Η επιστροφή των τελωνειακών ελέγχων μετά την μεταβατική περίοδο που ακολουθεί το Brexit κινδυνεύει να επιβαρύνει τους βρετανούς καταναλωτές.
Επιβάρυνση με άνοδο των τιμών και την μείωση των διαθέσιμων προϊόντων στα καταστήματα, όπως προειδοποιούν οι επαγγελματίες του λιανικού εμπορίου.
Ελεύθερο εμπόριο, εισαγωγές, Brexit
Η ένωση BRC (British Retail Consortium) παρουσιάζει σε έκθεσή της τις προτεραιότητες για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις που πρόκειται να ξεκινήσουν ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες, ελπίζοντας σε μία «ρεαλιστική συμφωνία» για τον περιορισμό της αναταραχής.
Υπενθυμίζει ότι το 80% των προϊόντων διατροφής που εισάγεται από τους βρετανούς εμπόρους προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τα προϊόντα φθάνουν κυρίως στα λιμάνια του Ντόβερ και του Φόλκστοουν, μέσω των οποίων περνούν 7.000 φορτηγά ημερησίως.
Η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει ότι θα διαπραγματευθεί μέχρι το τέλος του έτους συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά έχει ήδη αποφασίσει την επιστροφή των συνοριακών ελέγχων για τα αγαθά, ακόμη και αν είναι απαλλαγμένα δασμών.
Οι έλεγχοι αυτοί είναι συνέπεια της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση.
«Το πρόβλημα είναι απλό. Μία άνοδος των τελωνειακών τελών και η πραγματοποίηση αυξημένων ελέγχων θα τιμωρήσουν τους καταναλωτές, τους εμπόρους και την βρετανική οικονομία», λέει η Χέλεν Ντίκινσον, γενική διευθύντρια της BRC και πιέζει την κυβέρνηση να διαπραγματευθεί μία συμφωνία που θα μειώνει στο μέγιστον τους τελωνειακούς ελέγχους και τις διοικητικές διαδικασίες. Σε αντίθετη περίπτωση, «οι επιπτώσεις για τους καταναλωτές θα είναι υψηλότερο κόστος και μείωση της διαθεσιμότητας προϊόντων στα ράφια».
Η BRC προτείνει την στελέχωση των υποδομών που θα ασχολούνται με τους συνοριακούς ελέγχους με εκπαιδευμένο προσωπικό και τον εξοπλισμό τους με την κατάλληλη τεχνολογία ώστε να διασφαλίζονται κατά το δυνατόν απρόσκοπτες συναλλαγές.