Απόσπασμα από το νέο βιβλίο που γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης - Κεντρικό πρόσωπο η μητέρα του [κείμενο&εικόνα] - iefimerida.gr

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο που γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης - Κεντρικό πρόσωπο η μητέρα του [κείμενο&εικόνα]

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Mε τον ιδιαίτερο δημιουργικό τρόπο του, ο Χρήστος Χωμενίδης γράφει με εντατικούς ρυθμούς το νέο του βιβλίο και αν και βρίσκεται στη μέση της συγγραφής, δεν διστάζει να ανεβάσει απόσπασμά του στο facebook. Θέμα του είναι η μητέρα του, και όσα συνέβησαν γύρω από αυτήν σε μια σημαντική ιστορική και πολιτική στιγμή του τόπου.

Μιλώντας στο iefimerida.gr (ΕΔΩ) ο Χρήστος Χωμενίδης είχε αναφερθεί και στο νέο του βιβλίο λέγοντας: «Μεγάλωσα με ανθρώπους που είχαν ζήσει στο πετσί τους την Ελληνική Ιστορία του 20ου αιώνα. Και που τους άρεσε πάρα πολύ να μου διηγούνται ιστορίες. Οι άνθρωποι εκείνοι έφυγαν, ένας-ένας, όλοι από τη ζωή. Δυστυχώς ακόμα και η μάνα μου, η Νίκη (φωτογραφία κάτω) σχετικά πρόωρα, το 2008. Όταν γεννήθηκε η κόρη μου, σκεφτόμουν ότι η μικρή Νίκη έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει την ιστορία της μεγάλης Νίκης, της γιαγιάς της... Και λέω στον εαυτό μου «γιατί δεν τα γράφεις;» Στην αρχή, σκόπευα να τα γράψω προς την Νίκη μου, υπό μορφήν μιας πολύ εκτεταμένης επιστολής. Μετά συνειδητοποίησα πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Το κεντρικό πρόσωπο είναι βεβαίως η μάνα μου. Η οποία, ως κόρη του γραμματέα της Κ.Ε. του ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο, βρέθηκε εξ απαλών ονύχων, από τις φασκιές στην κυριολεξία, μέσα στην τρομερή δίνη της εποχής. Ένα σού λέω μόνο: Όταν η Νίκη ήταν εννιά ετών, μπήκε με τους γονείς της στη «βαθιά παρανομία». Κλείστηκαν δηλαδή σε ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη, με ψεύτικα ονόματα, και καλά-καλά δεν ξεμύτιζαν επί οκτώ ολόκληρα χρόνια! Διότι απλούστατα, εάν τους συνελάμβαναν, θα τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Το Κόμμα δε, είχε διαγράψει και αποκηρύξει τον παππού μου ως αντίθετο στη ζαχαριαδική γραμμή. Η μάνα μου δεν πήγε στο σχολείο. Της έκανε μάθημα ο παππούς μου, όλα τα μαθήματα δημοτικού και γυμνασίου, αντικαθιστώντας βέβαια από την ύλη των Νέων Ελληνικών τα ποιήματα του Δροσίνη και του Σκίπη με Παλαμά και με Βάρναλη. Η παρανομία έληξε το 1955. Η μάνα μου βγήκε, έπιασε αμέσως δουλειά για να βγάλει το ψωμί της και ερωτεύθηκε τον πατέρα μου, ο οποίος προσωποποιούσε ό,τι είχε εκείνη στερηθεί: Τη χαρά της ζωής. Ήταν ένας ανορθόδοξος άνθρωπος με αμείωτο κέφι και με εξαιρετικά καυστικό χιούμορ. Κι ας ήταν γιός εκτελεσθέντος αριστερού... Το μυθιστόρημα θα είναι, ελπίζω, έτοιμο κατά τα Χριστούγεννα. Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Η Άννα Φρανκ Ερωτεύτηκε». Μα φυσικά θα επιγράφεται «Νίκη».

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο που γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης - Κεντρικό πρόσωπο η μητέρα του [κείμενο&εικόνα] | iefimerida.gr 0

Διαβάζεται απνευστί

Ακολουθεί το απόσπασμα που ανήρτησε ο ίδιος ο Χρήστος Χωμενίδης στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook:

"...Την επομένη με ξύπνησαν αξημέρωτα. «Θα πάμε στον μπαμπά σου!» μού ανακοίνωσε η γιαγιά, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις. Ήξερα ότι ο πατέρας μου πολεμούσε για το κοινό καλό, δεν μου'χαν πει ωστόσο -ή δεν το είχα συνειδητοποιήσει- ότι βρισκόταν έγκλειστος και μάλιστα στην Κέρκυρα. Το περισσότερο που είχε καταφέρει να μάς εξασφαλίσει ο Μπογδάνος ως υπουργός ήταν μια ωριαία επίσκεψη. Το κάτεργο απείχε δέκα λεπτά περπάτημα από το ξενοδοχείο όπου μέναμε. Κατά τη διαδρομή, η γιαγιά μου με ενημέρωσε επί τροχάδην (μάλλον για να μην έχω το περιθώριο να της κάνω ερωτήσεις) κι όσο πιο απλά γινόταν σχετικά με το ρήγμα που έκοβε στα δύο την οικογένεια μας. «Όλοι αγαπιόμαστε όμως! ΄Ολοι αγαπιόμαστε παρά πολύ!» μου τόνισε. Κι έπειτα μού είπε να μην αναφέρω στον μπαμπά μου τον γάμο της Λουκίας «διότι θα στεναχωριόταν που δεν είχε μπορέσει να'ρθει...»
Θυμάμαι μάνταλα να ανοίγουν και μάνταλα να κλείνουν. Θυμάμαι έναν μισοσκότεινο στριφογυριστό διάδρομο, ο οποίος οδηγούσε σε ένα υγρό δωμάτιο που φωτιζόταν από μια γυμνή λάμπα στο ταβάνι. Γύρω της πετάριζαν μυγάκια. Υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι και μια μονάχα ξεχαρβαλωμένη καρέκλα. Εκεί καθόταν ο πατέρας μου. Μόλις τον είδα, έβαλα τα κλάμματα. Η ριγέ φορεσιά της φυλακής έπλεε επάνω του. Τον είχαν αφήσει άπλυτο κι αξύριστο για μια βδομάδα, επίτηδες για να τον δω και να τρομάξω. «Σους μπρε κόρη μου, ο μπαμπάς σου είναι!» είπε η Σουλτάνα και του πάσσαρε στη ζούλα ένα αυτοκινητάκι να μου το δώσει, δήθεν ότι μου είχε αγοράσει δώρο. Δεν ηρεμούσα ωστόσο. Αρνιόμουν να δεχθώ ότι ο κακός εκείνος λύκος ήταν ο μπαμπάς μου. Όταν με τράβηξε στην αγκαλιά του, σπαρτάρησα για να ξεφύγω. Μόλις όμως με κοίταξε κατάματα και χαμογέλασε -κι έσκασε το χαμόγελο του καλοσυνάτου δελφινιού που φώτιζε το πρόσωπο του κι όλο το χώρο γύρω του- τα μάγια ακαριαία λύθηκαν. «Τούτος είναι ο μπαμπάς μου!» παραδέχθηκα και του χάιδεψα τα μαλλιά και κόλλησα το μάγουλο στο μάγουλό του κι ας με γρατζούναγαν τα γένια του...
Την περισσότερη ώρα την αφιέρωσε σε μένα. Μού σφύριξε δύο τραγούδια -σφύριζε εξαιρετικά- κι έπειτα, μπλέκοντας τα δάχτυλά του, έριξε στον τοίχο τη σκιά ενός κουνελιού, μιάς γάτας κι ενός κόκκορα... Τον παρακολουθούσα μαγνητισμένη. Κάποια στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ένας δεσμοφύλακας, σημάδι πως το επισκεπτήριο τελείωνε. Εγώ δεν ήθελα πλέον με τίποτα να αποχωριστώ τον μπαμπά μου - είχα τυλίξει τα χέρια γύρω από το λαιμό του και απαιτούσα να με πάρει μαζί του όπου και να πήγαινε. Του κάκου πάσχιζε η γιαγιά μου να με τραβήξει. Τότε εκείνος είχε μια έμπνευση: Έβγαλε απ'την τσέπη του και μου'δωσε ένα κουκούτσι ελιάς. «Άμα βρεθείτε στην Αθήνα, θα το φυτέψεις στην αυλή...» μου παρήγγειλε. «Θα φυτρώσει -θα δεις- θα πεταχτεί πρώτα ένα βλασταράκι κι έπειτα φύλλα και κλαριά. Μόλις δώσει το πρώτο του λουλούδι, που θα δέσει και θα γίνει καρπός, τότε θα επιστρέψω κι εγώ. Και θα μείνω μαζί σου για πάντα... Μη τυχόν και το ξεχάσεις, ε Νίκη μου;» «Δεν θα το ξεχάσω!» του υποσχέθηκα. «Βιάσου λοιπόν! Βιάσου!» μού έδειξε προς την έξοδο της φυλακής.
Καθ'οδόν για το ξενοδοχείο, είχα πέσει σε βαθιά συλλογή. Δεν ήμουν ακριβώς θλιμμένη. Επρόκειτο για ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο και αξεμπέρδευτο στα τεσσεράμισι χρόνια μου. Ένοιωθα, ήξερα, πως ανήκα σε δύο αντίθετους κόσμους, οι οποίοι εάν στην επιφάνεια συνυπήρχαν, στο βάθος πάλευαν μέχρις αλληλοεξόντωσης. Το ψυχανεμιζόμουν –μα την Παναγία- ότι ο ένας κόσμος μου τρεφόταν απ'το αίμα του αλλουνού. Κανείς δεν μου'χε βέβαια ζητήσει να διαλέξω ακόμα τον έναν απ'τους δύο. Δεν είχα όμως αμφιβολία ότι κι αυτό κάποτε θα συνέβαινε..."

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ