«Στο τέλος τέλος, είχε χρόνια πολλά να γίνει έγκλημα στα μέρη όπου μεγαλώσαμε. Δεν ήμασταν συνηθισμένοι από τέτοιους θανάτους εμείς. Έτσι, εκείνον τον μακρινό Αύγουστο, ήταν σαν να πιάσαμε όλοι μαζί οι κάτοικοι ταυτόχρονα ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο, όταν μάθαμε πως ένα μαχαίρι έκοψε το λαιμό του δημάρχου Φίλιππου Τυπάλδου».
Κάπως έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα του Ανδρεά Μπελεγρή με τίτλο Εκ του πατρός εκπορευόμενοι (εκδ. IANOS). Επικοινωνήσαμε μαζί του και τον ρωτήσαμε για το πρώτο του βιβλίο, τους ήρωές του, τη συγγραφή, τα βιβλία γενικότερα.
1. Το πρώτο σας μυθιστόρημα βρίσκεται ήδη στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό. Τι ακριβώς (ή περίπου) συμβαίνει στο Εκ του πατρός εκπορευόμενοι;
Ένας δημοσιογράφος επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του, ένα χωριό της Μεσογείου, και αποφασίζει να γράψει για ένα έγκλημα που έγινε πριν από έξι χρόνια στην περιοχή. Ο Φίλιππος Τυπάλδος, ο τότε δήμαρχος, είχε βρεθεί νεκρός στο γραφείο του. Γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι ο δράστης ήταν ο ένας εκ των διδύμων γιων του, στον οποίο έδωσε ο ίδιος τη εντολή να τον σκοτώσει. Όταν ο δημοσιογράφος ξεκινά να γράφει το βιβλίο, όλα έχουν τελειώσει από αστυνομικής και δικαστικής πλευράς. Εκείνος όμως αναζητά την ιστορία που δεν αποτυπώνεται στη δικογραφία, μιλώντας με όλους τους πρωταγωνιστές, τους φίλους τους και τους κατοίκους του χωριού.
2. Η έκδοση του βιβλίου πώς προέκυψε; Ποια ήταν η διαδικασία; Σας πήρε χρόνο; Λένε πως μια από τις αρετές του συγγραφέα είναι να ξέρει να περιμένει. Αλήθεια, ήταν δύσκολο να βρείτε εκδότη;
Ευχαριστώ, κατ’ αρχήν, που μου δίνετε την ευκαιρία να ευχαριστήσω όλους τους εκδότες που απέρριψαν το βιβλίο. Είναι πάνω από δεκαπέντε. Μου έδωσαν, έτσι, περισσότερο από ενάμιση χρόνο να το πιάσω πολλές φορές ακόμα, να το διορθώσω και, τελικά, να εκδοθεί, όπως πιστεύω, καλύτερο. Κοιτάξτε, αυτό που κατάλαβα είναι ότι ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας που δεν έχει κάποια σχέση με αυτό που λέγεται «λογοτεχνικό σινάφι», θα πρέπει να οπλιστεί με μεγάλη υπομονή ώστε να δει το βιβλίο του να εκδίδεται. Οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι δεν απαντάνε καν στο αν το έχουν απορρίψει και εσύ το καταλαβαίνεις δια της σιωπής τους. Αμφιβάλλω, δε, αν διαβάζουν κιόλας τις προτάσεις όλων αυτών των αγνώστων που τους στέλνουμε τα κείμενά μας. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Αυτό γινόταν πάντα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά νομίζω και σε όλον τον κόσμο.
Τον εκδότη Νίκο Καρατζά (Ιανός) τον γνώρισα στο μπαλκόνι του Μίκη Θεοδωράκη. Είχαμε βρεθεί και οι δύο στο σπίτι του Μίκη πριν από περίπου ένα χρόνο και καθώς στο εσωτερικό του σπιτιού δεν μπορούσαμε να καπνίσουμε, βγήκαμε και οι δύο για λίγο έξω. Εκεί του είπα για το βιβλίο, μου είπε να το στείλω στη συνεργάτιδά του Άννα Θεοδόση, μετά από κάποιες μέρες έβαλα και έναν κοινό γνωστό μας, τον Γιώργο Χριστοφορίδη, να του μιλήσει – για να είμαι σίγουρος – και μέσα σε λίγους μήνες πήρε το δρόμο της έκδοσης. Τα πράγματα, λοιπόν, δεν ήταν απλά και εύκολα, όμως αξίζει να το παλεύει κανείς, δεν είναι και ό,τι πιο ζόρικο μπορεί να σου συμβεί στη ζωή.

3. Πώς γράψατε το βιβλίο; Πώς αποφασίζει κάποιος να γράψει; Εσείς, πώς ξεκινήσατε; Τι ήταν αυτό που σας ώθησε; Μια έμπνευση της στιγμής; Μια κεντρική ιδέα; Πόσο καιρό σας πήρε να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο;
Η αρχική μου πρόθεση ήταν να γράψω μια νουβέλα που να στηρίζεται σε ένα μανιάτικο μοιρολόι, τη Φαρμακεύτρα, όπως το διέσωσε ο Κώστας Πασαγιάνης, στην εμβληματική, αλλά εξαντλημένη, εδώ και περίπου ογδόντα χρόνια, συλλογή του, «Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια». Γράφοντας η ιστορία έγινε αγνώριστη. Κάποια στιγμή πέταξα τα πάντα και άρχισα ξανά από το μηδέν. Αν σκεφτείτε ότι πολλές φορές διέκοψα για να ασχοληθώ με άλλες ιδέες που τελικά δεν βγήκαν κάπου, τότε θα μπορούσα να πω ότι μου πήρε πάνω από μια εφταετία. Όσο για το πώς αποφασίζει κάποιος να γράψει, ειλικρινά δεν ξέρω. Υποψιάζομαι ότι σχετίζεται με κάποια ανάγκη του να εκφραστεί και να επικοινωνήσει. Ελπίζω σε καμιά πενηνταριά χρόνια να σας έχω μια καλύτερη απάντηση.
4. Πολλοί συγγραφείς λένε ότι όταν ξεκινούν να γράψουν, γνωρίζουν την αρχή και το τέλος της ιστορίας, συχνά και τον τίτλο του βιβλίου. Ισχύει κάτι τέτοιο στη δική σας περίπτωση;
Ναι, απολύτως. Όταν άρχισα από την αρχή, όπως σας είπα, ήξερα σχεδόν τα πάντα. Και ο τίτλος του βιβλίου ακόμα ήταν μέσα στους πρώτους που μου ήρθαν στο μυαλό. Ήξερα ποιες θα ήταν οι πρώτες λέξεις – αν και με ταλαιπώρησε η πρώτη παράγραφος. Ήθελα στις πρώτες σελίδες να αναφέρονται όλα τα στοιχεία που θα έγραφε ένας δημοσιογράφος σε ένα ρεπορτάζ, που θα έδινε στον αρχισυντάκτη του για να είναι ικανοποιημένος. Μετά ξεκινά η λογοτεχνία. Ήξερα, επίσης, το πώς θα τελειώσει η ιστορία, τους χαρακτήρες, τις σχέσεις τους, τη δομή. Ήξερα στο περίπου ακόμα και τον όγκο. Είχα ένα πρόβλημα με τον ρυθμό και το ύφος, αλλά τα βρήκα στην πορεία. Βέβαια, πέρα από όλα αυτά τα βασικά, όσο γράφεις προκύπτουν προβλήματα και ανακαλύπτεις και εσύ ο ίδιος πράγματα που δεν είχες φανταστεί. Ένα ζήτημα είναι ποιες από τις ιδέες που έρχονται κρατάς και ποιες πετάς. Προσωπικά αφαιρώ πιο εύκολα απ’ ότι προσθέτω. Γράφω σβήνοντας. Κι αυτό το μαρτυρούν και οι λίγες σελίδες του βιβλίου, μόλις 115. Είχα γράψει σχεδόν άλλες τόσες.
5. Πείτε μας λίγα λόγια για τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου σας; Ποιος είναι; Τι κάνει; Πώς περνάει τις μέρες του; Τι αγαπάει; Τι είναι αυτό που τον πονάει; Για ποιο λόγο έγινε ο ήρωάς σας;
Ήρωάς μου ο Φίλιππος Τυπάλδος έγινε επειδή ήθελα να γράψω για έναν άνθρωπο που έχει ψηλά την αξία της ευθύνης, ακόμα και αν οι συνέπειες των πράξεών του ξεφεύγουν από τις προθέσεις του. Το «Εκ του πατρός εκπορευόμενοι» έχει ανοιχτές αναφορές σε όλα τα θέματα του Θηβαϊκού Κύκλου. Μία από τις ιδέες που μου έχουν εντυπωθεί από τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (αλλά και από την Αντιγόνη, τον Οιδίποδα επί Κολωνό και το Επτά επί Θήβας του Αισχύλου) ήταν ότι η άγνοια δεν σε απαλλάσσει από την ευθύνη. Αυτή την άποψη έχει και ο Τυπάλδος, έτσι έχει μεγαλώσει, με βάση αυτή αποφασίζει. Όμως δεν περιορίζεται στο να σηκώσει το βάρος της δικής του ευθύνης, θέλει να επιδράσει και στις ζωές των άλλων, βάζοντας σε μια τάξη – όπως νομίζει εκείνος – τα πράγματα. Κατά τα άλλα είναι ένας έξυπνος άνθρωπος, γρήγορος στις αποφάσεις του, εργασιομανής, διαβασμένος και δημοφιλής στον περίγυρό του, αφού έχει εκλεγεί και δήμαρχος της περιοχής.
6. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου κάπου, κάπως κρύβεται ο συγγραφέας. Φανερωθείτε, παρακαλώ. Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση από το πρώτο σας μυθιστόρημα;
Και να ήθελα να σας φανερωθώ - που δεν είναι η πρόθεσή μου - δεν θα ήξερα το πώς. Ωστόσο το κλίμα του βιβλίου και των διαθέσεών μου το προδίδει η πρώτη παράγραφος, που πιστεύω ότι αποτελούν τις προγραμματικές δηλώσεις του συγγραφέα προς τον αναγνώστη:
«Στο τέλος τέλος είχε χρόνια πολλά να γίνει έγκλημα στα μέρη όπου μεγαλώσαμε. Δεν ήμασταν σε τέτοιους θανάτους εμείς. Έτσι, εκείνον τον μακρινό Αύγουστο, ήταν σαν να πιάσαμε όλοι μαζί οι κάτοικοι ταυτόχρονα ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο, όταν μάθαμε πως ένα μαχαίρι έκοψε το λαιμό του δημάρχου Φίλιππου Τυπάλδου».
7. Όλοι οι συγγραφείς αγαπούν τα βιβλία. Και μερικά τα αγαπάνε περισσότερο από άλλα. Ωστόσο υπάρχει κάποιο βιβλίο που ξεχωρίζετε; Θα μας πείτε τι το ξεχωριστό έχει για εσάς;
Ναι, το προσωπικό μου ευαγγέλιο είναι το Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Γκαρσία Μάρκες. Νομίζω ότι σε αυτό το κείμενο ο συγγραφέας βρίσκεται στο απόγειο του ταλέντου του, είναι μια σύγχρονη Αισθηματική Αγωγή, χωρίς, θα τολμήσω να πω, τις αστοχίες του Φλωμπέρ. Η διαχείριση της δομής και των χαρακτήρων, το τροβαδούρικο ύφος, το πόσο αβίαστα εγκιβωτίζει δάνεια από πολλές Σχολές και μεγάλα έργα είναι μερικοί λόγοι που το διαβάζω συνέχεια. Ο πλουραλισμός του Γκαρσία Μάρκες, γενικά, σε όλα τα μεγάλα έργα του (Εκατό Χρόνια Μοναξιά, Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη) είναι κάτι το συναρπαστικό! Δοκιμάστε να τα διαβάσετε από το τέλος προς την αρχή, κεφάλαιο προς κεφάλαιο, αφού τα διαβάσετε πρώτα κανονικά. Είναι ένας τρόπος να ξεκλειδώσετε αρκετά τη μεγαλοφυΐα του.
8. Πώς επιλέγετε τα βιβλία που διαβάζετε; Ακολουθείτε συγκεκριμένους συγγραφείς; Συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας; Μπαίνετε σε ένα βιβλιοπωλείο και αποφασίζετε εκείνη τη στιγμή; Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσετε;
Όλα αυτά μαζί. Επιλέγω πολλές φορές τυχαία, πολλές φορές ύστερα από προτάσεις φίλων ή, σπανιότερα, επηρεασμένος από κάποιες κριτικές, άλλες φορές θυμάμαι κάτι που ήθελα να διαβάσω από παλιά και το είχα ξεχάσει. Δεν υπάρχει μέθοδος, δηλαδή, αν και σε γενικές γραμμές είμαι αναγνώστης συγγραφέων, όχι, μεμονωμένα, βιβλίων. Αν κάποιος συγγραφέας με κερδίσει με ένα έργο του, θέλω να διαβάσω ότι έχει γράψει. Τώρα διαβάζω τον Καναδά του Ρίτσαρντ Φόρντ, με τον οποίο κάτι μου λέει ότι θα ανοίξω παρτίδες στη συνέχεια. Αμέσως μετά, πάντως, θέλω να πιάσω τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι στη μετάφραση της Μπακοπούλου και παράλληλα έχω στο γραφείο μου… τα άπαντα του Γιάνη Βαρουφάκη που μου τρώνε αρκετές ώρες, αφού έχω την επαγγελματική υποχρέωση να ξέρω τι έχει γράψει. Ευτυχώς που ο Βαρουφάκης έχει ένα χάρισμα στο να γράφει τις σκέψεις του για "δύστροπα" θέματα με γοητευτικό τρόπο.
9. Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο που θα γράψετε;
Δεν θα σας απαντήσω σε αδιάκριτες ερωτήσεις…!

INFO
ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ
Συγγραφέας: Ανδρέας Μπελεγρής
Εκδόσεις IANOS
Σελ.: 120
Τιμή: 8 €