Μεγάλη γιορτή σήμερα Δευτέρα, 4 Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με το εορτολόγιο σήμερα τιμάται η μνήμη των Βαρβάρας της μεγαλομάρτυρος, Ιερομάρτυρος Σεραφείμ επισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου.
Τα ονόματα που γιορτάζουν σήμερα είναι τα εξής:
Βαρβάρα,
Ρούλα,
Ρίτσα,
Βαρβάρω,
Βαρβαρούλα,
Βαρβαρίτσα,
Σεραφείμ,
Σεραφειμία,
Σεραφείμα,
Σεραφίνα,
Σεραφειμή,
Σεραφειμούλα,
Σεραφειμίτσα*.
Αγία Βαρβάρα η Μεγαλομάρτυς
Η Αγία Βαρβάρα καταγόταν από την Ηλιούπολη της Συρίας και ήταν κόρη του πλούσιου ειδωλολάτρη, Διόσκουρου. Έζησε τον 3ο με 4ο αιώνα, την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μαξιμιανού.
Η Αγία Βαρβάρα είχε χάσει από νωρίς την μητέρα της και ο πατέρας της για να προφυλάξει την όμορφη μοναχοκόρη του από τον έξω κόσμο, την φύλαγε σε ένα πύργο. Κατά τη διάρκεια της απομόνωσης της, κοιτούσε τη θέα από το παράθυρο της και έβλεπε λόφους με δάση, ρυάκια και λιβάδια με λουλούδια και άρχισε να αναζητά τον δημιουργό του κόσμου.
Σύντομα κατάλαβε ότι τα είδωλα που λάτρευε ο πατέρας της και στα οποία πρόσφερε θυσίες, δε μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει τον κόσμο που την περιέβαλε, γι’ αυτό αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή της στην αναζήτηση του Θεού. Ενώ η φήμη για την ομορφιά της εξαπλώθηκε γρήγορα στην πόλη και ήρθαν πολλοί άντρες να ζητήσουν το χέρι της, η Αγία Βαρβάρα αρνήθηκε σε όλους, πράγμα που εξόργισε τον πατέρα της. Ο Διόσκουρος αποφάσισε ότι γι’ αυτή την περίεργη συμπεριφορά της μπορεί να φταίει η απομόνωση της και γι’ αυτό της επέτρεψε να βγαίνει ελεύθερη από τον πύργο. Έτσι η Αγία Βαρβάρα γνώρισε στην πόλη φίλες χριστιανές και κρυφά από τον πατέρα της, που ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, έγινε χριστιανή.
Κάποια στιγμή ο Διόσκουρος, λίγο πριν φύγει σε κάποιο ταξίδι, ζήτησε να χτιστεί ένα λουτρό στο χώρο διαμονής της κόρης του ώστε να μη χρειάζεται να χρησιμοποιεί τα δημόσια. Η Αγία Βαρβάρα εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της ζήτησε να δημιουργηθούν τρία παράθυρα αντί για δύο που ήταν αρχικά στα σχέδια, σαν σύμβολο της Αγίας Τριάδας.
Όταν ο Διόσκουρος επέστρεψε από το ταξίδι του και είδε τα παράθυρα, η Αγία Βαρβάρα του έδωσε εξηγήσεις ομολογώντας την πίστη της. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Διόσκουρος εξεμάνη και άρπαξε το σπαθί του και το έστρεψε προς την Αγία. Τότε η Αγία παρθένος έτρεξε να ξεφύγει και κρύφτηκε σε μια σπηλιά σε ένα κοντινό λόφο.
Ο πατέρας της έψαχνε μάταια να την βρει, μέχρι που πρόδωσε ένας βοσκός την κρυψώνα της. Αφού την βρήκε τη χτύπησε άσχημα και στη συνέχεια την παρέδωσε στον Έπαρχο της πόλης Μαρκιανό καταγγέλλοντας την ως χριστιανή. Ο Μαρτιανός αρχικά την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να αλλάξει την πίστη της, αλλά κάθε βράδυ οι πληγές της επουλώνονταν θαυμαστά και κάθε πρωί που οι πληγές της είχαν εξαφανιστεί την υπέβαλαν σε φρικτότερους βασανισμούς. Τότε ο Μαρκιανός ζήτησε τον αποκεφαλισμό της, και μάλιστα την ποινή την εκτέλεσε ο ίδιος της ο πατέρας, αφού ήταν επιθυμία του. Μετά το έγκλημα του, ήρθε η θεία δίκη και κατά την επιστροφή του προς το σπίτι του χτυπήθηκε από κεραυνό και έγινε στάχτες.