Χριστίνα Χριστοφόρου: Η ξεχωριστή εικαστικός μιλάει στον Ευθύμη Φιλίππου - iefimerida.gr

Χριστίνα Χριστοφόρου: Η ξεχωριστή εικαστικός μιλάει στον Ευθύμη Φιλίππου

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

H Χριστίνα Χριστοφόρου είναι μια πολύ ιδιαίτερη καλλιτέχνης που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Τα σκίτσα της -που έχουν μια πολύ γερή δόση χιούμορ (μάλλον σκοτεινού) και θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει αθώα και ρομαντικά (ενώ δεν είναι)-, έχουν εικονογραφήσει κείμενα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, έχουν βρεθεί σε εξώφυλλα βιβλίων (πρόσφατα έφτιαξε για το «Nikolai Gogol» του Ναμπόκοφ που κυκλοφορεί από την Penguin) και κάποια απ’ αυτά τα κυκλοφόρησε μόλις σε βιβλίο με τίτλο «Whose hair?». Τα moleskin της Χριστίνας είναι έργα τέχνης, ένας ολόκληρος κόσμος σε μικρογραφία κλεισμένος σε μερικές λευκές σελίδες… Περισσότερα δείγματα της δουλειάς της μπορεί να βρει κανείς στο www.christinachristoforou.com.

Συνέντευξη: Ευθύμης Φιλίππου. Φωτό: Christian J. Petersen.

Κυρία Χριστοφόρου, μπορείτε να μου μιλήσετε γενικά για διάφορα πράγματα, σας παρακαλώ;

Όταν ήμουν 14 ερωτεύτηκα τον Μάκη που άκουγε Κύματα Πανικού και ήταν ο πιο όμορφος του σχολείου και ο πιο κουλ και άκουγε Pixies, Cure, Smiths και Siouxsie and the Banshees. Τότε ξεκίνησε για μένα η γκοθ περίοδος. Μου έγραφε ραβασάκια αντιγράφοντας στίχους από το «Fire in Cairo» και το «Killing Moon». Τον είχα για θεό και μάλλον ήταν κιόλας. Είχε δύο κολλητούς φίλους, και μ’ αυτούς φτιάξαμε συγκρότημα και παίζαμε διασκευές Cure αλλά και δικά μας κομμάτια, τα οποία παρεμπιπτόντως και τώρα νομίζω ότι είναι ωραία. Ένα βράδυ που παίζαμε στο Αν κλαμπ, ξεκινήσαμε με το «Just like Heaven» των Cure και εγώ που έπαιζα πλήκτρα μπήκα με λάθος νότα. Τεράστια γοτθική ντροπή. Σε εκείνη την ηλικία ήμουνα τόσο αφηρημένη που καταντούσε γραφικό, είχα συνέχεια μια μελαγχολία και χιλιάδες προβλήματα που έψαχνα να βρω ποια ήταν. Όταν άκουσα πρώτη φορά τους στίχους του Morrissey από το «Strangeways here we come», επιτέλους τα βρήκα, και ήταν σαν να βρήκα και ποια ήμουν. Εννοείται ότι οι Smiths θα είναι για πάντα το αγαπημένο μου συγκρότημα. Για τα επόμενα 4 χρόνια φόραγα μαύρα, έβαφα το πρόσωπό μου λευκό, τα μάτια μου μαύρα και τα μαλλιά μου κόκκινα και όταν έβγαινα έβαζα τόση λακ που η φράντζα μου δεν λύγιζε. Όταν έπαιζε το «Alice» των Sisters of Mercy σηκωνόμουν πάντα να χορέψω. Ο μπαμπάς μου είναι καπετάνιος, το λέω πρώτο γιατί αυτή είναι η πιο έντονη ιδιότητά του, κατά τη γνώμη μου. Η σχέση του με τη στεριά ήταν πάντα περίεργη, όπως και η σχέση του με τα αεροπλάνα, τα οποία απλά μισεί. Είναι χαρούμενος άμα από εκεί που είναι φαίνεται από κάπου η θάλασσα, αν και τώρα πια προτιμάει να μην είναι ο ίδιος μέσα. Υπάρχει μια φωτογραφία στο σπίτι που ο πατέρας μου, μάλλον 20 χρονών, στέκεται μπροστά από ένα σκυλόψαρο που έχει ψαρέψει. Εννοείται ότι υπάρχει και δική μου φωτογραφία, μάλλον 3 χρονών, πάνω στο πλοίο του να φοράω το καπέλο του καπετάνιου πολύ περήφανη. Η κάρτα του γράφει Captain Kyriakos Christoforou. Όταν ήμουν πολύ μικρή τον έβλεπα σπάνια, και κάθε φορά μου φαινότανε σαν μεταμφιεσμένος. Έφευγε με μούσια, γύρναγε με μουστάκι, έφευγε σκέτος και γυρνούσε με κασκέτο και γυαλιά κι έπρεπε να τον συνηθίσω από την αρχή. Είναι μετρίου αναστήματος, και φοράει συχνά σκούφο ή κασκέτο. Όταν φοράει σκούφο μού θυμίζει λίγο τον Αη-Βασίλη, ο οποίος δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν υπάρχει. Έχει 6 αδέρφια, διάσπαρτα στην Κύπρο και στην Αμερική, και εγώ έχω από την οικογένεια του πατέρα μου περίπου 20.000 ξαδέρφια. Όταν πήγαινα δημοτικό, ενίοτε φώναζε η δασκάλα και τους δυο γονείς όλων να έρθουν στο σχολείο για διάφορους λόγους. Εγώ, φυσικά, μπαμπά ποτέ δεν μπορούσα να εμφανίσω γιατί πάντα έλειπε. Οπότε για να τον κάνω τουλάχιστον να φαίνεται σημαντικός, έλεγα στις φίλες μου τα τρελά ψέματα, ότι δήθεν εμείς στο σπίτι τρώγαμε για μεσημέρι ρύζι με μαργαριτάρια που μας έφερνε ο μπαμπάς μου από τα ταξίδια του. Τώρα, μένει κυρίως στο εξοχικό του και σκαλίζει το κτήμα του παρέα με τα εγγόνια του και τους μαζεύει μαμούνια και τους χτίζει δεντρόσπιτα.

Η μαμά μου είναι πολύ σκληρό καρύδι, όπως μάλλον είναι οι γυναίκες των ναυτικών. Όταν ήμουν έφηβη, τσακωνόμασταν συνέχεια, σχεδόν κάναμε διάλειμμα μόνο για να φάμε και μετά συνεχίζαμε τον τσακωμό. Όταν εγώ αποφάσισα να γίνω vegetarian στα 14 μου γιατί με άγγιξε το «Μeat is murder» των Smiths, το σεβάστηκε και έμαθε να φτιάχνει μακαρονάδα με σάλτσα σόγιας αντί για κιμά, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη φασαρία. Λίγο αργότερα όταν αποφάσισα ότι θα είμαι τελείως γότθος, και ότι θέλω να φοράω μόνο μαύρα και ότι τα κοριτσίστικα ρούχα είναι εμετός, πάλι το σεβάστηκε και μου αγόραζε 2 μπουκάλια λακ το μήνα και άσπρη πούδρα που χρειαζότανε το look. Βέβαια, θυμάμαι να είμαι ντυμένη για να πάω Rebound και να μου λέει ειρωνικά «Χριστίνα, πάλι σε δεξίωση θα πας, βλέπω» ή «έχεις και θυμιατό;» και τέτοια. Είναι φιλόλογος, το οποίο σημαίνει πρώτον ότι άμα τη ρωτήσεις τι σημαίνει η τάδε λέξη το πιο πιθανό είναι ότι θα ξέρει, και δεύτερον ότι μας διόρθωνε όταν δεν μιλάγαμε σωστά και λέγαμε «επί την ευκαιρία» αντί για «επί τη ευκαιρία». Κάθε Κυριακή μαγειρεύει τόνους φαγητό για τους πάντες και μετά το φαΐ παίζει μπιρίμπα με τις δύο αδερφές της και πίνουνε λικέρ που έχουν φτιάξει οι ίδιες, και άμα πιει λίγο παραπάνω τραγουδάει ό,τι παίζει το ραδιόφωνο.

Ο αδερφός μου στο ένα μπράτσο έχει μια ηλεκτρική κιθάρα που λιώνει πάνω σε μια γη. Ξέρω ότι έχει κι άλλα δύο στο άλλο μπράτσο, αλλά δεν θυμάμαι τι είναι, εμένα αυτό μου έχει τυπωθεί στο κεφάλι γιατί κάπως έτσι σκεφτόμουνα τον αδερφό μου παλιά, που δεν μπορούσα με τίποτα να σεβαστώ αυτά που άκουγε. ότι δηλαδή παίζει metal (γιατί ξέχασα να πω ότι ήταν μουσικός) κάπου στη βόρεια Ευρώπη ή στο Sticky Fingers στη Ρόδο και βγαίνουν σπίθες από παντού και τα δάχτυλα πάνε πάρα πολύ γρήγορα πάνω στο τάστο. Δεν ξέρω αν αυτά όλα εξηγούν γιατί θυμάμαι μόνο αυτό το τατουάζ, ίσως πρέπει να συμπληρώσω και ότι ο αδερφός μου στα ‘80s είχε για λίγο και μια ροζ ηλεκτρική κιθάρα σε σχήμα κεραυνού. Tώρα, όταν βλέπω κάποιον με τέτοια τατουάζ, τον συμπαθώ και, χωρίς να τον ξέρω, σκέφτομαι ότι μάλλον θα είναι ρομαντικός.

Πήγα γυμνάσιο στο 3ο Ζωγράφου, και η τσάντα μου ήταν το απόλυτο τίποτα, μια μαύρη polo σχετικά καθαρή και χωρίς συνθήματα και μουτζούρες. Κάποια στιγμή πήρα και εγώ τη στρατιωτική τσάντα που είχαν όλοι και μουτζούρωναν, αλλά την κράταγα σαν ξένο σώμα και στο τέλος την παράτησα και πήρα μια κόκκινη polo. Λύκειο πήγα στο Πολυκλαδικό της Ηλιούπολης, που ήταν τόσο μεγάλο και υπέροχο που φυσικά καταργήθηκε. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους. Υπήρχαν και Σιστεράδες (φαν των Sisters of Mercy), αν και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτοί ήταν μια κατηγορία μόνοι τους και δεν ήταν μαζί μας. Θυμάμαι ότι στα διαλείμματα μάς άφηναν να βάζουμε κασέτες, ό,τι θέλαμε, και όποιος προλάβαινε, και τις παίζαμε από τα μεγάφωνα, αλλά οι γότθοι ήταν πιο παθητικοί και έτσι κυρίως ακούγαμε των άλλων φυλών τη μουσική. Επίσης, θυμάμαι ότι τον Λυκειάρχη τον έλεγαν Πούλο και κανείς ποτέ δεν βαριόταν τα αστεία με το όνομά του. Τότε η τσάντα μου ήταν μαύρη και δερμάτινη με αγκράφες και πάλι πολύ καθαρή και κουβαλούσα μαζί μου και έναν τεράστιο διάφανο φάκελο για τα σχέδια, γιατί ήμουν στον κλάδο Εφαρμοσμένων Τεχνών, όπου πιο πολύ πήγα για να είμαι μακριά από τα άλλα μαθήματα παρά για να είμαι κοντά στην εφαρμοσμένη τέχνη. Παρ’ όλα αυτά, τελείωσα το σχολείο με 18 και 3 ή 6, δεν είμαι σίγουρη.

Αν ζωγράφιζα έναν άνθρωπο που μισώ, θα τον έκανα τρομερά μικρό ή τεράστιο, μόνο με γωνίες, χωρίς τίποτα στρογγυλό, και θα έπρεπε να υπάρχει και κάποιος άλλος χαρακτήρας στη ζωγραφιά για να φαίνεται πιο πολύ πόσο απαίσιος είναι ο άλλος συγκριτικά.

Μπορώ να ζωγραφίσω ένα πεθαμένο άλογο και ακούγοντας Beach Boys και ακούγοντας Bonnie Prince Billy, απλά δεν θα μοιάζουν και πολύ τα δύο άλογα. Δεν διαλέγω μουσική ανάλογα με το τι θέλω να κάνω, αλλά το αντίθετο. Οι δέκα φράσεις που χρησιμοποιώ πιο συχνά στην Αγγλία είναι οι εξής:

«Tea, anyone?», «Can I have a miso soup to go, please?», «No, I don't have a nectar card», «Large skinny latte to go, please», «It's lovely outside, not», «Fucking bullshit day», «It's the journey back I’m thinking about», «Of course you can have a biscuit, they are for everyone», «Do you have wasabi peas?», «Pint of Star and a Gin and Tonic please», «Farid, are you in there?»

Αν είχα γεννηθεί στο Λονδίνο και ζούσα στην Αθήνα θα έλεγα ότι η άνοιξη είναι just lovely και το καλοκαίρι με το που θα άρχιζαν οι 40 βαθμοί θα γινόμουν καπνός και θα γυρνούσα Λονδίνο να δω τους δικούς μου. Θα είχα πάλι φωτοαλλεργία. Θα μάθαινα ελάχιστα ελληνικά με χάλια προφορά. Θα πήγαινα για μπάνιο στις παραλίες της Αθήνας από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο συνέχεια και θα μου άρεσε κιόλας. Τον πρώτο χρόνο θα πάθαινα κάθε μέρα 10 ολοκαίνουρια σοκ με το πόσο χύμα είναι οι Έλληνες. Τον δεύτερο θα συνήθιζα και θα γινόμουν κι εγώ πιο χύμα. Θα με φρίκαραν οι ταξιτζήδες και δεν θα μπορούσα καθόλου να το χειριστώ. Θα μου έλειπε να μου λένε «παρακαλώ» και «συγνώμη» συχνά. Θα έκοβα τις μπίρες αλλά θα έπαιρνα 5 κιλά από το φαΐ. Θα έβρισκα πολύ συμπαθητικό κόσμο για παρέα. Θα καταλάβαινα πόσο πιο ωραία είναι να βγαίνεις αργά το βράδυ και να έχει συνέχεια φως την ημέρα. Η αγαπημένη μου βρισιά είναι το «αραίωνε», που δεν είναι ακριβώς βρισιά, αλλά μου φαίνεται ότι είναι πιο προσβλητικό από βρισιά. Π.χ.: «Άντε, αραίωνε τώρα, έχουμε και δουλειές». Έχω πάρα πολλούς φίλους, δεν ξέρω πόσους. Τους μαζεύω έναν-έναν από τότε που ήμουν 5, απ’ όλες τις φάσεις της ζωής μου. Αν γινόταν να υπήρχε μια χώρα που να αποτελείται μόνο από τους φίλους μου, θα ήταν ένα πολύ avant-garde μέρος, που μάλλον στο τέλος θα το κατέστρεφε η υπογεννητικότητα.

O διάλογος που θα θυμάμαι για πάντα είναι από την «Ημέρα της Μαρμότας», όπου κάποιος στην άλλη άκρη της γραμμής λέει κάτι στον Μπιλ Μάρεϊ και αυτός απαντάει «Well, what if there is no tomorrow? There wasn't one today».

Η πρώτη φορά στην Αγγλία ήταν σαν τεράστιες διακοπές. Κανείς δεν με ανάγκαζε να κάνω τίποτα εκτός από αυτό που ήθελα και μάλλον γι’ αυτό έκανα πάρα πολλά. Είχα ενθουσιαστεί που ήταν όλοι διαφορετικοί, στη σχολή και παντού. Ο καιρός δεν μ’ ενοχλούσε καθόλου. O συγκάτοικός μου ήταν ο πιο αστείος άνθρωπος του κόσμου. Σαν να άνοιξε η πόρτα ήταν κάπως, τότε γνώρισα κάποιους από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου. Γενικά υποθέτω ότι αν η ζωή μου ήταν ταινία, αυτό θα ήταν το κομμάτι που δεν θα έκανε κοιλιά. Η δεύτερη φορά ήταν στην αρχή λίγο τρομακτική. Με καταπίεζε η τόση ελευθερία, γιατί μετά από τόσα χρόνια δουλειά στη διαφήμιση δεν ήξερα τι να την κάνω, δεν μπορούσα να λειτουργήσω ελεύθερα. Μου πήρε λίγο χρόνο να γίνω παραγωγική και να βλέπω το νόημα όλης αυτής της αλλαγής που είχα επιδιώξει. Η βασική διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη φορά είναι ότι την πρώτη πλήρωναν οι γονείς μου.

Με καταθλίβει ό,τι έχει να κάνει με τιμωρία, με εκτροφεία, με λυπημένα παιδιά, με χάλια θανάτους, το λιμάνι το χειμώνα, όλες οι πλατείες στην Αθήνα, η Σαλαμίνα, το παλιό Μίνι Κούπερ γιατί είχα ένα που αγαπούσα πολύ και μου κάηκε, το τραγούδι «Αυτή η Νύχτα Μένει», η Βικτώρια με τα καμπινεδί πλακάκια. Αν ήμουνα τραγουδίστρια, το εξώφυλλο του πρώτου μου άλμπουμ θα ήταν μια πολύ λεπτομερής ζωγραφιά από μια κρυστάλλινη φοντανιέρα, και ένα ηλικιωμένο αντρικό χέρι να ακουμπάει το καπάκι. Yπήρχε ένα κομμάτι του Σώτη Βολάνη που έλεγε «πόσο μ’ αρέσει η ζεστή αγκαλιά σου» που δεν ξέρω τι είχε κάνει στον εγκέφαλό μου και αντιδρούσε πολύ θετικά. Γενικά, δεν ντρέπομαι συχνά για τη μουσική που ακούω. Αυτό το έψαχνα κιόλας σε κάτι φρικαλέους σταθμούς όταν οδηγούσα κι άμα το πετύχαινα χαιρόμουνα, αλλά μετά έκλεινα τα παράθυρα. Ντρέπομαι μόνο για ένα κίτρινο ολόσωμο αλλά διάφανο μαγιό που γράφει πίσω queen of the day.

Κυρία Χριστοφόρου, ποιος ελληνικός στίχος πιστεύεται πως δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από έναν Άγγλο;

«Μπανάκι να βουλώσουνε τα λούκια, μανάκι».

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ