευνητές που πήγαν να εξερευνήσουν την παγωμένη Ανταρκτική, ωστόσο η λιγότερο γνωστή και ταυτόχρονα πιο εντυπωσιακή ιστορία επιβίωσης απ' όλες είναι αυτή του Αυστραλού Ντάγκλας Μόουσον μέλος μίας 31μελούς ομάδας εξερεύνησης της Ανταρκτικής το 1912.

Η Αυστραλιανή επιχείρηση εξερεύνησης της Ανταρκτικής (AAE) επιδίωξε την πιο φιλόδοξη και παράτολμη για τα δεδομένα της εποχής εξερεύνηση της παγωμένης ερήμου, ενώ ο πιο ατρόμητος από όλους τους εξερευνητές της επιχείρησης, ήταν ο 30χρονος Ντάγκλας Μόουσον, ο οποίος μαζί με δύο εκλεκτούς συνεργάτες του 29χρονο Ελβετό πρωταθλητή του σκι Χαβιε Μερτζ και τον 25χρονο στρατιωτικό Μπελγκρειβ Νινις,αποφάσισε να φτάσει εκεί που κανένας άλλος δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι σήμερα.

Ο Μόουσον ήταν αποφασισμένος να ανακαλύψει ότι μπορούσε για την μήκους 2000 μιλίων λωρίδα της Ανταρκτικής που ήταν terra incognita, και να βγάλει από αυτή τα περισσότερα επιστημονικά συμπεράσματα που είχαν ληφθεί ποτέ σε επιστημονικό ταξίδι, όσον αφορά τη γεωλογία, τη μετεωρολογία, τον μαγνητισμό, τη βιολογία και την ατμοσφαιρική επιστήμη.

Έχοντας χτίσει μια καλύβα στις όχθες ενός όρμου που ονόμασαν Κοινοπολιτεία Bay, οι άνδρες αποφάσισαν να εγκατασταθούν προσωρινά πάνω σε αυτό που αργότερα αποδείχθηκε ότι είναι το πιο θυελλώδες μέρος στη Γη (τουλάχιστον στο επίπεδο της θάλασσας), με ριπές ανέμων έως 200 mph. Κατά καιρούς, οι θύελλες ήταν τόσο ισχυρές που παρέσερναν τους 3 άνδρες πάνω στον πάγο.

Το ταξίδι ωστόσο είχε ξεκινήσει καλά και όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, όταν μυστήρια πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν. Αρχικά ο Μόουσον είδε στον ύπνο του τον πατέρα του πολύ άρρωστο (ενώ είχε αφήσει υγιείς και τους δύο γονείς του στην Αυστραλία φεύγοντας). Στη συνέχεια τα σκυλιά άρχισαν να αρρωσταίνουν, ενώ ένα από αυτά (που είχε μόλις γεννήσει) καταβρόχθισε τα μωρά του.

Η τύχη για τους τρεις εξερευνητές άρχισε να στερεύει και ειδικά για τον Νίνις, ο οποίος έπαθε τύφλωση χιονιού (έγκαυμα του κερατοειδούς του ματιού λόγω παρατεταμένης έκθεσης στις υπεριώδεις ακτινοβολίες που αντανακλώνται στο χιόνι), έπαθε κρυοπάγημα που εξελίχθηκε σε γάγγραινα στο ένα δάχτυλο και αναγκάστηκαν να το αφαιρέσουν (χωρίς αναισθητικό) ενώ αρκετές φορές έπεφτε σε τρύπες ανάμεσα στα κομμάτια πάγου γλυτώνοντας πάντα τελευταία στιγμή.

Στις 14 Δεκεμβρίου του 1912, ήδη 35 μέρες εκτεθειμένοι στο πολικό ψύχος, το τρίο είχε φθάσει σε ένα σημείο περίπου 300 μίλια μακριά από την καλύβα. Οι άνδρες είχαν περάσει δύο μεγάλους παγετώνες και δεκάδες κρυφούς «αόρατους» γκρεμούς καμουφλαρισμένους με πολύ λεπτό στρώμα πάγου. Λίγο μετά το μεσημέρι εκείνη την ημέρα, ο Μερτζ έκανε σκι εξερευνώντας την πλαγιά, όταν εντόπισε έναν ακόμα «αόρατο» γκρεμό. Ο Μόουσον θεώρησε ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό και τον διέσχιε προσεκτικά με το έλκηθρο. Ο Νίνις τον ακολούθησε αλλά διέσχισε το στρώμα λεπτού πάγου κάθετα κι όχι διαγώνια όπως έπρεπε.

Όταν ο Μόουσον γύρισε και κοίταξε πίσω του, το μόνο που είδε ήταν τα ίχνη από το δικό του έλκηθρο και πίσω από αυτά, τον γκρεμό να έχει ανοίξει αποκαλύπτοντας το χάος. Μετά από αρκετές ώρες ψαξίματος και μάταιων προσπαθειών, ο Μόουσον και ο Μερτζ αποδέχτηκαν ότι ο Νίνις ήταν πλέον νεκρός παρασέρνοντας μαζί του στο χάος, τα περισσότερα τρόφιμα, τα έξι καλύτερα χάσκι τους και τον εξοπλισμό της σκηνής τους.

Οι δύο άνδρες θα είχαν πεθάνει από την πρώτη νύχτα αν δεν είχαν φτιάξει το αυτοσχέδιο καταφύγιο: με τη θερμοκρασία στο 0, έστησαν μια υποτυπώδη τέντα και έριξαν τα sleeping bags στο χιόνι για να κοιμηθούν.

Τις πρώτες μέρες τα πήγαιναν πολύ καλά, καλύπτοντας μεγάλη χιλιομετρική απόσταση, ωστόσο τα προβλήματα δεν άργησαν να έρθουν. Μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες τα σκυλιά άρχισαν να πεθαίνουν ένα προς ένα και κάποια άλλα δεν είχαν δυνάμεις να τραβήξουν το έλκηθρο και οι εξερευνητές αναγκάστηκαν να τα θανατώσουν. Στη συνέχεια, απελπισμένοι άρχισαν να συσσωρεύουν τις μικροσκοπικές προμήθειές τους: κρέας απεξηραμένο, μπισκότα, σταφίδες, κακάο και τρέφονταν με το κρέας των χάσκι που θανάτωσαν, τα υπολείματα των οποίων έδιναν στα άλλα σκυλιά προσπαθώντας να τα κρατήσουν γερά.

Ήταν πλέον Χριστούγεννα. Μέχρι τώρα μόνο δύο σκυλιά μπορούσαν να τραβήξουν το έλκηθρο και οι εξερευνητές αναγκάστηκαν να αρχίσουν να πετάνε τον εξοπλισμό τους για να τα διευκολύνουν. Πέταξαν το ορειβατικό τους σχοινί, το τουφέκι, το εφεδρικό έλκηθρο, και, το πιο οδυνηρό, την κάμερα με τις φωτογραφίες του Μόουσον από το ταξίδι.

Λίγες μέρες μετά κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Μέρτζ, ήταν χλωμός και αδύναμος και στις 2 Ιανουαρίου ήταν πλέον ανίκανος να συνεχίσει το ταξίδι. Ο ίδιος ο Μόουσον είχε επίσης πολύ σοβαρά κρυοπαγήματα σε χέρια και πόδια, ωστόσο παρά τον πόνο, έσυρε το έλκηθρο με τον σύντροφό του για 3 περίπου χιλιόμετρα. Εκείνη τη νύχτα, έγραψε στο ημερολόγιό του «Αν δε κάνουμε 8 με 10 μίλια τη μέρα, σε μια ημέρα ή δύο είμαστε καταδικασμένοι. Θα μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου, αλλά δεν μπορώ αφήσω τον Μέρτζ »

Στις 7 Ιανουαρίου, οι άνδρες είχαν ακόμη μπροστά τους 100 μίλια ταξιδιού, αλά όπως ετοιμάζονταν εκείνο το πρωί, ο Μόουσον ανακάλυψε ότι ο συνεργάτης του είχε κάνει την ανάγκη του πάνω του. Τον έγδυσε, τον καθάρισε και τον έβαλε στο sleeping bag και όλο το βράδυ τον φρόντιζε με ζωμό κρέατος και κακάο, αλλά ο Μερτζ βρισκόταν σε ντελίριο: ούρλιαζε, χτυπιόταν και λερωνόταν πάνω του συνέχεια. Στις 8 Ιανουαρίου,πέθανε στον ύπνο του.

Ο Μόουσον έθαψε τον φίλο του μέσα στον υπνόσακο κάτω από το χιόνι με έναν πρόχειρο σταυρό από πόδια έλκηθρου και συνέχισε το δρόμο του. Αργότερα οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η περίεργη ασθένεια του Μερτζ προήλθε από δηλητηρίαση απο υπερβολική δόση βιταμίνης Α από το συκώτι των χάσκι που τρώγανε, σε συνδυασμό με την υποθερμία και την κούραση.

Τώρα όμως απειλούνταν και η ζωή του Μόουσον: Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει, και η φυσική κατάσταση του ήταν απαράδεκτη, με ανοιχτές πληγές στη μύτη, τα χείλη του, και το όσχεο, τα μαλλιά του να πέφτουν και τα πόδια του να «κόβονται» είχε ακόμα 100 χιλιόμετρα ταξίδι. Εκείνο το βράδυ έγραψε: «Φοβάμαι ότι εξαντλήθηκαν οι πιθανότητές μου, αλλά θα κάνω ότι μπορώ με την τελευταία.»

Χρησιμοποιώντας μόνο τη λεπίδα του μαχαιριού έκοψε το έλκηθρο στο μισό και έφτιαξε μια υφασμάτινη τσάντα από το σακάκι του Μερτζ. Τρεις ημέρες μετά το θάνατο του Μερτζ, ο Μόουσον ανακάλυψε με φρίκη ότι τα πέλματα των ποδιών του ήταν εντελώς αποκομμένα από το δέρμα κάτω από αυτά, το οποίο έβγαζε πύον και αίμα. Φόρεσε έξι ζευγάρια κάλτσες αλλά κάθε βήμα ήταν πόνος.

Πλέον όλα ήταν αγώνας δρόμου ενάντια στο χρόνο, και τα χιλιόμετρα. Μια μέρα, οργώνοντας το βαθύ χιόνι, έπεσε σε έναν «αόρατο» γκρεμό σαν αυτόν που είχε χαθεί ο Νίνις. Ξαφνικά βρέθηκε να πέφτει ανεξέλεγκτα μέσα στο χώρο. Στη συνέχεια, ένα άγριο τράνταγμα σταμάτησε τη βουτιά του. Τον έσωσε το σκοινί που τον έδενε με το έλκηθρο, αλλά τώρα ήταν σίγουρος ότι το βάρος του θα τραβήξει το έλκηθρο κάτω. Σκέφτηκε, λοιπόν αυτό είναι το τέλος.

Ως εκ θαύματος, το έλκηθρο κόλλησε στο βαθύ χιόνι, αλλά τώρα έπρεπε να ανέβει, πράγμα δύσκολο: ταλαντευόταν ελεύθερα στο χώρο, οι τοίχοι του γκρεμού ήταν πολύ μακριά για να φτάσει ακόμη και με την ταλάντευση.

Μοναδική ευκαιρία του να ξεφύγει ήταν να τραβήξει τον εαυτό του πάνω με το σχοινί πρόσδεσης. Προνοητικά, είχε δεμένο κόμπους το σχοινί σε τακτά χρονικά διαστήματα. Έπιασε τον πρώτο κόμπο και τραβήχτηκε προς τα πάνω, προς τον επόμενο. Ακόμα και για υγιή άνθρωπο ένας τέτοιος άθλος θα ήταν σχεδόν αδύνατος, ωστόσο η θέλησή του ήταν πιο δυνατή.

Πλέον ο Μόουσον ήταν πεπεισμένος ότι δεν είχε καμία πιθανότητα να επιβιώσει. Ωστόσο, στις 29 Ιανουαρίου ένα μικρό θαύμα έγινε. Ακριβώς βόρεια της διαδρομής του, είδε κάτι σκοτεινό στην ομίχλη. Ήταν ένας σωρός από πέτρες και χιόνι καλυμμένα με ένα μαύρο πανί. Κάτω από το πανί, βρήκε ένα μήνυμα από τρεις συντρόφους από άλλη ομάδα της ΑΑΕ και μια τσάντα τροφίμων. Από το σημείωμα ο Μόουσον κατάλαβε ότι απήχε μόλις 28 μίλια από τη βάση.

Του πήρε δέκα ημέρες για να καλύψει την μικρή απόσταση, μέσα σε μια παρατεταμένη χιονοθύελλα. Επιτέλους, στις 8 Φεβρουαρίου, άρχισε την τελευταία κατάβαση και είδε την βάση. Οι άνδρες ήταν πολύ μακριά για να ακούσουν φωνές του. Επιτέλους ένας από αυτούς κοίταξε και τον είδε στον ορίζοντα.

Όταν τελικά ο Μόουσον έφτασε στην Αυστραλία τον Φεβρουάριο του 1914, τον υποδέχτηκαν σαν εθνικό ήρωα και χρίστηκε ιππότης από το βασιλιά Γεώργιο τον 5ο. Πέρασε το υπόλοιπο της καριέρας του ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ηγήθηκε δύο ακόμα αποστολές στην Ανταρκτική, το έργο της ζωής του έγινε η παραγωγή από 96 δημοσιευμένες εκθέσεις που ενσωματώνονται στα επιστημονικά αποτελέσματα της AAE.

Όταν Μόουσον πέθανε το 1958, όλη ηΑυστραλία θρήνησε τον μεγαλύτερο εξερευνητή της.

Ο Νταγκλας Μόουσον στην αρχή του ταξιδιού

Ο Ντάγκλας Μόουσον όπως έφτασε στη βάση

Ο Χαβιε Μερτζ

Ο Μπελγκρειβ Νινις

Μέλη της ομάδας της ΑΑΕ

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ