Νέο ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας προσπαθεί να ενημερώσει το κοινό της για το τι συμβαίνει στους δρόμους της Αθήνας. Δηλαδή συσσίτια απόρων και μανάδες που πουλάνε τα παιδιά τους ή τα αφήνουν αμανάτι στους παιδικούς σταθμούς.
'Σπαρακτικό ρεπορτάζ από τους δρόμους της Αθήνας' είναι ο τρόπος που αμπαλάρει η βρετανική εφημερίδα το νέο της ρεπορτάζ. Και εσύ, ο αθώος αναγνώστης, περιμένεις να διαβάσεις ιστορίες και μαρτυρίες που θα σε αφήσουν με το στόμα ανοιχτό.
Κάτι που όντως συμβαίνει, αλλά για διαφορετικό λόγο. Επειδή δηλαδή συνειδητοποιείς πόσο πολύ παλεύει η ρεπόρτερ να μας παρουσιάσει ως Ουγκάντα.
Το μόνο στοιχείο που δικαιολογεί τον τίτλο του θέματος, είναι μια ιστορία που της είπε κάποιος σε ένα συσσίτιο απόρων (στο οποίο, σύμφωνα με την ρεπόρτερ, συχνάζουν και πολλοί γιατροί), για μια μητέρα που πούλησε το παιδί της σε μια οικογένεια που δεν είχε. Κάτι που δηλαδή πάντοτε συνέβαινε.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία του ρεπορτάζ που και αληθινά είναι και στενάχωρα.
Όπως η ιστορία για μια μάνα που άφησε το παιδί της στον παιδικό σταθμό που την πήγαινε, με ένα σημείωμα που έγραφε 'Δεν θα επιστρέψω για να πάρω την Άννα. Δεν έχω καθόλου λεφτά. Δεν μπορώ να την μεγαλώσω. Συγνώμη'.
Η' η ιστορία της 30χρονης χήρας Κασιανής, μιας μητέρας τριών παιδιών (14,13 και 12 ετών αντίστοιχα) που αναγκάστηκε πριν από ένα χρόνο να τα αφήσει στα Παιδικά Χωριά S.0.S. επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει για να τα ταΐσει ή να τα στείλει σχολείο με βιβλία και παπούτσια. Και η οποία από τότε ανεβαίνει για να τα δει μια φορά τον μήνα. Και αυτό όμως είναι κάτι που συνέβαινε και προ κρίσης.
Η' το ζευγάρι επαγγελματία ποδοσφαιριστή και υπαλλήλου που δεν είχαν να πληρώσουν για την γέννα του παιδιού τους και τελικά ζήτησαν την βοήθεια της εκκλησίας η οποία τους πλήρωσε τον λογαριασμό.
Ενώ εμβόλιμα σε αυτές τις ιστορίες η δημοσιογράφος πετάει και στοιχεία σχετικά με την μείωση του αφορολογήτου, την αύξηση του ΦΠΑ, το γεγονός ότι ζαχαροπλάστες και κομμωτές έπαιρναν σύνταξη στα 50 και το κίνημα 'Δεν πληρώνω' που το χαρακτηρίζει ως 'σημάδι της επιμονής των ελλήνων να μην αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα'.
Και είναι και άλλα πολλά. Στενάχωρα ή εκνευριστικά, ανάλογα με ποια προδιάθεση τα διαβάζεις.
Όπως για τον κ. Γιώργο, ένα καλοβαλμένο συνταξιούχο που τον είδε να ψάχνει στα σκουπίδια (ευτυχώς βρήκε μια ασημένια κορνίζα).
Την επίσης καλοντυμένη 82χρονη Μαρία με την οποία μίλησε σε ένα συσσίτιο απόρων και για την οποία σχολίασε ότι φορούσε επώνυμα γυαλιά όρασης.
Και την μαρτυρία του 60χρονου Γιώργου, ενός πρώην ραδιοφωνικού παραγωγού και τεχνικού υπολογιστή που –παρότι η κόρη του είναι γιατρός- βρέθηκε ξαφνικά άστεγος και που αυτή την στιγμή τρέχει το σάιτ της φιλανθρωπικής οργάνωσης που του δίνει ένα κρεβάτι να κοιμηθεί.
Ανθρώπινες ιστορίες, από τους δρόμους της Αθήνας, που είναι όντως σπαρακτικές.
Αλλά δεν δικαιολογούν τον τίτλο 'Μανάδες πουλάνε τα παιδιά τους'.
Υπάρχει μια απόσταση μεταξύ των δυο.
Με άλλα λόγια, δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο.
Τουλάχιστον όχι ακόμη.