Στα 4,4 δισ. ευρώ ανήλθαν οι διαγραφές δανείων στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες το πρώτο εννεάμηνο του 2017.
Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τουςεπιχειρησιακούς στόχους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), που δημοσιοποιήθηκε σήμερα δείχνει ότι με στοιχεία Σεπτεμβρίου 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 2,4% και 5,5% συγκριτικά με το τέλος του Ιουνίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, αγγίζοντας τα 100,4 δισεκ. ευρώ ή το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων .
Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όπου τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 7,6% ή 8,2 δισεκ. ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) μειώθηκε για πρώτη φορά εντός του 2017, αγγίζοντας το 2%, ξεπερνώντας όμως και πάλι το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) και αναδεικνύοντας ξανά τις διαγραφές δανείων ως το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ.
Για αυτό το τρίμηνο εξαιρετικά σημαντική υπήρξε και η επίδραση των πωλήσεων, οι οποίες αφορούσαν όμως σχεδόν στο σύνολό τους μεμονωμένη συναλλαγή συγκεκριμένης τράπεζας. Οι διαγραφές δανείων ανήλθαν σε 1,1 δισεκ. ευρώ για το τρίτο τρίμηνο, αγγίζοντας τα 4,4 δισεκ. ευρώ για το εννεάμηνο.
Οι πωλήσεις δανείων αντίστοιχα ανήλθαν σε 1,4 δισεκ. ευρώ για το τρίτο τρίμηνο, αγγίζοντας τα 1,8 δισεκ. ευρώ για το εννεάμηνο. Οι σημαντικότερες εισροές ΜΕΑ παρατηρήθηκαν και αυτή την περίοδο στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, αλλά αντισταθμίστηκαν από τον υψηλό ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο.
Οι διαγραφές και οι πωλήσεις δανείων, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, ο κυριότερος παράγοντας μείωσης των ΜΕΑ
Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό των ΜΕΑ που τελεί σε καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία. Στο σύνολο των χαρτοφυλακίων, το 14,5% των ΜΕΑ τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία, ενώ στο στεγαστικό το ποσοστό ξεπερνά το 30%.
Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2017, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 43,3% για το στεγαστικό, το 53,2% για το καταναλωτικό και το 43,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ΜΕΑ παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 66,5%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ - δείκτης ΜΕΑ: 59,0%).
Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 24,5%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 34,8%). Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, αγγίζοντας το 48,0% το Σεπτέμβριο του 2017, από 48,3% το Ιούνιο, κυρίως λόγω των εκτεταμένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων, τα οποία είχαν υψηλή κάλυψη από προβλέψεις.
Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι σχεδόν πλήρης.
Επιχειρησιακοί Στόχοι Πιστωτικών Ιδρυμάτων
Σύμφωνα με το πλαίσιο των επιχειρησιακών στόχων για τα ΜΕΑ, οι τράπεζες θα πρέπει να υποβάλλουν κάθε Σεπτέμβριο αναλυτικά τα μεγέθη για όλα τα τρίμηνα του επερχόμενου έτους. Επιπλέον είναι δυνατή η αναθεώρηση των στόχων, προκειμένου να ενσωματωθούν πιθανές αλλαγές στο επιχειρηματικό περιβάλλον ή/και στις στρατηγικές διαχείρισης των ΜΕΑ από τις τράπεζες.
Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2017, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουνίου του 2017, τα ΜΕΑ ήταν 1,6 δισεκ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό - στόχο.
Συνεπώς το υπόλοιπο έναρξης των ΜΕΑ για τις ελληνικές εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες κατά τη νέα στοχοθεσία (Ιούνιος 2017 – Δεκέμβριος 2019) διαμορφώθηκε στα 101,8 δισεκ. ευρώ (τα εν λόγω ανοίγματα δεν περιλαμβάνουν ανοίγματα εκτός 3 ισολογισμού ύψους περίπου 1 δισεκ. ευρώ).
Οι τράπεζες στοχεύουν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37% κατά την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα 64,6 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2019. Σημειώνεται ότι ο νέος στόχος είναι χαμηλότερος κατά 2,2 δισεκ. ευρώ σε σχέση με την υποβολή του Σεπτεμβρίου του 2016